“Ο ιός”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Κάθεται μπροστά στο laptop έτοιμος ν’ αρχίσει την πληκτρολόγηση.

‘’Ευλογημένο και τούτο το μαραφέτι’’ σκέπτεται. “Πόσες δουλειές κάνει το ευλογημένο. Γράφεις, σβήνεις ό,τι δεν σου αρέσει ή ό,τι έκανες λάθος. Σημειωτέον ότι σου υποδεικνύει τα λάθη σου. Αποθηκεύει τα γραφτά σου, τα ανακαλείς όποτε τα θελήσεις. Ζητάς πληροφορίες και δεν ανατρέχεις σε λεξικά και εγκυκλοπαίδειες. Θα μου πεις ότι και αυτό το ψάξιμο είχε την ομορφάδα του. Κανείς δεν το αρνείται. Αλλά και ποιος μπορεί να υποτιμήσει την αστραπιαία πληροφόρηση επί παντός του επιστητού; Λεπτομερείς απαντήσεις στα ερωτήματά σου ων ουκ έστιν αριθμός… Έγκυρες και έγκαιρες. Αρκεί να μη του ζητήσεις μετάφραση από ξένη γλώσσα. Είναι αστείος ο τρόπος που μεταφράζει αυτόματα και αυτό είναι ένα μείον. Σίγουρα στο μέλλον θα βελτιωθεί και αυτό.’’

Αυτά σκεπτόταν ο Κωστής, έχοντας δίπλα του μια κούπα αχνιστό καφέ, ακούγοντας μουσική, με τα ακουστικά του, που και αυτή του προσφέρει το μηχάνημα που τόσην ώρα επαινεί και την προφέρει με στερεοφωνική ευκρίνεια και τελειότητα.

Πίνει μια γουλιά καφέ που του κατάκαψε τη γλώσσα έτσι καυτός που ήταν και αρχίζει το γράψιμο γεμάτος κέφι για κάτι καλό. Αλλά προτού το κάνει, λέει να ρίξει μια ματιά στα μηνύματά του και στον τοίχο του, όχι γιατί νοιάζεται και πολύ, αλλά μη του ξεφύγει κάτι σημαντικό ή μη διαρραγεί στη συνέχεια η επικεντρωμένη στα γραφτά του σκέψη.

Καλά και το σκέφτηκε. Γιατί να, που έχει μήνυμα από μια πολύ καλή του φίλη που του στέλνει να δει ένα ενδιαφέρον video. ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΕΙΠΑ; Τα αγαθά του Ισαάκ και το Αβραάμ αλλά σε τσόντα. ΟΧΙ πως τον Κωστή τον χάλαγαν οι τσόντες. Και ποιο είναι το αρσενικό που δηλώνει απαρέσκεια; Αλλά η φίλη του τόσο… προχώ; Δεν το βάζει ο νους του. Μωρέ μπράβο της. Μόνο που το κάθε τι στην ώρα του και η ώρα που η Καιτούλα του θα έρθει στο σπίτι αργεί πολύ και τι κάνουμε μέχρι τότε Κωστή; Αχ ‘’φίλη,’’ αχ ‘’φίλη,’’ κακό παιδί, φωτιές που άναψες στα… μπατζάκια μας. Να πάρει και είχε τόσο κέφι για γράψιμο ο συγγραφέας μας. Τώρα το κέφι του άλλαξε προσανατολισμό και ένταση.

Κτυπά το τηλέφωνο. Ώχου, αυτό τώρα του έλλειπε. Έτσι αναστατωμένος που είναι δεν έχει κέφι για κουβέντα. Όμως είναι κοινωνικό ον και σαν τέτοιο   δεν μπορεί παρά να σηκώσει το ακουστικό.

-Ρε συ Κωστή, ναι ρε ο Μάριος είμαι. Πού τα βρήκες αυτά τα κουλά; Εγώ έχω ολάκερη συλλογή και το ξέρεις, μα τόσο σκληρά και απίθανα, πρώτη μου φορά βλέπω. Με πήρε και ο Γιώργος, ανάστατος και δεν τον αδικώ, και μου είπε τα ίδια. Ωραία είναι ρε συ μεγάλε, αλλά η ώρα δύσκολη και εκ των πραγμάτων άλλα πράγματα θα μείνουν πίσω. Ας τα ανέβαζες λίγο αργότερα που θα είχαμε την παρέα μας. Τι γίνεται τώρα ρε συ; Δηλαδή γίνεται, αλλά να, δεν είναι και του γούστου μου. Καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό σε πήρα. Να σου πω ότι στην επόμενη ανάρτηση να το σκεφτείς καλύτερα. Εμάς δεν μας υπολογίζεις;

Ο Κωστής έμεινε κατάπληκτος με το ακουστικό στο χέρι. Δεν είχε αρθρώσει λέξη.

Το τηλέφωνο ξανά.

Η φίλη του η Νίκη εν εξάλλω καταστάσει διατελούσα.

-Κωστή μην πεις λέξη. Σε είχα για πιο φίνας  αισθητικής άτομο. Τι είναι τούτα που μου έστειλες; Σου είχα εγώ ποτέ πει ότι μου αρέσουν οι τσόντες; Όχι γιατί αν σου είπα και δεν το θυμάμαι αν μη τι άλλο υπενθύμισέ το μου για να πω ‘’καλά να τα πάθεις ανώμαλη, ε, ανώμαλη’’.

Δε μιλάς; Μα τι να πεις; Και πώς εγώ να εκλάβω τη σιωπή σου; Είναι μια ένοχη σιωπή ή αυτή μιας μετάνοιας; Κλείνω το τηλέφωνο και μόλις ανακτήσεις την χαμένη σου λαλιά που την έχασες για λόγους προφανείς (δεν ξέρω και τι ΑΚΡΙΒΩΣ κάνεις τούτη τη στιγμή…) με καλείς πίσω και μου εξηγείς τι ήταν αυτό που σε ώθησε να κάνεις αυτή τη φτηνιάρικη ανάρτηση.

Άντε γεια και… καλή δύναμη…

Από τη στιγμή αυτή και μετά, το τηλέφωνο του Κωστή δεν έπαψε να κτυπά αλλά και τα μηνύματά του πολύ περισσότερα από όσα παίρνει για ευχές Χριστούγεννα και γιορτές του. Αρκετοί φίλοι του ζητούσαν συγγνώμη αλλά όπως του είπαν ήταν αναγκασμένοι να διακόψουν την ‘’φιλία ‘’τους για να διακοπεί και ο πακτωλός, ο καταιγισμός των περιπαθών σκηνών που βλέπε-βλέπε και φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομος, ήρθε και ένας κορεσμός άνευ προηγουμένου…

‘’Δεν βαριέσαι. Όλα μια συνήθεια είναι.’’ Σκέφτηκε.

Άργησε να καταλάβει ότι το λατρεμένο του μηχάνημα το έπληξε ιός.

 Και πώς την θεραπεύουμε την ίωση αγαπητέ ;

Αλλαγή κωδικού αμέσως.

Είχε όμως και τα καλά της η ιστορία.

 Όταν ήταν μικρούλης συνεχώς έκλεβε τα γλυκά της μάνας του. Μια, δυο, τρείς, δέκα, το πράγμα χειροτέρευε σε στυλ βουλιμίας ένα πράγμα, οπότε ό πατέρας του τον ανάγκασε να φάει με το ζόρι ένα ταψάκι μπακλαβάδες. Ήρθε το πιτσιρίκι και έσκασε, λιγώθηκε, πρήστηκε, αηδίασε, σιχάθηκε και τέρμα η κλεψιά.

Ε, το ίδιο έγινε με τις τσόντες.

Μη δει τσόντα ξανά.

Μη δει σου λέω…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη