“‘Ο κήπος της Εδέμ*’ ή ‘Όπως ένα παραμύθι*'”, γράφει η Μαρία Πανούτσου

“But I don’t want to go among mad people,” Alice remarked.
“Oh, you can’t help that,” said the Cat: “we’re all mad here. I’m mad. You’re mad.”
“How do you know I’m mad?” said Alice.
“You must be,” said the Cat, or you wouldn’t have come here.”

—Lewis Carroll, Alice in Wonderland

    …στην Βασόρα  υπάρχει κάτι δικό μου…

Ο πατέρας μου, η Μητέρα μου και εγώ. Ο μικρός μου αδελφός  μωρό,  είχε μείνει σπίτι με την  κοπέλα, να τον προσέχει. Εμείς καλεσμένοι από τον Πρόξενο της Βασόρας  στο σπίτι του, ένα  όμορφο  χαμηλό  απλωμένο σπίτι, περιτριγυρισμένο από ένα κτήμα, που στα παιδικά μου ματιά φάνταζε χωρίς όρια, χωρίς αρχή και τέλος.  Ένα πραγματικό φοινικόδασος και μια όμορφη συλλογή από  οπωροφόρα  δένδρα πλαισίωναν το σπίτι. Πάσχα,  Βασόρα [3], έτος  1962.

Φανταστείτε  ένα  δάσος από  φοίνικες,  γαλάζιο ουρανό,  ζέστη πολλή και υγρασία, αεράκι και μυρωδιά από  ποτάμι  και άλλοτε από  θάλασσα και γύρω-γύρω  η  έρημος,  να περικυκλώνει  ένα  μεγάλο γεμάτο ζωή, πλούσιο  κομμάτι γης.  Κάπου εκεί  ανάμεσα σε  δένδρα και σπίτια χαμηλά, στο χρώμα της ώχρας και του σπασμένου ροζ, δρόμοι  στενοί  χωμάτινοι  και αυλές γεμάτες λουλούδια,  μια μικρή  παρέα ανθρώπων γιορτάζουν. Στον αέρα αισθάνεσαι μια κίνηση κυματιστή  και  στα κτίσματα ένας ρυθμός με μαλακές  γραμμές  παντού.

Θυμάμαι την βόλτα  στο  κτήμα και το τραπέζι στολισμένο με τριαντάφυλλα  κάτω από τα πανύψηλα δένδρα, με την σκιά τους να πλάθουν ένα κόσμο δροσερό και καταπράσινο.  Ο οικοδεσπότης  κατάλαβε κάποια στιγμή την μικρή μου αμηχανία με τόσους  ενήλικες  γύρω μου  – ο γιος του και η  γυναίκα του είχαν έρθει  στην Ελλάδα για την γιορτή του Πάσχα και εκείνος μόνος με τους βοηθούς του οργάνωσε μια μικρή γιορτή για λίγους φίλους, την μέρα αυτή. Με πήρε από το χέρι χαμογελώντας  και με οδήγησε στο δωμάτιο του γιου του, για να περάσω λίγη  ώρα εκεί με τα παιχνίδια και τα βιβλία του.   Όμως  εγώ  ήθελα να περπατήσω μόνη  στο κτήμα, να το εξερευνήσω.

Το κτήμα έφτανε μέχρι το ποτάμι και εκεί ήθελα να αφεθώ στη ροή του και  στο σύνθετο γκρι χρώμα του νερού. Δεν ξέρω αν υπερβάλω  αλλά είχα μια αίσθηση αιωνιότητας,  που και τώρα έρχεται ως μνήμη καθαρή συνοδευμένη από μια εικόνα, ένα καφενείο μικρό παραδοσιακό  στις όχθες του ποταμού όπου κάθε μεσημεράκι πηγαίναμε με τον πατέρα μου εκείνος για τον καφέ του και εγώ για την πορτοκαλάδα μου και κάναμε μάθημα, την ιστορία της μουσικής. Δεν μείναμε πολύ στην Βασόρα για να μην χάσω  τα μαθήματα μου στο σχολείο στη Βαγδάτη.

Ήθελα να ακούω τις φωνές που έρχονταν από το ποτάμι με αυτήν την τραγουδιστή  γλώσσα των ντόπιων.  Να βλέπω τις βάρκες και τα μεγάλα πλεούμενα να διασχίζουν τα παχιά νερά του Κόλπου σαν  να περπατούν σε γλιστερή άσφαλτο.

Τα βαθειά  ḥāʾ(ح  , خ ) της Αραβικής,  ήταν σαν να μου  χάραζαν με ένα μικρό τρυφερό ξυλάκι, ψηλά το στέρνο.  Βασόρα το μεγάλο λιμάνι, η Βενετία της Ανατολής,  εκεί που ενώνουν τα νερά τους,  ο Τίγρης και Ευφράτης [4]  αλλάζοντας ονομασία κι οι δυο μαζί, καθώς  σχηματίζουν τον ποταμό ‘ Σατ – Έλ Αράμπ’ που  χύνεται στον Περσικό κόλπο. Εκεί ήθελα να είμαι κοντά  στις όχθες του. Εκεί  εύκολα  χάνεσαι και περνάς σε άλλες διαστάσεις και το βρίσκεις πολύ φυσικό. Σε έναν  ευρωπαίο, συμβαίνει μια ταραχή όλως διόλου άγνωστη καθώς έρχεται σε επαφή  με ένα τόσο διαφορικό περιβάλλον.

Τι καταλάβαινα  τότε  ποιός  ξέρει, ούτε  και εγώ μπορώ να πω με ακρίβεια, αλλά δεν σημαίνει κάτι το κλάμα  μου,  όταν φεύγαμε  από την  πατρίδα του Σεβάχ του θαλασσινού;  [5]

Θυμάμαι  τον πατέρα μου να μου κρατά  το χέρι και να κοιτάμε και οι δυο θλιμμένα  έξω από το τζάμι  του τρένου τα απομεινάρια των κρεμαστών κήπων,  γιατί και  ο πατέρας μου ήταν λάτρης της ερήμου.

Δεν σημαίνει κάτι, το ότι ξαναγυρνώ με τον έναν τρόπο ή τον άλλο  στις κομματιασμένες μνήμες της εποχής  εκείνης ή με τον έρωτα, ή  με την γλώσσα, ή με  την  γραφή,  ή με την μελέτη, ή με το να πλησιάζω τα κείμενα άλλων ανθρώπων που αγάπησαν επίσης, τον  λαό αυτόν και τους ανθρώπους του;

Έχουν περάσει τόσες γιορτές του Πάσχα αλλά εκτός από μια-δύο ακόμη, το Πάσχα στην  Βασόρα με ανθρώπους από την Ελλάδα, το Ιράκ, την Αγγλία και την Γαλλία και  φίλους Ινδούς του  οικοδεσπότη, ήταν από τα πιο Ελληνικά Πάσχα που θυμάμαι, μοναδικό και ευλογημένο,  των παιδικών μου χρόνων.  Οι ελληνικές μουσικές διαδέχονταν τις  αραβικές,  τις γαλλικές.

Η ελληνική  ομιλία μπερδευόταν με τα αγγλικά και τα αραβικά  και  τα πρόσωπα  από τόσες διαφορετικές  κατευθύνσεις της γης  τόσο χαρούμενα, γιορτάζαμε  όλοι μαζί  το ελληνικό ορθόδοξο Πάσχα.  Θυμάμαι τα βλέμματα,  περίεργα, με υπονοούμενα, με λαχτάρα  με σιγουριά, φιλικά, χαμογελαστά.

Δε θέλω να πω πιο πολλά  μόνο να προσθέσω ότι  καταλαβαίνεις  καλύτερα  τον εαυτόν σου  και τον τόπο σου, όταν  απομακρυνθείς από  αυτόν και  εκτός  πατρίδας πάντα ανακαλύπτεις  πλευρές της σκέψης και συλλογισμούς  που δεν θα έκανες  αν είχες μείνει στα πάτρια εδάφη. Η γλώσσα που μιλάγαμε στην Βασόρα τότε, ήταν τα γαλλικά και τα αγγλικά.

Οι φίλοι των γονιών μου Αρμένιδες,  Ινδοί,   Εβραίοι, Έλληνες,  Άγγλοι και Άραβες. Οι φίλες οι δικές μου στο  γαλλικό καθολικό σχολείο  Βουλγάρες,  Αρμένισσες,  Ελληνίδες, Εβραίες,  Ρουμάνες, Ιταλίδες,  Ισπανίδες,  Γαλλίδες.

Η σχολή  των καλογριών  ήταν  μέσα στο κεντρικό παζάρι της Βαγδάτης. Βγαίνοντας από την κεντρική πύλη του  σχολείου,  βρισκόμαστε ξαφνικά σε ένα πανδαιμόνιο χρωμάτων με την μυρωδιά των υφασμάτων που κρέμονταν από ψηλά, να διαπερνά όλες τις άλλες μυρωδιές.

Την εποχή  εκείνη  ο πατέρας μου  θα δούλευε  στην Βασόρα για λίγο  και έτσι φύγαμε από την Βαγδάτη.  Αφήσαμε την Βαγδάτη  και με το τραίνο διασχίσαμε  όλη την απόσταση  περίπου  50 χιλιόμετρα της ενδοχώρας, μέχρι να φτάσουμε για πρώτη φορά  σε μια νέα για μας Αραβική πόλη. Αρχικά  δεν είχαμε φίλους  αλλά μέσα σε πολύ λίγο χρόνο βρεθήκαμε με φίλους από όλο τον κόσμο  με ανοιχτές καρδιές  και με  διάθεση βαθειάς επικοινωνίας.

Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence) [6] και η Γερτρούδη Μπελ (Gertrude Bell) [7] και οι δυο Βρετανοί, με συντρόφευαν πολύ αργότερα, όταν  ήθελα να ξαναγυρίσω νοερά εκεί που ενώνονται τα δυο ποτάμια, στην Βασόρα.

Οι χαρισματικοί αυτοί  άνθρωποι είναι  η ρομαντική πλευρά της Βρετανικής αποικιοκρατίας. Αυτές οι  τόσο δυνατές, άναρχες και μαζί καταπιεσμένες  προσωπικότητες.

Καθώς  περπατούσα στο μικρό στεγνό μονοπάτι κάτω από  την σκιά των δένδρων και καθώς το αεράκι, κουνούσε τα φύλλα από τους φοίνικες και οι μυρωδιές  μπερδεύονταν με αυτές της φύσης και με τις ετοιμασίες των φαγητών,  με  μικτές γεύσεις ελληνικές, αραβικές  στο φιλόξενο σπίτι μαζί και οι  μυρωδιές από το ποτάμι  αποτύπωνα στο μυαλό μου  τις εικόνες ακατάπαυστα . Έχω αφήσει ένα κομμάτι μου εκεί…  που δακρύζει όταν βλέπει τον Γολγοθά που μπήκε η πόλη  και όλη η χώρα, χρόνια αργότερα. Δεν ξαναγύρισα  στον τόπο  αυτόν,  τουλάχιστον όχι ακόμη.

Η Πόλυ  Χατζημανωλάκη [8] μου εμπιστεύτηκε -σχεδόν μου αφιέρωσε- ένα της έργο, τον Φεβρουάριο του 2012  για να το ερμηνεύσω (μια ακόμη αναβολή – δεν μπορούν τελικά να γίνουν όλα)  το ‘Γράμματα  της άμμου της δεσποινίδας Μπελ’.

Το έργο  της Πόλυς Χατζημανωλάκη  με  έσπρωξε  να ξαναδώ την ιστορία αυτού του τόπου και  να θυμηθώ τα κομμάτια  που άφησα εκεί  στην Μεσοποταμία, τότε που ακόμη  η ιστορία γεννούσε  μνήμες από ένα παρελθόν που πια δεν υπάρχει παρά μόνο στα βιβλία.

Στο κείμενο  αυτό της  Πόλυς  προβάλλεται η αγάπη της Μπέλ  για τον τόπο αυτό.  Η Βρετανική αυτοκρατορία την έστειλε εκεί  με πολλούς ρόλους, εκείνη όμως  τελικά ξεγέλασε  τους ισχυρούς  και  πήρε  αυτά που εκείνη είχε ανάγκη από την περιπέτεια αυτή και όταν ήταν η ώρα να επιστρέψει στην Αγγλία,  το αρνήθηκε και προτίμησε να πεθάνει στην χώρα που  αγάπησε πιο πολύ, το Ιράκ.

Εκεί που ακόμη και η ‘άμμος έχει οσμή μαγευτική και απρόσμενη’  και εκεί έδωσε ένα τέλος  στην γήινη ζωή της. Και  εκεί και ο τάφος της.

“To wake in that desert dawn was like waking in the heart of an opal. … See the desert on a fine morning and die – if you can!”

Gertrude Bell

 

“Have I ever told you what the river is like on a hot summer night? At dusk the mist hangs in long white bands over the water; the twilight fades and the lights of the town shine out on either bank, with the river, dark and smooth and full of mysterious reflections, like a road of triumph through the midst.”
Baghdad, September 11 1921

G.B.

[Thomas Edward Lawrence  ‘Lawrence in Arabia‘]

 

Η έρημος. Εγώ τη βρίσκω αρωματική.
Δεν έχω δει πουθενά αλλού τα αρώματα των λουλουδιών να ερεθίζουν με τόση χάρη την όσφρηση. Ακόμα και οι πέτρες μοσχοβολούν στην έρημο. Ένας  φελάχος μου δίδαξε κάποτε τη μυρωδιά των βράχων. Με κλειστά τα μάτια, μυρίζεις τη σκιά τους. Πλησιάζοντας τις οάσεις ανακαλύπτεις την ξεχωριστή μυρωδιά της  υγρασίας.
Στην έρημο ακόμα και τα λόγια έχουν δική τους μυρωδιά.

[Τα γράμματα της άμμου της δεσποινίδας Μπελ]

Και  σε ένα άλλο σημείο:

 

Και η ομορφιά των κήπων

Οι άνθρωποι εδώ λατρεύουν τους κήπους

Οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας

Ο ροδόκηπος του Σααντί

Οι κήποι του Κορανίου

Και λίγο πιο έξω, στην έρημο, ο κήπος είναι μια αφήγηση
πάντα αγαπούσα τα λουλούδια αλλά εδώ τα αγάπησα στην πιο ονειρική τους εκδοχή

[Τα γράμματα της άμμου της δεσποινίδας Μπελ]

*

Δίπλα στο κομπιούτερ μου, καθώς γράφω αυτήν την στιγμή,  αχνίζει ένα ζεστό τσάι με κάρδαμο και στον αχνό του μια φιγούρα αργοσαλεύει  με μακρύ  ρούχο  από  ελαφρύ διάφανο ύφασμα.

Και σκέφτομαι με ανατριχίλα  ότι η έρημος εκδικείται  τους ανθρώπους που την αγάπησαν με την εξάρτηση. Τους κρατά αιχμάλωτους για πάντα.  Και φευγαλέα μια βεβαιότητα,  ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι,  δυο όμως  από όλους αποδεχτοί:  α΄ του ρεαλισμού,  β΄ της ποίησης.

[Το ημερολόγιο αυτό το αφιερώνω στην Πολύ Χατζημανωλάκη και  στην Μαριάννα  την αγαπημένη συμμαθήτρια από την Βουλγαρία.] 

Απρίλιος 2017-04-10, Άνοιξη – Πάσχα – Αθήνα

 

 

 [Η Μαρία Πανούτσου στην Βαγδάτη λίγο πριν φύγει από το Ιράκ έφηβη πια.]


Σημειώσεις

[*1] “Ο κήπος της Εδέμ”: Κατά νεότερες ανασκαφές εντοπίστηκε παρά τον Ευφράτη ποταμό.

[*2] “Όπως ένα παραμύθι”: Αδημοσίευτο διήγημα  της Μαρίας Πανούτσου, που ανήκει στην ενότητα Ασκήσεις Μνήμης.

[3] Λιμάνι  στον Περσικό Κόλπο.

[4]  Ο Ευφράτης είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της δυτικής Ασίας, με μήκος 2.720 χιλιόμετρα. Οι πηγές του τοποθετούνται στην περιοχή της Τουρκικής Αρμενίας. Αφού διέλθει από τα βουνά της Καππαδοκίας, Συρίας και Μεσοποταμίας, εκχύνεται στο Περσικό κόλπο.

Ο Ευφράτης, μαζί με τον Τίγρη, διασχίζουν και αρδεύουν τη Μεσοποταμία. Όταν πλησιάσει στη Βαγδάτη, ο Ευφράτης απέχει 35 χλμ. μόνο από τον Τίγρη. Ύστερα όμως οι δυο ποταμοί απομακρύνονται ολοένα. Τελικά ενώνουν τα νερά τους κοντά στη Βασόρα και αλλάζοντας ονομασία κι οι δυο μαζί, σχηματίζουν τον ποταμό Σατ – Έλ Αράμπ και στη συνέχεια, χύνεται στον Περσικό κόλπο.

Κυριότερες πόλεις χτισμένες κατά μήκος στις όχθες του Ευφράτη είναι: Ερζερούμ, Ενγκίν, Κιεμπάν, Ρακά, Ντεΐρ, Χιλλέ (κοντά στην αρχαία Βαβυλώνα). Γύρω από τον ποταμό είχαν ακμάσει πολλές εστίες του Ελληνισμού, κυρίως στους Ελληνιστικούς χρόνους. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Ευφράτη ως σύνορο της Αυτοκρατορίας τους στ’ ανατολικά αν και αργότερα τα όρια μεγάλωσαν. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας. Κοντά στον ποταμό αυτό σκοτώθηκε ο Ιουλιανός, ενώ πολλές φορές τον διέσχισε ο Ηράκλειος.

[5] Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός,  στις  Χίλιες και Mια Νύχτες,  ήταν από την Βασόρα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη