«Μπλαζέ», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Η Μίνα ζούσε στο μεγάλο σπίτι μόνη της από τότε που έπαψε να  μοιράζεται τόσο αυτό, όσο και το ενοίκιό του, με τη Ρίτα, την κολλητή της, τρία χρόνια πριν. Και ενώ τα οικονομικά της δεν είχαν καθόλου  καλυτερεύσει, δε θέλησε να έχει την πολυτέλεια του μοιράσματος του  ενοικίου στα δυο, με άλλη συγκάτοικο, για λόγους καθαρά συναισθηματικούς. Όχι πως περίμενε θεαματική αλλαγή του σκηνικού, όπως δηλαδή να ερχόταν η Ρίτα ξανά να τα μοιραστούν όλα, γιατί ήξερε ότι είχε φύγει για τα καλά και έμενε στο εξωτερικό, και πιο εξωτερικό από την Βραζιλία γινόταν; Αμ δεν γινόταν.

 Έφυγε, αφήνοντας το βιος της όλο, σαν να επρόκειτο για μια πρόσκαιρη απουσία και δεν είπε τίποτα στη φίλη της που δεν ήξερε και πώς να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Να χαρίσει τα πράγματα της Ρίτας; Να τα πουλήσει όσο-όσο σε κανέναν παλιατζή και τα χρήματα να τα καταθέσει σε έναν λογαριασμό που θα άνοιγε στο όνομα εκείνης; Είχε αυτό το δικαίωμα; Τον πρώτο χρόνο βρέθηκε σε αδιέξοδο. Από εκεί όμως κα μετά, συνήθισε στην ιδέα της ιδιότυπης συνύπαρξης χωρίς παρουσία. Μια φορά στους δύο μήνες, η γυναίκα που φρόντιζε και το σπίτι της Μίνας φρεσκάριζε και το ακατοίκητο με τους λοιπούς κοινούς χώρους. Κλείδωνε μετά τα δωμάτια και πορευόταν στην ζωή.

Αναρωτήθηκε πολλές φορές τι θα γινόταν αν η ίδια μετακόμιζε για διαφόρους λόγους με κυριότερον αυτόν   της παντρειάς. Περνούσε από το   σκεπτικό της η ιδέα, αλλά την μετέθετε στα κιτάπια του μυαλού όλο για αργότερα, μα αργότερα, σαν κάτι να την εμπόδιζε να ξεφορτωθεί την άτυπη παρουσία της πρώην κολλητής της. Έδινε ας πούμε μία προθεσμία 2-3 μηνών, και όταν ο χρόνος περνούσε ανανέωνε απλά την προθεσμία. Και έτσι με τούτα και με εκείνα, πέρασαν κιόλας ολόκληρα τρία χρόνια. Η Ρίτα άφαντη. Θαρρείς και άνοιξε η γη και την κατάπιε, που και αυτό περνούσε από το μυαλό της μη και είχε τελικά συμβεί.

Άλλες πάλι φορές θύμωνε. Αν ήταν καλά και απλά δεν έκανε καν τον κόπο  να την ενημερώσει, ήταν σωστό; Τόσα πράγματα είχαν μοιραστεί οι δύο  τους και αν μη τι άλλο μία ενημέρωση την δικαιούταν η Μίνα, δεν είν’ έτσι; Την θεωρούσε δικό της άνθρωπο και οι δικοί άνθρωποι δεν εξαφανίζονται έτσι, έλεγε. Στενοχωριόταν, αλλά ποιος να της δώσει απάντηση στα τόσα ΓΙΑΤΙ  που την βασάνιζαν.

Και ο  καιρός  περνούσε, όταν ένα μεσημέρι, για την ακρίβεια νωρίς το απομεσήμερο, μπαίνοντας στο σπίτι της μετά το γραφείο, κοκαλώνει. Αμυδρά στην ατμόσφαιρα το άρωμα της Ρίτας. Θα το ξεχώριζε ανάμεσα από δεκάδες άλλα αρώματα. Αποκλείεται να έκανε λάθος. Ήταν το άρωμα της Ρίτας που δεν το άλλαξε ποτέ από όταν το πρώτο-δοκίμασε. Το σήμα κατατεθέν της, ο δεύτερος εαυτός της, άρωμα ΜΠΛΑΖΕ και ΡΙΤΑ έννοιες συνυφασμένες.

Μεν ανείπωτη χαρά και προσδοκία τρέχει στα κλειστά δωμάτια αλλά φευ, τα δωμάτια καλά κλειδωμένα όπως πάντα. Άλλο ίχνος της παρουσίας του κοριτσιού πουθενά και μόνο η ανεπαίσθητη μυρωδιά του Μπλαζέ πλανιόταν  στην ατμόσφαιρα.

“Ώρες είναι να έχω αρχίσει και τις παραισθήσεις. Γιατί όχι; Όπως υπάρχουν   οπτικά ξεγελάσματα υπάρχουν και αυτά της όσμωσης, απόρροια μιας μοναξιάς ίσως, ή και ένα μεταφυσικό μήνυμα από αυτά που πρόσφατα μου  συμβαίνουν συχνά πυκνά;”

Κάθισε να φάει ανόρεκτα και λίγο πριν πάει για την μεσημβρινή της ολιγόλεπτη σιέστα, βάζει να ακούσει τις ειδήσεις.

Τα συνηθισμένα. Απεργιακές κινητοποιήσεις και στην μακρινή Βραζιλία, και σκασίλα της. Έλα όμως που εκεί μπροστά της στη μικρή οθόνη, πόζαρε το Ριτάκι κρατώντας ένα πανό και κάτι φώναζε ωρυόμενη χωρίς η Μίνα βέβαια  να καταλαβαίνει Χριστό.

Συμπέρασμα 1ον. Ο Κόσμος τελικά είναι πολύ μικρός.

Συμπέρασμα 2ον. Άρα αυτά περί του αρώματος της Ρίτας δεν ήταν παρά αποκύημα φαντασίας και μόνον. Κομματάκι απίθανο να έχει διαπλανητική ισχύ το άρωμά της. Εδώ είναι  που κολλάει το ανέκδοτο ‘’φτύνεις στην Αθήνα και βρέχει στην Αργεντινή.’’

Ξύπνησε κατά τις 5μ.μ. και είχε πάλι την ίδια αρωματική αίσθηση.

Οι κοινές τους φίλες έλεγαν για την Ρίτα ότι και να θέλει κάποια στιγμή να κρυφτεί αυτό είναι αδύνατον, θα την προδώσει το άρωμά της. Και σταγόνα από δαύτο να μη βάλει πάνω της, το είναι της ήταν τόσο ποτισμένο που θα το μύριζες. Πώς σε ξεχωρίζει ο γάτος και ο σκύλος σου με την έκτη τους αίσθηση ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων; Για κάτι τέτοιο ομιλούμε για να γίνουμε κατανοητοί. Να πούμε επίσης ότι κανένας γνωστός της, πόσω μάλλον φίλος της, διανοήθηκε ποτέ να βάλει πάνω του το ίδιο άρωμα. Έλεγαν χαρακτηριστικά, ότι θα ήταν σαν να έκλεβαν μέρος της προσωπικότητας της κοπέλας.

Και η Μίνα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της βυθισμένη στις σκέψεις  της. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Άντε και πες ότι είχε επιστρέψει τώρα δα η Ρίτα, και η εμφάνισή της στην TV δεν ήταν και τόσο επίκαιρη, ποιος ο λόγος να παίζει το κρυφτούλι μαζί της; Αφού η ιδιαιτερότητα του αρώματός της ήξερε ότι θα  την πρόδιδε ακόμη και αν δέκα χαμαμτσίδες να την έτριβαν με… γυαλόχαρτο η μυρωδιά θα παρέμενε.

Σηκώνεται και αρχίζει να ψάχνει το σπίτι.

«Έλα ρε συ Ρίτα, μη μου το κάνεις αυτό. Φανερώσου που να πάρει και αν δεν θέλεις να πω ότι σε είδα δεν ξέρεις ότι είμαι τάφος; Αφού είσαι κάπου εδώ γύρω τι το παίζεις αόρατη; Είναι όμως δυνατόν με το ένα πόδι να είσαι εδώ και με το άλλο στην Βραζιλία; Αφού σε είδα ρε συ; Ορίστε εκεί με κατάντησες. Να περιφέρομαι μονολογώντας. Άφησέ μου τουλάχιστον ένα σινιάλο ένα  σημάδι ότι ακούς τι σου λέω.»

Έλεγε έλεγε η Μίνα μα μήτε φωνή μήτε σημάδι μήτε κανένα μήνυμα της άλλης.

Οπότε είδε και απόειδε, ντύθηκε και έφυγε από το σπίτι. Βρίσκει στο καφενείο της γειτονιάς τον φίλο τους τον Σωτήρη και σαν να βρήκε κυριολεκτικά την Σωτήρα της του λέει: «Σωτήρη πάμε σπίτι μου για καφέ που έχω και κάτι να σου πω». Λίγο απορημένος με την πρόσκληση, πράγμα που δεν το συνηθίζει η Μίνα, πάει μαζί της, περίεργος να ακούσει και τι έχει να του πει.

Με το που μπαίνουν του λέει:

«Μάντεψε και ποιος άλλος είναι εδώ…»

Ο Σωτήρης οσμίζεται τον αέρα αστειευόμενος και την ίδια στιγμή ξεφωνίζει  «Δεν είναι δυνατόν».

«Τι δεν είναι δυνατόν Σωτηράκη; Τα πάντα είναι δυνατά. Εδώ πήγαμε στο  φεγγάρι και γυρίσαμε σώοι και αβλαβείς και δεν μπορούμε να πάμε και να  γυρίσουμε από κάπου έστω μακριά στη γη;»

«Μίνα κόφτο, ήρθε ρε συ η Ρίτα; Πότεεεεε; Και πού την έχεις κρυμμένη; Γιατί; Παίζει κάτι τι το αξιόποινο; Γουστάρω, γουστάρωωωωω».

«ΟΠΟΤΕ ΚΥΡΙΕΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΛΑΘΕΨΑ».

Και εξήγησε στο Σωτήρη τη σημασία του μικρού κουίζ στο οποίο τον υπέβαλε.

Σίγουρα το κορίτσι έκανε εν γνώσει της βέβαια αισθητή την παρουσία της αλλά ακόμη δεν ήθελε να φανερωθεί. Γούστο της και καπέλο της. Κλειδιά δικά της είχε από τότε. Μπορούσε να μπαινοβγαίνει όποτε της έκανε κέφι. Η Μίνα δεν ήταν αδιάκριτη. Μόνο, αυτό που είπε ο Σωτήρης λίγο πριν, την προβλημάτισε. Αξιόποινες πράξεις το Ριτάκι στην Βραζιλία και κυνηγημένη να ΗΡΘΕ στην ΠΑΤΡΙΔΑ; Λες; Ω μα θα τρελαθούμε στο τέλος τέλος.

Και όμως Μίνα, να που αυτό ακριβώς συνέβαινε. Σε εκείνην τη διαδήλωση που έδειξε η T.V. τραυματίστηκε βαριά ένας αστυνομικός από τους  αντίστοιχους έλληνες ‘’γνωστούς αγνώστους’’ και μεταξύ αυτών το αλλοδαπάκι θερμόαιμο. Πρόλαβε έφυγε και ήρθε στην Ελλάδα μετά ένα περιπετειώδες ταξίδι. Αυτά όλα μαθεύτηκαν βέβαια πολύ αργότερα και υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Προς το παρόν όμως δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να ενεργήσει. Και πάνω που βρισκόταν σε πλήρες αδιέξοδο και  αμηχανία κτυπάει το  κουδούνι του σπιτιού της περασμένες δέκα το βράδυ. Ποιος να κτυπάει τέτοιαν ώρα; Πάντως , για να είναι γνωστός ή φίλος αποκλείεται σχεδόν, γιατί αυτοί ήξεραν ότι η Μίνα τέτοιαν ώρα κοιμάται για τα καλά, δεδομένου ότι το πρωινό της εγερτήριο ήταν πάντα στις πέντε. Απόψε με όλα τα συμβαίνοντα, είχε αλλάξει τις συνήθειές της. Και τώρα τι έπρεπε να κάνει, να απαντήσει ή όχι; Γιατί, για να ανοίξει δεν το συζητούσε καν.

«ΠΟΙΟΣ παρακαλώ κτυπά τέτοιαν ώρα;»

«Μισό λεπτό κυρία μου μια ερώτηση να σας κάνουμε μπορούμε;»

«Μπορείτε. Για την απάντηση μην ελπίζετε ίσως».

«Καλά, έτσι στα τυφλά; Χωρίς να σας βλέπουμε και χωρίς εσείς εμάς;»

«Και σε τι εξυπηρετεί η οπτική επαφή;»

«Ε, πώς το πρόσωπο είναι σπαθί, έτσι δεν λένε;»

«Εμένα μου λες; Έχω δει εγώ κάτι σπαθιά, που απεδείχθησαν διαβόλοι. Σας ακούω λοιπόν».

«Καλά. Δεν ζητάμε εσάς συγκεκριμένα, αλλά την δεσποινίδα που μένει εδώ, τη Ρίτα».

Της Μίνας το μυαλό πήρε γρήγορες στροφές. Θυμήθηκε τα λόγια του Σωτήρη περί αξιόποινων πράξεων και φοβήθηκε. Ψύχραιμα όμως απάντησε:

«Ποιος είσαι εσύ που ζητάς τη Ρίτα, και δεν ξέρεις ότι το κορίτσι λείπει από την Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια; Η αστυνομία σε ξέρει; Στάσου να ειδοποιήσω το εκατό. Τι διάβολο ξύπνησαν στην ΕΛΛΑΔΑ τα φαντάσματα του  παρελθόντος;»

Και βέβαια απάντηση η Μίνα δεν έλαβε στο ερώτημά της και οι ίδιοι έγιναν  μπουχός.

Άντε τώρα μετά και από αυτό να κοιμηθείς και να σηκωθείς μετά για τη δουλειά από τα άγρια χαράματα γίνεται; Για πρώτη φορά δουλειά δεν πήγε Και ήταν τόσο παράξενο και αυτό που ο ίδιος ο διευθυντής της ανησύχησε και πήρε να δει πώς είναι η υγεία της μετά την δήλωσή της ότι ζαλιζόταν εκείνο το πρωί. Ντράπηκε για το ψέμα της αλλά ανωτέρα βία. Έπρεπε να μείνει σπίτι να δει τη Ρίτα, να της πει ότι την ψάχνουν και αυτό δεν  μπορούσε να γίνει με φανερό μήνυμα, που θα υπέθετε κάποιος ότι μπορούσε να της αφήσει στα δωμάτιά της. Μα η Ρίτα δεν έδωσε σημεία ζωής. Τι να έκανε λοιπόν το επόμενο πρωί;

Σκέφτηκε το εξής:

Άφησε 2-3 βιβλία πεταμένα στο πάτωμα έξω από το δωμάτιο της Ρίτας. Αποκλείεται εκείνη να μη θυμόταν ότι η Μίνα σκότωνε άνθρωπο έτσι και τον έβλεπε να φέρεται ανάρμοστα σε βιβλίο της. Βιβλίο κατάχαμα; Αδύνατον. Όλοι ήξεραν την τρέλα της και την πείραζαν. Αφού να σκεφτεί κανείς ότι στον μεγάλο σεισμό της Αθήνας, τότε που ήρθε τούμπα τόσο η προθήκη με τα κρύσταλλά της, όσο και η βιβλιοθήκη της, πρώτα μάζεψε τα βιβλία της ένα-ένα και τα έβαλε στη θέση τους άθικτα και μετά τα σπασμένα της γυαλικά. Τι να πεις!

Σε ένα από αυτά τα βιβλία λοιπόν έγραψε τα εξής:

Ημερομηνία τρία χρόνια πριν.

«Ρίτα Ριτάκι. Τι έγινες βρε παιδί; Από χθες σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω.

«Ο φίλος σου ο Λεωνίδας ο μπάτσος».

Κατ’ αρχάς, ούτε αυτή, ούτε η Ρίτα είχαν κανένα φίλο Λεωνίδα και μπάτσο. Οπότε έτσι και καταλάβαινε την σημειολογία των βιβλίων και τα άνοιγε θα διάβαζε το καλυμμένο μήνυμα και θα πρόσεχε περισσότερο. ΑΛΛΟ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ.

Και όταν γυρίζοντας το απόγευμα από το γραφείο της είδε και τα τρία βιβλία όμορφα βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο στο τραπέζι πάνω, διπλή η χαρά της!

Πέρασε ένας μήνας, πέρασε δεύτερος και στον τρίτο και το λουρί της μάνας, να το πάλι το άρωμα. Πολύ πιο έντονο και η πόρτα του δωματίου της  Ρίτας μισάνοικτη…

Αγκαλιές, φιλιά, ψιλοδάκρυα στις άκρες των βλεφαρίδων…

«Ήρθα Μίνα μου. Σαν την Ελλάδα  πουθενά. Ήρθα και θα μείνω».

«Και αυτοί που σε ψάχνουν;»

«Κανείς δεν με ψάχνει πια. Ο τραυματισμένος αστυνομικός ευτυχώς σώθηκε και μπόρεσε να καταθέσει ότι πριν κτυπηθεί είδε ποιος τον κτύπησε. Καμία σχέση δεν είχε με την ομάδα μας ήταν γνωστός του μπάτσου. Όλες οι κατηγορίες εναντίον μας κατέπεσαν και όλα καλά.

 Ένα να ξέρεις Μίνα μου,  ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ ΚΑΙ ΕΛΙΑ.

Μα τω Θεώ σου λέω».

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη