“Ο ξυλοκόπος και οι ευχές…”, ένα παραμύθι της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Μία φορά σε ένα δάσος  ζούσε ένα ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Άνθρωποι φτωχοί που αγωνιζόντουσαν για την επιβίωση  και είχαν μάθει να αρκούνται πολλές φορές και στα λίγα. Αλλά μέσα τους ήθελαν να απαλλαχθούν από αυτή τη δύσκολη και γεμάτη προβλήματα ζωή τους…

Μία ημέρα, ο ξυλοκόπος ξεκίνησε πρωί να πηγαίνει στο δάσος για να κόψει ξύλα ως συνήθως. Ξαφνικά, μία λάμψη τον τύφλωσε και έπεσε καταγής. Μία φωνή πνιχτή και βαθιά, τον τρόμαξε και διαπέρασε όλο το του κορμί. Η φωνή του είπε:

-Έμαθα πως ζητάς να αλλάξει η ζωή σου, να γίνεις πλούσιος. Θα σου δώσω αυτή την ευκαιρία. Έχεις το περιθώριο να κάνεις τρεις ευχές οι οποίες και θα πραγματοποιηθούν. Θυμήσου, μόνο τρεις ευχές.

Λέγοντας αυτά, ξαφνικά η λάμψη χάθηκε από μπροστά του, αφήνοντας τον ίδιο έκπληκτο και άναυδο. Αλλά και ευτυχισμένο. Παράτησε τα πάντα, έτρεξε σπίτι και ανήγγειλε τα ευχάριστα νέα στη γυναίκα του. Επιτέλους, θα μπορούσαν να αποκτήσουν ένα μεγαλύτερο σπίτι, ωραιότερα και πιο ζεστά ρούχα και όλα εκείνα που λαχταρούσαν και είχαν στερηθεί τόσο καιρό!

Σκέφτηκαν να αξιοποιήσουν αμέσως την πρώτη τους ευχή και να αφήσουν τις άλλες δύο για αργότερα. Σκέφτηκαν να ζητήσουν ένα όμορφο και άνετο σπίτι, πλούσιο και μεγάλο.

Και η ευχή τους αμέσως πραγματοποιήθηκε! Ένα σπίτι τεράστιο με πολλά δωμάτια και επιβλητικό εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρελάθηκαν από χαρά, δε γνώριζαν πόσα δωμάτια είχε και πώς θα το αξιοποιούσαν. Άρχισαν, λοιπόν, να λένε διάφορα και να κάνουν όνειρα για τη ζωή και το μέλλον, πόσο πλούσιοι άραγε θα μπορούσαν να γίνουν! Και η γυναίκα του ξυλοκόπου άρχισε να ονειρεύεται φορέματα πολύτιμα από μετάξι , φορέματα που καμιά άλλη στη γη μέχρι τώρα δεν είχε φορέσει. Και μίλαγε ώρες πολλές για εκείνα που θα αποκτούσε απλώς με μία και μόνο ευχή!

-Για στάσου γυναίκα, είπε ο ξυλοκόπος. Μόνο για τον εαυτό σου μιλάς; Ποιος σε φρόντιζε τόσο χρόνια για τον οποίο δε νοιάζεσαι καθόλου; Ρούχα πολύτιμα μόνο για εσένα; Για εμάς πρέπει να νοιάζεσαι. Και για τους δύο. Αλλά όχι, εσύ πάντα τον εαυτό σου.

-Γιατί να μην ενδιαφερθώ για τον εαυτό μου; αποκρίθηκε η γυναίκα. Έτσι και αλλιώς, χρόνια πηγαίνεις και έρχεσαι και μεγάλη προκοπή δεν είδαμε. Χρόνια τώρα στερούμαι και κρυώνω!

Και τα αίματα άναψαν, η μία κουβέντα έφερε την άλλη. Και η γυναίκα, επάνω στο θυμό της και την αδυναμία της στιγμής, άρχισε να φωνάζει:

-Μακάρι να μη σε είχα γνωρίσει! Μακάρι! Τίποτα δε με αφήνεις να χαρώ, τίποτα! Μακάρι να μεγάλωνε η μύτη σου Θεέ μου, να μην πήγαινες πουθενά και να κρυβόσουν από ανθρώπους και γη από ντροπή! Μακάρι να έπιανε αυτή μου η ευχή!

Ξαφνικά, η μύτη του ξυλοκόπου άρχισε να μεγαλώνει  και έγινε τεράστια! Και η γυναίκα όταν άρχισε να σκέφτεται λογικά, κατάλαβε ότι σπατάλησε μία τόσο πολύτιμη ευχή για ένα καπρίτσιο εκείνης της στιγμής, για να μην αφήσει ανικανοποίητο τον εγωισμό της. Και την έπιασαν τα κλάματα. Και μαζί με εκείνη και τον άνδρα της , που άρχισε να κλαίει φοβούμενος ότι την υπόλοιπη ζωή του θα αναγκαζόταν να τη ζήσει με μία τεράστια και τόσο απωθητική μύτη…

Και οι δύο τους έμειναν αρκετά σκεπτικοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Και η γυναίκα του , μετά αρκετή ώρα σιωπής, του είπε:

-Με τύφλωσε εκείνη τη στιγμή ο θυμός και σου ευχήθηκα να πάθεις κακό. Με αποτέλεσμα να χαραμίσουμε μία από τις τρεις ευχές που θα μπορούσε να μας είχε προσφέρει αγαθά πολλά! Τώρα τι κάνουμε;

-Ας περιμένουμε λίγο καιρό, είπε ο ξυλοκόπος. Δεν πρέπει να σπαταλήσουμε άλλη ευχή και να χαραμίσουμε μία σπουδαία ευκαιρία να κάνουμε ομορφότερη τη ζωή μας.

Συμφώνησαν, λοιπόν, να περιμένουν και οι δύο λίγο καιρό ακόμα. Αποφάσισαν να φτιάξουν κάτι για φαγητό, ήταν ώρες πολλές νηστικοί. Και είδαν ότι τους είχαν μείνει λίγα λουκάνικα από ημέρες προηγούμενες και αποφάσισαν να τα φτιάξουν και να δειπνήσουν.

Και ο ξυλοκόπος ζήτησε από τη γυναίκα να πάει στο δάσος και να μαζέψει λίγα κλαδιά, ώστε να τοποθετήσουν επάνω τα λουκάνικα και να ψηθούν. Και η γυναίκα άρχισε να αρνείται, λέγοντας πως δεν είναι δουλειά που της αναλογεί. Και ενώ πριν λίγο είχαν μονοιάσει, άρχισαν πάλι να μαλώνουν.

Και πάνω στο θυμό της στιγμής, ο άνδρας ευχήθηκε τα λουκάνικα να κολλήσουν επάνω στη μύτη της γυναίκας του! Και η ευχή του πραγματοποιήθηκε!

Και άρχισαν και οι δύο να κλαίνε επειδή σπατάλησαν δύο από τις τρεις ευχές και τώρα δεν είχαν άλλη. Το μόνο καλό ήταν το μεγάλο σπίτι, με τα τόσα δωμάτια. Αλλά άρχισαν να σκέφτονται , τελικά, αν είχε και τόσο μεγάλη αξία να έχεις τεράστιο σπίτι και πλούτη με δύο μύτες σαν τις δικές τους. Και η γυναίκα, όσα φορέματα και να φόραγε, πάλι θα ήταν αποκρουστική. Όποιος και να την έβλεπε θα τρόμαζε, λουκάνικα στη μύτη;

Και ο ξυλοκόπος της είπε να ζητήσουν από εκείνο το πνεύμα που τον είχε επισκεφτεί αν μπορεί να εμφανιστεί ξανά, να τον βοηθήσει σε αυτό το αδιέξοδο που είχε βρεθεί.

Το βράδυ, την ώρα που και οι δύο συζητούσαν ξανά, μία ξαφνική λάμψη εμφανίστηκε μπροστά τους. Μία φωνή βαθιά και πνιχτή ακούστηκε που έλεγε:

-Βλέπω πως ο εγωισμός σας τύφλωσε και αυτό σας κατέστρεψε ίσως δύο ευκαιρίες να ευχηθείτε πλούτη, ενδύματα, φαγητά. Θα σας δώσω μία ευκαιρία να κρατήσετε το τεράστιο σπίτι που αποκτήσατε στην πρώτη ευχή, ένα σπίτι που θα ζήλευε ακόμα και ο πλουσιότερος άνθρωπος στη γη. Αλλά θα πρέπει να μείνετε παντοτινά έτσι, με τις μύτες σας αυτές. Αν όμως, θέλετε να ξαναγίνετε όπως ήσασταν πριν , θα πρέπει να στερηθείτε και αυτό το σπίτι, να το ανταλλάξετε με την προηγούμενη εμφάνιση. Δε θα υπάρξει άλλη ευκαιρία, σκεφτείτε και αποφασίστε. Και λέγοντας αυτά, χάθηκε από μπροστά τους.

Και άρχισαν και οι δύο να σκέφτονται: Και το πολυτελές σπίτι να κρατήσουμε, με τέτοιες μύτες τι θα χαρούμε; Αξίζει να θυσιάσουμε την μύτη μας απλώς για ένα σπίτι, όσο μεγάλο και πολύτιμο και να είναι; Το σπίτι δεν το είχαμε και ποτέ, τις μύτες μας όμως ναι. Με μία μύτη που πάνω της έχουν κολλήσει λουκάνικα και με μία άλλη που είναι πελώρια και τελειωμό δεν είχε. Έτσι, ευχήθηκαν να επιστρέψουν οι μύτες τους οι παλιές και να δώσουν πίσω το σπίτι. Και αυτό έγινε.

Και το σπίτι εξαφανίστηκε μεμιάς από μπροστά τους και οι μύτες τους έγιναν ξανά κανονικές. Αλλά ήταν ευτυχισμένοι, δεν έκλαψαν για το σπίτι με τα άπειρα δωμάτια που θα μπορούσε να το ζηλεύει και ο πλουσιότερος άνθρωπος στη γη. Αλλά δεν τους ένοιαζε, έπεσαν με λαχτάρα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ακόμα και αν ο ξυλοκόπος γνώριζε πως θα δουλεύει πάλι σκληρά για να βγάζουν το ψωμί τους.

Γιατί σκέφτηκαν ότι πολλές φορές μόνο τα πλούτη δεν αρκούν για να είναι κάποιος ευτυχισμένος…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη