“Ο πλαστός και η Δεσποινίδα Τζούλη”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

-Έλα, πες αλήθεια! γουρλώνει με έκπληξη τα μάτια της η Τούλα.

-Που να μη σώσει σου λέω! τη διαβεβαιώνει με αγανάκτηση η Τζούλη. Δεν αντέχω, δηλαδή… ώρες ώρες σκέφτομαι να του πω να πάει στον αγύριστο κι αυτός κι η μάνα του! Αν δεν είχα την μικρή, να το ξέρεις, θα τους κούναγα μαντήλι τώρα! Ναι Τούλα μου, θα τους έλεγα bye! συνέχισε καταλήγοντας στο αγγλικό τραγουδιστά.

Φίλες απ’ το Δημοτικό η Τούλα και η Τζούλη. Τώρα κι οι δυο τους κουβαλάνε από τριάντα τέσσερα χρόνια στην πλάτη τους. Με πεθερά, σύζυγο και παιδί η Τζούλη. Με τον καημό ότι είναι ακόμα ανύπαντρη η Τούλα. Εμ, βλέπεις τα ‘χει μπλέξει μ’ ένα χαλβά γκόμενο – ταξιτζής, καλό παιδί κατά τα άλλα -, που της το παίζει αρρεβωνιάρης πέντε χρόνια τώρα αλλά δεν το αποφασίζει για γάμο γιατί δεν την εγκρίνει η «μαμά». Κι όλο της τάζει της Τούλας ότι θα πατήσει πόδι-της μάνας του, εννοείται, που να την πάταγε με τ’ αμάξι να ξεμπερδεύανε-κι όλο στο περίμενε την έχει.

 Όχι ότι την Τζούλη την θέλει η πεθερά της! Χριστός και Παναγία, καλέ που τέτοια τύχη! Δεν ήθελε να τη δει ούτε ζωγραφιστή όταν της την πήγε ο Διονύσης για γνωριμία στο σπίτι, στα δεκαεννιά τους, τους είχε φάει ο έρωτας και βιάζονταν τρομάρα τους. Η κυρά Μερόπη «ανέκδοτη», όπως έλεγε στη γειτόνισσά της, δεν το έδινε τέτοιο παλληκάρι ίσαμε κει πάνω στην ξεβράκωτη!

 Έλα μου όμως που η νυφαδιά της έκανε μια έκπληξη, τρία διακόσια και πενήντα πόντους, με το συμπάθιο! Και τι; Θα το λέγανε μούλικο τ’ αγγόνι της! Ποτέ! Κι έκανε τα πικρά γλυκά, που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί σε όλες τις φωτογραφίες του γάμου λες κι είχε φάει μισό κιλό λεμόνια, μαζί με το φλούδι, είχε βγει η κυρά Μερόπη.

-Θυσία για την εγγόνα μου, τι να κάμω η δόλια η μάνα, αααχ… μολόγαγε με καημό στον καφέ με τη γειτόνισσα και στούμπωνε μαζί και δυό σοκολατάκια να φύγει η πίκρα για την ακαμάτα τη νύφη που ΄κανε.

Και να πεις δεν ήτανε καλό κορίτσι η Τζούλη; Χρυσάφι! Νοικοκυρούλα, όμορφη, καλή μάνα, σεβαστική στα πεθερικά της… Αλλά, δεν είχε προίκα. Και πήγε και στραβώθηκε και αγάπησε τον Διονύση. Όμορφος ο Διονύσης, αλλά μέχρι εκεί. Το κεφάλι το είχε για ισορροπία. Μυαλό κουκούτσι. Κουμάντο σε όλα έκανε η μάνα του.

΄Ηταν κοτσονάτη η κυρά Μερόπη, και με τα εμπριμέ της, και με το μαλλί απ’ το κομμωτήριο, και με το μανικιούρ της κι απ’ όλα. Σαν είχανε και σπίτι δικό τους και καμιά διακοσαριά στρέμματα χωράφια, νόμιζε η κυρά Μερόπη ότι είχανε πιάσει κορφή! Η ελίτ του χωριού! Βλέπεις ήτανε κι ο σύζυγος δημόσιος υπάλληλος! Αμέ, πώς; Στα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Μέσα απ’ τον γκισέ, όχι να τον τρων οι ρούγες! Και σπρώξε σπρώξε, χώσανε και τον Διονυσάκη της στα ΕΛΤΑ. Και ήτανε στη διαλογή, στην εισερχόμενη αλληλογραφία!

-Ξέρ’ς τι μυαλό θέλ’ να ξεχουρίζ’ς τόσα γράμματα μαρή άχρηστ’, που διέν ξιέρ’ς την τύφλα σ’ απ’ δ’λειά κι κούρασ’ ισύ! άνοιγε το γλυκό της το στοματάκι και την έλουζε τη φουκαριάρα την Τζούλη…

Έκτοτε δεκαπέντε χρόνια περάσανε. Κι έπιασε και δουλειά η Τζούλη, δίδασκε αγγλικά στο ίδιο φροντιστήριο με την κολλητή της, την Τούλα. Αλλά ο καημός, καημός! Ποτέ δεν αγαπήθηκαν οι δυο γυναίκες. Τώρα… για να λέμε και του στραβού το δίκιο, και να ‘θελε να την αγαπήσει η Τζούλη δεν την άφηνε η πεθερά της.

-Εμ πώς να τη συμπαθήσεις τέτοια οχιά ρε Τουλάκι; έλεγε στην Τούλα κάθε φορά που της παραπονιότανε για κάποιο καινούριο χουνέρι, που της είχε κάνει η ακατανόμαστη.

-Πεθερές Τούλα μου! Που ενώ έχεις μόλις μία ώρα ελεύθερη και ετοιμάζεις τον πλαστό (δύο ταψιά παρακαλώ!) και φεύγεις πάλι για δουλειά και το μόνο που περιμένεις την πεθερά να σου το προσέχει στο ψήσιμο… Αλλά αυτή βρίσκει την ευκαιρία να σε βγάλει άχρηστη για ακόμα μία φορά! Κι ενώ παίρνεις και τηλέφωνο να μην ξεχαστεί στη μία ώρα περίπου και να το βγάλει από το φούρνο, αυτή το αφήνει επίτηδες δύο ώρες! Δύο ώρες τον πλαστό στο φούρνο Τούλα μου, το καταλαβαίνεις; Ήρθε η μπομπότα από πάνω κι έγινε κάρβουνο! έλεγε τον πόνο της η Τζούλη για τον πλαστό και δώστου τα χαρτομάντηλα και φρου η μύτη που είχε γίνει κατακόκκινη απ’ το κλάμα.

-Και μετά μου λέει και το κορυφαίο: ‘Φυσικά και κόλλησε ο πλαστός, αφού δεν είχε πολύ λάδι!!!’. Και τα κομμάτια στο τάπερ μη φανταστείς ότι τα έκοψε προσεκτικά με το μαχαίρι! Όχι Τούλα μου! Με τα δάχτυλα τα ξεκόλλησε και τα πέταξε όπως να ‘ναι για να αποδείξει το «τραγικό» φαγητό της νύφης!… και να το κλάμα γόνα η καημένη η Τζούλη, είχε πλαντάξει απ’ το παράπονο.

-Και λέω εγώ, άντε το ένα ταψί… Αλλά και τα δύο χάλια; συνέχισε κοιτώντας τη φιλενάδα της, που κούναγε το κεφάλι με κατανόηση.

Και φυσικά έρχεται η ώρα της γκρίνιας στο σύζυγο, πως η μάνα του τα έκανε όλα επίτηδες… Και αντί να ακούσει ένα «μην ανησυχείς βρε αγάπη μου, εγώ ξέρω πόσο ωραία μαγειρεύεις» ή ένα «Μη σε νοιάζει εσένα κοκόνα μου, θα της μιλήσω εγώ και θα τα τακτοποιήσω τα πράγματα», έρχεται ο «ξένος» ο σύζυγος που της λέει «Α, άκου να σου πω, άλλη φορά να κάθεσαι και να τον ψήνεις μόνη σου τον πλαστό! Δε σου φταίει η μάνα μου!»

-Συγνώμη δηλαδή βρε Τούλα, εγώ είμαι η περίεργη; ρώτησε τη φιλενάδα της σε αναζήτηση επιβεβαίωσης. Όχι πες εσύ, δεν είναι αυτή ιστορία που αν βγω και την πω θα αγγίξει το ενενήντα τοις εκατό των παντρεμένων γυναικών;! Όχι, πες μου!

-Τι να σου πω βρε Τζουλάκο μου… Κάνε υπομονή βρε μάτια μου… Αφού τον ξέρεις τον Διονύση, τέτοιος είναι αλλά σ’ αγαπάει βρε χαζό. Κι όσο για την σκατόψυχη την πεθερά σου, αντάρα και κουρνιαχτός! Πες της καμιά γλυκιά κουβέντα ρε, μπα και τη γλυκάνεις! Ρίξ’ της στάχτη στα μάτια… Κρίμα για την μικρή δηλαδή. Τι άλλο να κάνεις;», προσπαθούσε να την ηρεμήσει η Τούλα κι ας έβραζε κι αυτή μέσα της που έβλεπε τη φιλενάδα της σε τέτοια κατάσταση.

-Γλυκιά κουβέντα; Δεν τρώω ένα μαγκάλι κάρβουνα καλύτερα, που θα της πω και γλυκιά κουβέντα της παλιόγριας, που μου ‘χει φάει τη ζωή! Δεν γλυκαίνει αυτή Τουλάκι, ούτε δυό τενεκέδες μέλι να την αλείψω! Το πολύ πολύ να την φαν’ οι σφίγγες, πού τέτοια τύχη Παναγία μου δηλαδή, να ησύχαζε το κεφάλι μας! Αχ, τελοσπάντων, θα δω τι θα κάνω, αλλά δεν πάει άλλο Τουλάκι, να ξέρεις, μία κουβέντα να μου γυρίσει δεν ξέρω κι εγώ που θα φτάσω! κατέληξε η Τζούλη και χωρίσανε οι φιλενάδες γιατί ποιος την άκουγε την κυρά Μερόπη έτσι κι αργούσε να πάει σπίτι.

Και με το που πατάει το πόδι της στο σπίτι, κομμάτια απ’ την κούραση, τσουπ από κοντά κι η πεθερά της.

-Άκ’ να σι πω, της είπε έχοντας τη γνωστή στάση ‘στάμνα’ με τα χέρια στη μέση. Αύριου θα φτιάσου πλαστό. Τον πιθύμησι μ’ είπι του πιδί, ο Διουνύσ’ς μ’, κι ο ‘θκος διν τρώγουνταν ντιπ. Ούτι οι κότις διν τουν ακούμπ΄σαν.

Ε, τι ήταν να ακούσει τη λέξη πλαστό η Τζούλη. Της γύρισε το μάτι. Πιάνει τη γριά απ’ τους ώμους, τη στριμώχνει με φόρα στη γωνία δίπλα στο σκρίνιο και… που σε πονεί και που σε σφάζει! Την έκανε τ’ αλατιού.

-Και τώρα αφού συνεννοηθήκαμε… μητέρα, της είπε αφού σταμάτησε να την κοπανάει, κάνε κάνα αστείο να με ξανακατηγορήσεις στο Διονύση ή τόλμα να με ξαναπικράνεις, και θα στα κάνω τα κόλλυβα! Να ξέρεις! Σώνει πια τόσα χρόνια, κατάλαβες;!

Ο Διονύσης έχει να το λέει από τότε το πόσο αγαπιούνται νύφη και πεθερά. Μα και όλη η γειτονιά θάμαξε την αλλαγή της κυρά Μερόπης! Κι ούτε η Τούλα δεν έμαθε ποτέ τι είχε γίνει. Θυμάται μόνο πως το τελευταίο παράπονο, που της είχε κάνει η Τζούλη για την πεθερά της, ήταν για τον πλαστό…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη