“Μπουμπού”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[Όνομα βάπτισης: Τριανταφυλλιά]

 

«Μπου»,  έκανε αργά μεσημέρι ένα μικρό μαυριδερό πλασματάκι στον κόσμο, παρά την ώρα των ανθρώπων, στην ώρα που ήθελε ο Θεός, εξίμησι μηνών, ένα διακόσια πενήντα, ένα πρόσωπο όλο μάτια. Στη θερμοκοιτίδα ολάνοιχτα κοίταζαν, τα χέρια σε άτακτες κινήσεις, βρεφικές, έψαχναν ν’ αγκαλιάσουν κομμάτι από έναν τέλειο κόσμο, σιγουρεμένα ακόμη  από την ασφάλεια του περιορισμένου χώρου της μήτρας.

Από τότε, όλο έτρεχε να προφτάσει. Μην και προλάβει ο χρόνος, μην και περάσει. Τις ώρες που οι άλλοι διάλεγαν ν’ αφεθούν στη σιωπή, τυλιγμένοι το πέπλο του ύπνου, εκείνη καθόταν ανακούρκουδα και παραφυλούσε να περάσει το σαμιαμίδι, να το πιάσει, να το ρωτήσει τι;

Αργότερα, πιο μεγάλη, καθόταν και παρατηρούσε το περπάτημα, το λίκνισμα μιας όμορφης μικρής  που ανυπομονούσε την επιβράβευση, το στοχευόμενο και διαπεραστικό μάτι των ανδρών στο πέρασμά της, τη χοντρουλή κυρία, ένας  ξέχειλος πωπός, αμάνικο κίτρινο φωσφοριζέ μπλουζάκι κι από πίσω ο σύζυξ  να προστατεύει τα νώτα, με τη χαρακτηριστική, ξέχειλη επίσης, κοιλιά, τι ν’ αγκαλιάσεις από αυτές τις χερσονήσους;

Κι εσύ, ρε πολυκαιρισμένε νεανίσκε, με μια υποψία μαγκιάς στο περπάτημα, ένεκα της μικρής ροπής του σώματος προς τα μπρος που φέρνει ο χρόνος -σαν και δεν έφτανε η βαρύτητα!-  τι το θες αυτό το λιγδιασμένο γκρι κοτσίδι να χοροπηδάει στην άκρη του κεφαλιού σου, ένα απομεινάρι απ’ τα Ορλωφικά, σαν αποτυχημένη επανάσταση;

«Μπου»  της είχε κάνει μια μέρα ο έρως και τη χτύπησε εκεί που χτυπάει πάντα, ανάμεσα στα μάτια. Δεν είχε, όμως, αντίκρισμα. Ίσως, οι πιο δυνατοί, να μένουν μόνο εκεί, σφηνωμένοι. Πέρασαν χρόνια φιλότιμης και επίπονης προσπάθειας να εντάξει τον εαυτό της στην αναίμακτη κύλιση της ζωής. Γιατί ο έρωτας, αλίμονο, σου δίνει αυτόν τον ψεύτικο «αέρα» της υπεροχής. Του «χα, χα, χα, γατάκια!». Νομίζεις πως βγαίνεις από το χρόνο, ξεχωρίζεις από τη μάζα, αντέχεις τα πάντα, απλά και μόνο γιατί η ομορφιά του ακόμα και μέσα στην απόρριψη, σ’ ανεβάζει ένα σκαλί πιο πάνω από τα τετριμμένα και  στις ωμοπλάτες σου ίσως, φορές-φορές , ν’ ανεμίζουν  φτερά!

Από μπου σε μπου κυλούσαν οι μέρες και τα χρόνια. «Μπου!»  της έκανε τώρα η μικρή της κοιτάζοντάς την στα μάτια, ένα «μπου» ίσο με χίλια «σε αγαπώ». Ίσο με χίλιους  κόσμους.

Κι ήτανε τόσο λύτρωση αυτό! Γιατί τα χρόνια, καρδιά μου, δεν κυλάνε έτσι απλά!

Είχε ακούσει πολλά «μπου» ως τα τώρα. Μερικά απ’ αυτά την είχαν καταστήσει ένα μικρό λεκέ στο πάτωμα της ζωής. Όταν ζωή, όπως τη λογιάζουμε οι ζωντανοί, δεν είχε πια για ανθρώπους της. Όταν σου κάνει «μπου» ο θάνατος και σου λέει: «Πού ‘σαι; Είμαι κι εγώ εδώ», αρχικά μαζεύεις τα λερωμένα σου βρακιά, ύστερα κλαις, μετά παγώνεις  και μετά, συνειδητοποιώντας την ανημποριά σου να κάνεις οτιδήποτε άλλο παρά ν’ αποδεχτείς, αρχίζεις να μαζεύεις τα σκόρπια κομμάτια.

«Κι ήθελα τόσο τη ζωή να κυλάει απαλά, σα στρωμένο Κυριακάτικο τραπέζι στο σπίτι  της γιαγιάς, λουλακιασμένο τραπεζομάντηλο και λαχταριστές τηγανητές πατάτες!

Κι ήθελα τόσο την αιωνιότητα μες τις στιγμές! Το  απαλό άγγιγμά τους! Κι ας ήξερα πως πίσω τους κρυβόταν  -πάντα-  ένα «μπου!». Κι ας αγωνιούσα για το τέλος. Πίστευα πως υπάρχει  ένας τρόπος, ένας χρόνος, ένας τόπος, να ησυχάζουν οι άνθρωποι στη ζωή κι αυτό όχι εξ’ ανάγκης, λόγω γηρατειών ή  ανημποριάς!»

Στ’ αλήθεια, από μπου σε μπου κυλάει ο χρόνος. Κι ας νομίζουμε ήσυχα. Ψευδαίσθηση, ψεύτικο όνειρο η ησυχία. Σαν την ισορροπία. Η γη γυρίζει τρελά κι εμείς νομίζουμε πως πάμε ίσια! Τριγύρω Κυριακή και κει που την τρώμε την κατραπακιά, Σάββατο! Χα, χα, χα!

Ναι, μάλιστα! «Μπου, μπου, μπου». Μπουμπούκια!

Είχε πετάξει από πάνω της τα λέπια του ονείρου. Της σιγουριάς που ζητούσε.  Ύστερα, να κάθεσαι να ονειρεύεσαι  με μάτια ανοιχτά, ειδικά όταν σ’ αυτό σου τ’ όνειρο βολεύονται καμπόσοι, αμαρτία! Η μεγαλύτερη προσβολή στη ζωή -και το ήξερε πια- είναι να τη ζεις πάνω σε συννεφάκια. Με τα μάτια κλειστά.

«Σταράτα λόγια, μάγκες! Ίσιες ματιές. Να τρυπάνε το εξώφυλλο. Να μιλάνε αλήθεια!».

Τα μπουμπούκια στην κυρία από μένα!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη