«Μυρσίνη η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

(Σανίδωσέ το Du- κάτι σου το κέρατό μου! Βάλε ρε λίγο ψυχή! Μίλα, ρε! Τι σου ζητάνε; Ξεπέρασε τη σιωπή σου.  Βάλε  λίγο συναίσθημα. Οι λέξεις  είναι καράβια. Ταξιδεύεις ρε μαζί τους μια ζωή! )

-«Λοιπόν, πώς σου άρεσε το φαγητό σήμερα;»

Γελάκι υπόκωφο η πρώτη σιωπηλή απάντηση. Τρία λεπτά ανάμεσα σε μακροβούτια στο σύνολο των λέξεων και τελική επιλογή το «ζόνγκ» όπερ και σήμαινε, «συγγνώμη,  χάσατε».

-«Σου είπα, δεν σου είπα; Τα γεμιστά καλά.»

-«Κι οι μελιτζάνες παπουτσάκια;»

-«Τόσο καλές που είπα πως κάποιος άλλος τις μαγείρεψε.»

(Τι λες, ρε παπαρόσχημα; Και την κοιλούμπα επί τόσα χρόνια, αέρα την γέμιζες;)

Η Μυρσίνη ορκίστηκε μέσα της πως παπουτσάκια θα έκανε το ταψί να  τα δει ξανά για  αιώνες! Τουλάχιστον μαγειρεμένα από εκείνην.  Αφού,  λογικά, κι αυτό θα είχε εκπλαγεί! Να γεμίζει τον κόσμο εκπλήξεις; Σαν τις αφοδεύσεις του σκύλου της; Δεν θέλει άλλες. Έχει τριγύρω πολλές.  Με τέτοιες αντιδράσεις ο κατάλογος των  πιθανών επιλογών φαγητού, μειωνόταν καθημερινά.  Μαγείρευε η καλή σου μπριζόλες, πατάτες, τζατζικάκι και πιτούλες, να «πιάσει» όλα τα γούστα, σαν επαρχιακό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, κι ο καλός της τηγάνιζε και συκωτάκι. Εδώ κολλάει το απόσπασμα από το ανεκδοτάκι: «Το γαμάς ή όχι, κύριε Πρόεδρε;»

Κι άρχισε το Μυρσινάκι την αποψίλωση και τελειωμό δεν είχε!

Τις Δευτέρες ραντεβού σε κομμωτήρια και νυχάδικα αποκλειόταν, καθώς τα τελευταία χρόνια και τα δύο πολυσύχναστα εντευκτήρια παρέμεναν κλειστά. Ένεκα που όλες το μαλλί το είχαν φτιάξει Παρασκευή ή Σάββατο και «κρατούσε» ακόμη. Όσο για το νύχι, με την καινούρια βερσιόν του «ημι-μόνιμου», στοίχιζε το κατιτίς του παραπάνω, αλλά, κρατούσε τη βδομαδούλα του. Εάν, βεβαίως, η κυρά δεν το έβρεχε συνέχεια, δεν έτριβε τα ταψιά, δεν άσπριζε του μαντρότοιχους, δεν ασχολείτο γενικώς με τίποτα που θα μπορούσε να το αλλοιώσει ή να το γδάρει.

«Αχ! Κοίτα τώρα! Μου έσπασε το νυχάκι μου! Και πώς θα μπορέσει η κοπελίτσα να μου φτιάξει ξανά «γαλλικό», δεν ξέρω! Κοίτα, μωρέ! Άδικο! Και τα πρόσεχα τόσο!»

Άρα, την Τρίτη ή Τετάρτη, ραντεβού στα νυχάδικα. ( Άλλο νυχάδικα, άλλο Λαδάδικα, μην μπερδεύεστε!)  Το απόγευμα την Τρίτη, μια βόλτα στα μαγαζιά, γιατί η ενημέρωση με τα χρώματα και τα στυλ κανέναν δεν έβλαψε! Μπα! Μόνο ενημέρωση; Κι αν τύχαινε, λέμε τώρα, να της πήγαινε πολύ το χρωματάκι και να τόνιζε την σκιά των ματιών περισσότερο, να αρνείτο την συμβολή της στην αισθητική του κόσμου τούτου; Επιβάλετο  η ενεργός συμμετοχή στα κοινά! Η όλη αυτή θεώρηση, ουχί τυχαία, καθιστούσε «πολιτική» θεώρηση και άποψη. Να μην θεωρηθεί δε καθόλου αχρείαστη η αναφορά στην ουσιαστική και αποτελεσματική βοήθεια  των επισκέψεων αυτών,  στην αντιμετώπιση πασών των μορφών καταθλίψεων και ψυχολογικών ασταθειών… Με τη βούλα εκατοντάδων ψυχολόγων, ψυχιάτρων και συναφών ειδικοτήτων! Πέρα από την συντήρηση του ισοζυγίου της αγοράς… να ρέει το χρήμα, να κινείται κάτι, ρε αδερφέ…

Ο Μιχαλάκης είχε, και ψέματα δεν λέμε, όλο το θαλασσινό βασίλειο σε οστρακοειδή στις τσέπες του. Έκανε να χώσει μέσα το χεράκι, απαλό, άσπρο, ακατέργαστο κι αβασάνιστο, φροντισμένο με τη Νιβεούλα του και τα λοιπά του, κι έβγαινε το κακομοιρούλικο κι αυτό, τσιμπημένο από τα καβούρια που ζούσαν εκεί! Κάτσε ρε, λιγάκι, θα βγει κι ο αστακός, πού  θα πάει;

-«Αγάπη μου! Έχει μια προσφορά στης ‘Καιτούλας’,  χέρια- πόδια, αντί για τριάντα είκοσι- πέντε. Τις Τετάρτες μόνο. Θα μου δώσεις να πάω να τα φτιάξω;»

-«θα δούμε, ρε Μυρσίνη! Κάτσε να έρθει η Τετάρτη με το καλό και θα δούμε.»

(Τι θα δούμε, ρε αρχιτσιγγούναρε; Τι; Αν βρέχει; Τραχανά θα απλώσουμε;)

-«Έλεγα, μήπως και τα κατάφερνες γιατί έχουμε και τον γάμο, θες να με κοιτάζουν όλοι στα χέρια και να λένε, κοίτα μωρέ, δεν την φροντίζει καθόλου αυτός ο Μιχάλης τη γυναίκα του! Ύστερα, είπες θα πάμε, ε; Δεν σου τηλεφώνησε κι η μαμά σου, κι έχει ήδη στείλει λεφτά για το δώρο για λογαριασμό μας; Ε, εσύ τα λιγότερα θα δώσεις… Μετά, μας έχουν καλεσμένους και στο τραπέζι, πώς θα πάμε, χωρίς νύχι φτιαγμένο εγώ, μια κυρία, κι εσύ χωρίς γραβάτα;»

 Πού κολλούσε η γραβάτα, ρωτήστε την κι εγώ δεν ξέρω!

Το  πένθος-πένθος αλλά κι η υποχρέωση-υποχρέωση! Η «μητέρα» ήταν σωστή σε αυτά!  «Είχε έρθει όλη η οικογένεια στον γάμο σας, οφείλετε να ανταποδώσετε την τιμή! Εντάξει, μην χορέψετε, αλλά το ότι πρέπει να παρευρεθείτε είναι απλά το σωστό. Νομίζω, δηλαδή… Κι εσύ, Μυρσίνη, κοίτα, μην φορέσεις πάλι την πουκαμίσα που φορούσες σαν δεύτερο νυφικό στον γάμο σου! Να θυμάσαι τι φοράς και πού, γιατί ο κόσμος  μάτια έχει και βλέπει, στόμα έχει και μιλάει. Μη λέει πως ο γιος μου δεν είναι σωστός οικογενειάρχης και σύζυγος!»

Για να υπάρξει δικαιοσύνη σε αυτόν τον ψεύτη ντουνιά, το Μυρσινάκι φορούσε μία μεταξωτή, ολομέταξη μπλούζα ραμμένη όπως και το νυφικό της σε μοδίστρα. Για να μην επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό την είχε φορέσει σε δυο γάμους ακόμα.  Ο Ζαρατούστρα ήταν και παρατηρητικός! Τι σκατά; Φιλόσοφος της Λούτσας θα ήταν; Δεν ήξερε, η Μυρσίνη, τέτοιο ζώον κι αυτή,  πως έπρεπε να ακολουθεί το αγγλικό πρωτόκωλο, κι επίτηδες το γράφω έτσι, γιατί αυτό μου είπε να γράψω και να μην ξαναφορέσει ΠΟΤΕ το ίδιο φόρεμα.

Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Το δεξί, το καλό της πάτημα στις παραινέσεις της μητρός, πάτησε η Μυρσίνη και τσούπ, νάτος  κι ο αστακός!

-«Καλά λέει  η μάνα σου, αγάπη μου! Και μου είπε η Καιτούλα πως ειδικά για μένα, το Σάββατο που θα πάω να μου φτιάξει και το μαλλί, τιμής ένεκεν, καθότι την Τετάρτη θα πάω και για το νύχι, είκοσι ευρώ μόνο θα μου πάρει!»

Ευτυχώς, ανάνηψη δεν χρειάστηκε. Η σούμα, προς το παρόν, σαράντα- πέντε, άντε πενήντα, και το πεντόευρο θα στο φέρω πίσω..

Ο Μιχαλάκης με το τσίμπημα που ένιωσε στο δεξί χεράκι ψάχνοντας στο συρταράκι, εκεί που έκρυβε τα χαρτζιλίκια του, τα χρειάστηκε! Θα ξόδευε και από το Betadine!  Έλα, όμως που είχε πιαστεί σε συμπληγάδες πέτρες! Από τη μια η «σοφή» ( μια κλανίτσα μάς έφευγε όταν σκεφτόμαστε να πράξουμε άλλως από το πώς όριζε η μητέρα, δεν ξέρουμε αν προχωρούσε το πράγμα κι άλλο), κι από την άλλη η υπόκωφη φαντασίωση που ελλόχευε σε άπαντα τον ανδρικό πληθυσμό: Άλλο το εργαλείο σου να το χειρίζεται, να πούμε, ένα τραχύ, χωρίς κρεμούλα χεράκι, κι άλλο να σκέφτεσαι και να κρυφοκοιτάζεις και να φτιάχνεσαι ρε παιδί μου, ένα απαλό, φωτεινό, με καλοφτιαγμένα νυχάκια χεράκι! Να παραμυθιάζεσαι κι εσύ πως πας με ένα έμπειρο εικοσιτετράχρονο και πολύ λέμε! Αν ο μήνας είχε τη σωστή ημερομηνία κι είχε περάσει και το απαραίτητο τρίμηνο, γιατί αυτή η εργασία απαιτούσε κόπο και μόχθο, εξωγήινος να παίζει καθημερινά με την ενός τετάρτου καταστολή της βαρύτητας δεν ήταν, α πα πα πα! Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα λέμε!

Για αυτή τη βδομάδα, η Μυρσίνη τα είχε σχεδιάσει καλά. Η Πέμπτη κι η Παρασκευή της έμεναν, αλλά είχε και να φροντίσει και για τα παιδιά της. Τι; Υπήρχε επιτακτική ανάγκη για ανανέωση του σωληναρίου μέικ-απ! Το θέμα απαιτούσε ενδελεχή και άοκνη έρευνα αγοράς. Έπρεπε, πάση θυσία, στη βραδινή  αναφορά- αίτηση προς αντικατάσταση του προϊόντος  να είναι ικανή να παρουσιάσει έναν λεπτομερή κατάλογο των προσφερομένων όχι σε αλφαβητική σειρά, αλλά σε σχέση ποιότητος και τιμής! Η αλήθεια είναι, και το παραδέχεστε όλοι, πως μόνο όταν χρησιμοποιήσεις ένα προϊόν  για αρκετό καιρό μπορείς με ασφάλεια να μιλήσεις για τα υπέρ και τα κατά του, ο χρόνος πάντα η καθοριστική συνιστώσα, εφόσον σου δίνεται, ε;  Γάμος και τα παραλειπόμενα κι εγώ δεν βωμολοχώ, χωρίς  μεϊκάπια, γίνεται; Δεν γίνεται!

-«Άρα; Για να μην ξοδευόμαστε και στα εισιτήρια, αγάπη μου, την Πέμπτη θα κοιτάξουμε με το παιδί και για παπούτσια.»

-«Γιατί, φουστάνι θα φορέσει; Στον προηγούμενο που είχαμε πάει, τι είχε φορέσει; Δεν γίνεται να φορέσει τα ίδια;»

-«Ναι, αν κάνουμε μερικές μετατροπές…»

-«Α, μπράβο! Τι είδους;»

-«Έλα μωρέ! Θα τα πάω στον τσαγκάρη, θα του πω να τα κόψει λίγο από μπροστά, θα κόψει και το παιδί τα νύχια του, θα χαλάσει και λιγότερο μανό, πόσα θα μας στοιχίσει;»

Κι άρχισε να γελάει, ένα κελαρυστό, πηγαίο γέλιο που έκρυβε μέσα του όλη την ανυπομονησία του ποταμού να ενωθεί με τη θάλασσα, γιατί γέλιο και δάκρυ συναντιούνται, ή όχι; Κι άρχισαν δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της, δάκρυα ποτισμένα γέλιο…

Τις επόμενες εβδομάδες της ζωής της θα τις έπαιρνε σιγά-σιγά. Τα νυχάκια για να τα απαλλάξει από το μανό,  θα τα έξυνε από μόνη της τις μέρες που δεν θα ταξίδευε τα βήματά της πότε σε έρευνες αγοράς, πότε σε πάρκα τριγύρω, πότε σε εκθέσεις ζωγραφικής, συναυλίες με χαμηλό εισιτήριο, αφιερώματα σε ποιητές και λογοτέχνες…

Άλλη, απόκοσμη ετούτη η τσαπερδόνα η Μυρσίνη. Έπαιζε στη ζωή με τους κανόνες των άλλων, έτσι τους άφηνε να πιστεύουν. Τη ζωή, μάνα μου, έτσι την κουλαντρίζεις… Το άι-σιχτίρ το λες στα Σουηδικά! Άντε και για χάρη του πρωτοκώλου, που λέει κι η Μυρσίνη, στα Αγγλικά! Για να κατανοείται ευκολότερα!

Οι κελαρυστές τσαπερδόνες είναι οι πιο γνήσιες…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη