Όλα τα όρια που είχα σαν άνθρωπος τα έχω ξεπεράσει.
Όταν οι άλλοι κατεβάζουν τα μάτια μπροστά σε δυο μάτια δακρυσμένα που σου λένε την αλήθεια, δεν θέλουν να ξέρουν. Μόνο αυτοί που μπορούν να σε κοιτάζουν στα δακρυσμένα σου μάτια, μπορούν ακόμα να σου μιλούν.
Οι άλλοι, χάθηκαν μέσα στην ψευτιά της δικαιολογίας της στιγμής τους, της μακράς και εθελούσιας απουσίας τους, στη τσιγκουνιά τους να δίνουν λίγο περισσότερο, στον φόβο μη και στερέψει η άδεια τους καρδιά! Επέλεξαν τη σιωπή. Δεν έχει ευθύνες.
Αγάπησα τόσο τις λέξεις! Λούφαξα στην παρηγορητική ζεστασιά τους , με τον ίδιο τρόπο που τα παγωμένα μου χέρια γύρεψαν το χάδι, ή η μοναχική και βαθύτερη σκέψη μου την κατανόηση. Βάρκα χωρίς θάλασσα αφημένη στην άκρη στη θάλασσα να σαπίζει , βάρκα δεν είναι!
Κρεμάστηκα από πάνω τους με την απελπισία της ανάγκης του μοιράσματος, κι η μεγαλύτερη αμαρτία μου είναι που αξιώθηκα την αγάπη. Την έντυσα γιορτινά, τη φρόντισα, την ονομάτισα δικιά μου, θαρρείς κι ορίζεται η αγάπη με τίτλους κατοχής, την τίμησα στο βάθος του χρόνου, όπως και τις λέξεις. Με τον ίδιο τρόπο! Σαν να φτιάχτηκαν μόνο για μένα!
Σκέφτομαι πως αν μια μέρα, ο Θεός μου πάρει τις λέξεις δεν θα προλάβω να βρω άλλον τρόπο να υπάρχω. Αν ήταν μόνο τα μάτια ή τ’ αγγίγματα να μιλούν τα λόγια, λες θ’ ακούγονταν πιο δυνατά οι ψυχές; Τα κελαηδίσματα των πουλιών; Τα χαμόγελο; Το κλάμα; Το σκάψιμο τη γης; Το όργωμα της θάλασσας; Ο παφλασμός των κυμάτων; Το πλατάγισμα των φτερών;
Όταν τελειώνουν οι λέξεις, ησυχάζει ένας άνθρωπος;
Αφήστε το σχόλιο σας