«Ο βασιλιάς», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Επανάσταση στη Χώρα του, πράγμα που ο Βασιλιάς δεν το περίμενε. Παρά τις μυστικές υπηρεσίες που διέθετε, δεν είχε καταφέρει να μάθει το παραμικρό που ίσως τον βοηθούσε να αποτραπεί η δυσμενής γι’ αυτόν εξέλιξη. Και έτσι, ενώ καθόταν στον θρόνο του και σχεδίαζε το κυνήγι της αλεπούς που οργάνωνε για τους φίλους του βασιλιάδες άλλων Χωρών, βρέθηκε διωκόμενος από χωρίου εις χωρίον, κρυπτόμενος από σπηλιά σε σπηλιά και από στάβλο σε αχυρώνα βάζοντας τη ζωή του σε πολύ πιο μεγάλο κίνδυνο από αυτόν που σχεδίαζε μέχρι πριν λίγο για την άμοιρη αλεπουδίτσα τού κεφιού και του hobby του.

Αν τα κατάφερνε να φτάσει μέχρι το επίνειο της μεγάλης του πόλης, ένα τεράστιο μέρος του κινδύνου που επικρέμονταν της κεφαλής του θα είχε αποσοβηθεί. Μέχρις ότου όμως να φτάσει εκεί, πολλά δεινά τον περίμεναν, Κατ’ αρχάς Χειμώνας και ο ρουχισμός που φορούσε πολύ ελαφρύς αφού δεν  βρήκε διόλου χρόνο να ρίξει πάνω του κάτι πιο κατάλληλο για το άγνωστο που εν πάση περιπτώσει ήταν παγερό, πολύ περισσότερο από ό,τι το φανταζόταν. Έτσι, καθώς σκαρφάλωνε στα κακοτράχαλα βουνά, κυνηγημένος από εχθρούς και φίλους, τουρτούριζε από την παγωνιά και αναρωτιόταν και ο ίδιος, πόσο πολύ ακόμη μπορούσε να αντέξει στο κυνηγητό του αυτό.

Πεινούσε και διψούσε, μα ευτυχώς ως προς αυτό το δεύτερο, φάνηκε τυχερός γιατί άρχισε να χιονίζει και με τα παγωμένα του χέρια έτρωγε λαίμαργα χούφτες χιόνι που τού φαίνονταν νοστιμότερες από τις κρεμ σαντιγύ που του έφτιαχνε ο chef ζαχαροπλάστης των ανακτόρων… Με την ενυδάτωση τού οργανισμού του ένιωσε να ανακτά κάποιες δυνάμεις. Και για ακόμη καλύτερη του τύχη διέκρινε από κάπου σχετικά κοντά, αν περνούσε και τον λόφο που βρισκόταν μπροστά του και που γλιστρούσε σαν γυαλί από τον πάγο που ήταν καλυμμένος, ενθαρρυντικό καπνό να βγαίνει σε πυκνά κύματα από το φουγάρο μιας καλύβας περίεργης, που μάλλον με μπανγκαλόου έμοιαζε. Υπολόγιζε ότι θα χρειαζόταν γύρω στις δύο ώρες να φτάσει στο ενθαρρυντικό σημείο, αλλά και τόσος τού φαινόταν και ο εναπομείνας χρόνος της όποιας αντοχής του πια.
Εξουθενωμένος, ξέπνοος σχεδόν, φτάνει στο καλύβι που του φάνηκε ό,τι ωραιότερο είχαν δει ποτέ τα μάτια του, και κτυπά την πόρτα σαν επαίτης, που και βέβαια ήταν, αυτός που από τα γεννοφάσκια του την επαιτεία σαν πράξη ούτε που την είχε ακουστά.

Από την καλύβα του βγαίνει ποιος άλλος ο μπαρμπα-Θωμάς με τ’ όνομα γνωστός και μη εξαιρετέος ακόμη και στα κοτρώνια που σκέπαζαν το μονοπάτι προς την καλύβα του. Στην καλύβα του ήταν ο αδιαφιλονίκητος αφέντης της με τρεις κατσίκες, πέντε – έξι πουλάδες κι έναν νεαρό γάιδαρο που κάθε άλλο από υπομονετικός ήταν όπως  συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται τούτα τα ζωντανά. Μια αιωνόβια ελιά του εξασφάλιζε τις ελίτσες του και το λάδι της χρονιάς, ήταν πλούσιος, τηρουμένων των αναλογιών, δεν ζητούσε άλλο τίποτα, από το να έχει σαν και τώρα, την υγειά του.

Χωρίς να αποκριθεί παρά μόνο με το βλέμμα του, κάνει χώρο στον επισκέπτη του να περάσει. Μαθημένος στον νόμο της σιωπής στρώνει μπροστά του μια κουρελού και σερβίρει μια κούπα αχνιστό κατσικίσιο γάλα. Από το φούρνο τον αυτοσχέδιό του μόλις είχε βγάλει το καλαμποκένιο του ψωμί η μυρουδιά του οποίου έκανε τα σάλια τού πεινασμένου Βασιλιά να τρέχουν από αδημονία να το γευτεί, από το οποίο κόβει ένα τεράστιο κομμάτι και το βάζει δίπλα στη αχνίζουσα κούπα. Πέντε – έξι αβγουλάκια βραστά και δυο χούφτες ελιές θρούμπες, που καμιά σχέση δεν έχουν με αυτές των σούπερ μάρκετ που δεν τρώγονται από το πολύ αλάτι που τους βάζουν για να διατηρούνται σε καλή κατάσταση, συμπλήρωσαν το προσφερόμενο γεύμα, που ο βασιλιάς δεν θυμόταν να είχε δοκιμάσει ποτέ κάτι πιο εύγευστο και θαυματουργό για την ανάκτηση των χαμένων του δυνάμεων. Και να μην παραλείψουμε να πούμε ότι το κατανάλωνε από την παραγωγή κατ’ ευθείαν, χωρίς να υπάρχουν οι γνωστοί στα παγκόσμια Ανάκτορα και Βασίλεια ‘’δοκιμαστές των τροφών’’ για τον φόβο δολοφονικής απόπειρας δηλητηριάσεως, ακόμη και την σήμερον, στον 21ο Αιώνα μ.Χ.!

Δεν είπε στο μπαρμπα-Θωμά το ποιος ήταν και εκείνος από την πλευρά του κατάλαβε ότι θα επρόκειτο για κάποιον μεγαλοαριστοκράτη αν έκρινε από τον ρουχισμό που ποτέ δεν έλαχε ξαναδεί να φορά άνθρωπος μεν, αλλά είχε ακούσει πώς ντύνεται αυτή η μικρή μερίδα Κόσμου.

Μετά την τριήμερη αναγκαστική νηστεία και το κυνηγητό της αγωνίας και του τρόμου, για πρώτη φορά ανέπνεε κανονικά και ένιωθε την ευγνωμοσύνη να τον κατακλύζει όχι μόνο για την προσφερόμενη φιλοξενία, αλλά και την διακριτικότητα ενός βοσκού με τρόπους γνήσιου  gentleman και όχι επαγγελματία αυλοκόλακα από αυτούς που δεν γίνονται ποτέ φίλοι.

Πού να φανταστεί ο Θωμάς, έτσι όπως τον έβλεπε καθισμένο, ότι είχε στα πόδια του κυριολεκτικά, τον μέγιστο πολίτη τούτης της Χώρας, αυτός ο έσχατος των εσχάτων.

Τα όμορφα λουστρινένια του παπούτσια από μέρες ήταν πια για πέταμα και τού πρόσφερε ένα ζευγάρι ζεστές μπότες με επένδυση δερμάτινη που για τον ίδιο ήταν too much αφού προτιμούσε τα τσαρούχια του πολύ περισσότερο. Θέμα συνήθειας και πρακτικής, ανάλογης με το περιβάλλον. Ανοίγει μία κασέλα και χωρίς να πει μιλιά βγάζει μια τσόχινη κάπα και του τη ρίχνει στην πλάτη. Ένα δάκρυ που δεν έλεγε να βγει, σκάλωσε στην γωνία των ματιών του βασιλιά οποίος χορτάτος και ζεστός έβλεπε το κίνδυνο που τον απειλούσε ναι μεν υπαρκτό αλλά αντιμετωπίσιμο. Με έναν από τους υπηκόους του να του προσφέρει την μέγιστη δυνατή βοήθεια, χωρίς να περιμένει κάποια ανταπόδοση για την πράξη του αυτή, ως είθισται στην Αυλή και τον κύκλο των μεγαλοσχημόνων συνεργατών και αυλικών και  λοιπών άχρηστων συνανθρώπων του. Και ο βασιλιάς το μόνο που μπορούσε επί του παρόντος να προσφέρει, ήταν η αμέριστη ευγνωμοσύνη του, ένα συναίσθημα πρωτόφαντο σε έναν άνθρωπο μαθημένο να παίρνει πάντα χωρίς καν να το ζητά γιατί έτσι όριζε η νομοτέλεια της δικής του ζωής και Τάξης.

Ο βασιλιάς ζήτησε κάπου να γείρει το κορμί του το αμάθητο στις κακουχίες που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και ο μπαρμπα-Θωμάς έστρωσε μπροστά στην πυροστιά μια φλοκάτη και του είπε:

«Ξεκουράσου όσο θέλεις και μη σκιάζεσαι. Εδώ μέσα αρχηγός είμαι εγώ και εσύ για εμένα ιερός φιλοξενούμενος, κανείς δεν θα σε βλάψει όσο είμαι εγώ ζωντανός».

Και ο βασιλιάς έγειρε να κοιμηθεί, χωρίς να φοβάται για μηχανορραφίες που θα εξυφαίνονταν πίσω από τις πλάτες του ή ακόμη και κανένα μαχαίρι να έβρισκε πρόσφορο έδαφος να τον βγάλει από τη μέση, όπως φοβούνται οι μεγάλοι με αξιώματα σαν τα δικά του, κακά τα ψέματα.

Ο ύπνος του ταραγμένος κα το παραμιλητό του συνεχές και αδιάλειπτο. Ξάφνου πετάχτηκε ορθός και μες την αγωνία του ρωτά το φτωχό βοσκό και σωτήρα του:

«Παραμιλούσα, ε; Είναι από τη μεγάλη μου κούραση. Κατάλαβες φαντάζομαι, ποιος είμαι;»

«Σωστά φαντάζεσαι βασιλιά μου μα αυτό δεν αλλάζει τίποτα από μέρους μου. Θα έκανα για εσένα ό,τι περνά από το χέρι μου, μακάρι να ήσουνα όχι ο βασιλιάς μα ο τελευταίος κυνηγημένος δούλος σου. Το ξαναλέω. Εδώ που ήρθες δεν πρόκειται να σε πειράξει μήτε άνθρωπος, μήτε ζώο μήτε ο Θεός ο ίδιος, όσο είμαι και εγώ ζωντανός. Συνέχισε τον ύπνο σου τον έχεις απόλυτη ανάγκη. Αργότερα ελπίζω να φανεί ο γιος μου ο Τάσος και θα σε πάει εκεί που θες».

Πράγματι  ο άρχοντας  έπεσε και πάλι στα στρωσίδια, ανήμπορος να σταθεί άλλο όρθιος. Και ήταν μιας τέτοιας άριστης ποιότητας ύπνος, που σιγά σιγά ανακτούσε τις χαμένες του δυνάμεις, άλλωστε δεν ήταν παρά ένας νεαρός άντρας και μάλιστα γυμνασμένος και θαρρετός. Εδώ ο μπαρμπα-Θωμάς είχε  τα τριπλά του χρόνια και το ‘λεγε η περδικούλα του. Ναι μα αυτός ήταν ένας γέρο αετός κι ο βασιλιάς του άμαθο σε κακουχίες αετόπουλο, μεγαλωμένο σε μετάξια και μαλάματα που για πρώτη φορά αντίκριζε βουνό στην αγριάδα του και καταχείμωνο.

Ξύπνησε από την μυρουδιά του φρεσκοψημένου καφέ. Τεντώθηκε με αγαλλίαση νιώθοντας ανάλαφρος σαν πουλάκι. Κάθισε δίπλα στο γέροντα και απόλαυσε μαζί του μια ανατολή, που γι’ αυτήν αν γνώριζε κάτι ήταν από τα παραμύθια της νταντάς του και τα παιδικά του βιβλία. Ζωντανά ήταν η πρώτη φορά που γινόταν κοινωνός αυτού του ανεπανάληπτου θεάματος της φύσης. Μαγεμένος και σχεδόν δακρυσμένος, ευχαρίστησε ακόμη μια φορά τον Θωμά. Να γιατί μπορεί κανείς να είναι ακόμη και ευτυχής με τόσο λίγα πράγματα. Πώς πληρώνεται η ευτυχία; Μα η ευτυχία δεν πληρώνεται, σου χαρίζεται, μόνο που δεν το συνειδητοποιείς όσο τη ζεις.

Πλύθηκε με ζεστό από την πυροστιά νεράκι, όσο τον έπαιρνε, έφαγε ένα απίστευτα δυναμωτικό πρόγευμα ικανό να αναστήσει και νεκρό που λένε και βγήκε από την καλύβα να θαυμάσει το βουνό που είχε και αυτό ξυπνήσει από ώρα αν έκρινε από τα πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο με τα τιτιβίσματά τους  πάνω στην γέρικη ελιά.

«Άρχοντά μου γρήγορα, μέσα στο βάθος της καλύβας που είναι σκοτάδι. Έρχονται καβαλαραίοι και είναι πολλοί».

Κατάπληκτος ο βασιλιάς στήνει αυτί, μα τίποτα δεν ακούει. Μπαίνει όμως μέσα, ο γέροντας κάτι περισσότερο θα ξέρει. Δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνιση  τους οι καβαλαραίοι που προείπε ο μπαρμπα-Θωμάς. Ήταν του βασιλικού ιππικού και φως φανάρι  έψαχναν για τον φυγάδα, όχι για το καλό του βέβαια, το καταλάβαινες από τον τρόπο τους. Και να σκεφτεί κανείς, ότι είχαν δώσει βαρύ όρκο ενώπιον Θεού και ανθρώπων να προστατεύουν τον Ανώτατο  Άρχοντα εν ανάγκη θυσιάζοντας εαυτούς!!! Όρκοι και νόμοι φτιαγμένοι με τα ίδια φτηνά υλικά της καταπάτησης και της προδοσίας για να  απαξιώνονται με ευκολία.

«Κανένας ξένος από τα μέρη σου παππούλη;»

«Ναι, ο κυρ αετός με την αετίνα του. Τους είχα χθες το τραπέζι».

«Χα! Χα!  Χα! Γούστο έχεις. Αν κάποιον δεις να έρχεται κουρελής και ζητιάνος σφύρα μας θα έρθουμε εμείς να τον περιποιηθούμε όπως του αξίζει του άτιμου».

«Μείνετε ήσυχοι λεβέντες μου. Μόλις πω ‘’ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει’’ ορμάτε εσείς και τον τσακώνετε τον ανθρωπάκο…»

Η καρδιά του βασιλιά έτοιμη να σπάσει.  Ε, δεν είναι και λίγο να βλέπεις το μέχρι πρότινος πιστό και ορκισμένο ιππικό σου να σε κυνηγάει σε όρη και σε βουνά σαν να ήσουν ο μεγάλος του εχθρός…

«Μην πικραίνεσαι Άρχοντά μου, έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Του έκανες καλό; Με το κακό θα σου το ανταποδώσει.  Του έκανες κακό;  Ίσως και να σε υπολογίσει περισσότερο. Άστο, μην το ψάχνεις. Ιδίως εσείς οι μεγάλοι που κρατάτε στα χέρια σας τις τύχες των λαών σας, είστε αλλόκοτοι άνθρωποι νομίζω, δεν σας κατάλαβα ποτέ. Γι΄ αυτό και εγώ πήρα των ομματιών μου που λένε και ζω παρέα με τα ζωντανά μου. Ξέρω δεν θα με  προδώσουν ποτέ, εγώ θα τα προδώσω μια μέρα που πια δεν θα τα χρειάζομαι ή θα έχουν γεράσει. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Δυστυχώς η θεά φύση είναι καλή, αλλά και απίστευτα σκληρή, απλώνει παντού Καιάδες».

Σε λίγο θα έρθει ο Τάσος μου. Θα σε πάει ακριβώς εκεί που θες. Πάρτε από ένα παγούρι ζεστό κόκκινο κρασί να σας ζεσταίνει τα μέσα. Κι όταν με το καλό φτάσεις ασφαλής και ωραίος, βρες έναν τρόπο να  με ενημερώσεις ότι όλα καλά»…

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που αντάλλαξαν βασιλιάς και βοσκός, σε εκείνο το περίεργο ορεινό χωριό με τον ένα και μοναδικό κάτοικό του.

*

Τα χρόνια πέρασαν, ο βασιλιάς ξαναγύρισε στον τόπο του όχι σαν βασιλιάς αλλά σαν ένας απλός πολίτης και δεν ξέρουμε αν ποτέ ενημέρωσε για την όλη κατάσταση τον μπάρμπα-Θωμά, εκεί στην ονειρεμένη του καλύβα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη