«Μια παλιά φωτογραφία», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Καθόμουνα στη σκιά που μου πρόσφερε η κληματαριά της τεράστιας αυλής που είχε μεταλλαχτεί σε χώρο εστίασης.

Ο κηπουρός θα είχε κατά πώς φαίνεται, καταβολές και γνώσεις από φυτά του παρελθόντος, γιατί έβλεπα μια γιασεμιά να έχει αναρριχηθεί  ναι μεν αυθάδικα αλλά και περίτεχνα, καλύπτοντας μεγάλο μέρος του μαντρότοιχου. Ένα αγιόκλημα είχε διεκδικήσει και πετύχει να καλύψει τον υπόλοιπο τοίχο,  σε αγαστή σχέση γειτνίασης  με την γιασεμιά. Ο άλλος παράλληλος τοίχος της αυλής, καλυμμένος απ’ άκρου εις άκρον με πρασινάδα αγνώστου προς εμένα ονομασίας, που πάνω της και παρά την ζέστη που επικρατούσε, έβλεπες να λάμπουν σταγόνες δροσιάς.

Πλήθος πολύ, κυρίως νεαρών, που χαλούσε τον κόσμο.

Γιατί στ’ αλήθεια όταν είσαι νέος, να θέλεις να το βροντοφωνάξεις ότι είσαι; Αφού αυτό  φαίνεται δια γυμνότατου οφθαλμού;

Τέλος πάντων.

Απολάμβανα λοιπόν το ουζάκι μου, παγωμένο, με τα παγάκια να λιώνουν μέσα του ηδονικά, όταν ξάφνου, δεν ήταν αυτά η αιτία που έκαναν και το αίμα μου να παγώσει.

Θεέ και Κύριε! ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ!

Σίγουρα επρόκειτο περί παραίσθησης.

Και  να δεις που μου το έλεγε η κολλητή μου: «Πρόσεχε. Μην πίνεις ποτέ αλκοόλ όταν έχεις πιει τα φάρμακά σου». Που σημαίνει ότι τώρα δα, μου συνέβαινε κάτι αλλόκοτο, κάτι μεταφυσικό.

ΕΚΕΙΝΟΣ καθόταν απέναντί μου, μιλούσε και γελούσε, με εκείνον το γνωστό και γοητευτικό τρόπο που με είχε μαγέψει δεκαετίες πριν!

Παραίσθηση σίγουρα, μα που άρχισε να διώχνει την παγωνιά της έκπληξης της πρώτης στιγμής, και να γίνεται καυτή, σαγηνευτική, πραγματικότητα.

Μα, τι παραίσθηση και πράσινα άλογα λέω; Αφού ήταν εκεί, τέσσερα μόλις μέτρα από τη θέση που καθόμουν, ζωντανός και σαν το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι νέος, όμορφος, γοητευτικός, σαν να μην είχε περάσει μέρα από την τελευταία φορά που τον είδα, κάπου εξήντα χρόνια πριν!!!

Μα πάλι, θες το ούζο, που με είχε ψιλοζαλίσει, σε συνδυασμό με το  ρομαντικό περιβάλλον το τόσο οικείο σε εμένα, θες η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της νεολαίας, έκανε τις αναμνήσεις μου να εκτιναχθούν ορμητικά από την εν υπνώσει αδράνειά τους, και να με συνεπάρουν σε έναν στρόβιλο που παραήταν πολύς για τις αντοχές μου.

Βρέθηκα κυριολεκτικά με το ένα πόδι στο παρόν και το έτερον (όχι στον τάφο, όπως πιθανόν να περιμένατε να πω) στο απώτερο παρελθόν μου.

Ένας υπάλληλος του μαγαζιού, ο επί των δημοσίων σχέσεων θα ήταν μάλλον, με πλησίασε κα με ρώτησε με περίσσεια ευγένεια, αν αισθανόμουν καλά, ή αν ήθελα κάτι.

Προσγειώθηκα. Ώρες ήταν να γίνω κα ρεζίλι μεγάλη γυναίκα, μια παράφωνη νότα ούτως ή άλλως ανάμεσα στα νιάτα. Θα έπρεπε να έδινα την εντύπωση ότι μόλις είχα δει φάντασμα, γιατί και τα μαλλιά της κεφαλής μου τα αισθανόμουν… σηκωμένα!

-Όχι παλικάρι μου, ευχαριστώ πολύ, είπα ντροπιασμένη. Περιμένω την εγγονή μου και επειδή άργησε να έρθει, είμαι λίγο αναστατωμένη…

-Στην διάθεσή σας κυρία μου. Αν θελήσετε κάτι με φωνάζετε.

Μετά απ’ αυτήν την ολιγόλεπτη στιχομυθία με τον νεαρό υπάλληλο, επέστρεψα αναφανδόν στην πραγματικότητα.

Ήμουν σίγουρη ότι στρέφοντας το βλέμμα μου στο ‘’φάντασμά ‘’ μου του παρελθόντος,  θα είχε αλλάξει μορφή. Μα έκανα λάθος. Ναι, ήμουν πια σίγουρη ότι ήταν αυτός, έπαιρνα γι’ αυτό όρκο.

Ας άκουγα Θεέ μου και το όνομά του για επιβεβαίωση…

Πάνω στην ώρα που έκανα τούτη την ευχή ήρθε και  η εγγόνα μου η συνονόματή μου και λατρεμένη μου.

-Έλα βρε κοριτσάκι μου, ό,τι είχα αρχίσει να ανησυχώ, τι έγινε, γιατί άργησες  τόσο;

-Συγγνώμη γιαγιάκα μου. Μας κράτησε ο καθηγητής λίγο περισσότερο. Καλά, ε; Σήμερα το αμφιθέατρο γνώρισε μεγάλες πιένες, θέση να καθίσεις δεν υπήρχε. Ιστορική η ομιλία του δάσκαλου που σίγουρα θα την θυμόμαστε όλοι. Μα εσύ; Ακόμη δεν έφαγες; Αχ και πάλι συγγνώμη καλή μου γιαγιά. Έλα να παραγγείλουμε, ψοφάω της πείνας.

Και ενώ το μωρό μου μιλούσε σαν, χείμαρρος, έριχνε και ματιές ολόγυρά μας στο νεαρόκοσμο.

Την βλέπω  μια στιγμή, να γίνεται κατακόκκινη, να χαμογελάει πλατιά και να γνέφει σαν σε χαιρετισμό, στο ‘’φάντασμά’’ μου, πράγμα που της ανταπέδωσε εκείνος, το ίδιο γενναιόδωρα.

Ε, αυτό πια…

-Αγάπη μου, ωραίο το παιδί, το ξέρεις;

-Ποιον γιαγιά μου, τον Ρένο; Και βέβαια. Στην ίδια Σχολή πηγαίνουμε, εκείνος του χρόνου τελειώνει, δύο χρόνια μεγαλύτερος… Μα γιαγιάκα μου, τι έπαθες; Θεέ μου δεν είσαι καλά;…

-Ησύχασε μωρό μου, δεν είναι τίποτα. Με πείραξε μάλλον το ουζάκι έτσι καθώς το κατέβασα ηδονικά με άδειο στομάχι…

-Που σημαίνει ότι το φάντασμά μου ήταν όντως ΦΑΝΤΑΣΜΑ αφού και το όνομά του, το όχι και τόσο σύνηθες, ήταν το ίδιο με εκείνο της Αγάπης μου της Πρώτης!!! Αχ Μοίρα, Μοίρα μου τι παιχνίδια παίζεις σήμερα μαζί μου; Και άντε να δω πού ακόμη θα το πας…

-Τι πού το πάω γιαγιά μου; Τι μου λες; Δεν είσαι καλά ε;

-Μια σκέψη έκανα μωρό μου και την έκανα δυνατά. ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ; Έτσι πολλές φορές κάνουμε εμείς οι γέροι…

Και ενώ έλεγα αυτά, βλέπω τον Ρένο ΜΟΥ να σηκώνεται και να έρχεται σιμά μας….

Είχα την έντονη αίσθηση -πράγμα που μου είχε ξανασυμβεί υπό ανάλογες συνθήκες συγκίνησης- ότι να, όπου να ‘ναι, η καρδιά μου θα φύγει από τη θέση που ετάχθη να είναι και θα καθίσει εκεί, στην απέναντι καρέκλα να παρακολουθεί ανέκφραστα και περίεργη, τα όσα ανείπωτα και ανήκουστα η Μοίρα  με έφερνε αντιμέτωπη, αυτήν την Κυριακή, στην αυλή μιας Αθηναϊκής, κοσμικής ταβέρνας.

-Γιαγιά μου επίτρεψέ μου να σου συστήσω έναν χμ… πολύ αγαπημένο μου φίλο, τον Ρένο Ρενίδη.

-Κυρία μου γοητευμένος, απαντά το ολοζώντανο Φάντασμά μου, φιλώντας το χέρι που του έτεινα και το οποίο κατάφερα να το κάνω να μην τρέμει ξοδεύοντας το άπαν των εναπομεινασών δυνάμεών μου, για να μη ΓΙΝΩ ρεζίλι και ΚΑΤ’ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΝΑ ΡΕΖΙΛΕΨΩ ΚΑΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΟ ΧΟΥΦΤΑΛΟ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕ.

-Νεαρέ μου αν δε γίνομαι απρεπής που σε στερώ από την συντροφιά σου, σου ζητώ για ένα λεπτό να καθίσεις μαζί μας. Σας βλέπω τόσην ώρα να γελάτε και να χαίρεστε την κάθε σας στιγμή, που άθελά μου γύρισα στην δική μου νιότη.

-Κυρία μου, αδιακρισία μου βέβαια αλλά κι εγώ σας παρακολουθώ τόσην ώρα. Κάτι μου θυμίσατε έντονα αλλά δεν μπορώ να το εντοπίσω.

Όντως δεν μπορώ να καθίσω περισσότερο μαζί σας παρ’ ότι θα το ήθελα πολύ, μη παρεξηγηθώ από τα παιδιά.

Και  γυρίζοντας στην εγγόνα μου της λέει:

-ΠΡΙΝ φύγετε, πρέπει κάτι να σου πω Λενάκι μου…

Τα είχα τελείως χαμένα, ήταν ΑΥΤΟΣ, το ίδιο όνομα και επίθετο, και η Λένα ΜΟΥ ΤΟ ΙΔΙΟ ΟΝΟΜΑ ΜΕ ΕΜΕΝΑ.

-Α, για να σου πω Μοίρα μου… Πού στην ευχή το πας; Γιατί εσύ σίγουρα κάτι έχεις κατά νου.

-Γιαγιά μου, με το Ρένο είμαστε κάτι παραπάνω από φίλοι. Είμαι ψιλοερωτευμένη μαζί του και  θέλω να ελπίζω ότι και αυτός με εμένα. Κάτι παίζει ανάμεσά μας. Θα σε ενημερώνω για τις εξελίξεις που τις βλέπω να καταφθάνουν, ολοταχώς. Μα τώρα έλα να φάμε γιατί πεθαίνω της πείνας.

-Εσύ πεθαίνεις της πείνας και εμένα κάποιος να με παρασημοφορήσει για πράξη ανδρείας αν καταφέρω να κατεβάσω έστω και μία μπουκιά’, μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου.

-Γιαγιά πάλι μονόλογο με τον εαυτό σου; Καινούργιο φρούτο και τούτο Δεν σε έχω ξαναδεί να το κάνεις, τουλάχιστον με την σημερινή συχνότητα.

-Δεν το επιδιώκω αγάπη μου. Μόνο του γίνεται. Είπαμε, γεροντικά φερσίματα…

-Γεροντικά φερσίματα η δική μου η γιαγιά; Το παρακάμπτω ασχολίαστο…

*

Πέρασαν ημέρες και εβδομάδες ακόμη και μήνες κι δεν έλεγα να συνέλθω τελείως, από την τρομακτική σύμπτωση όμοια της οποίας ούτε είχα ξαναζήσει, ούτε είχα ξανακούσει στον κύκλο μου. Την αποκάλεσα όπως βλέπετε ΣΥΜΠΤΩΣΗ, γιατί, σαν τι άλλο μπορεί να ήταν;

Μα πάλι βρε παιδί μου να πω ότι μόνον τα εξωτερικά γνωρίσματα συνέπιπταν; Και το όνομα; Το επίθετο; Και αν μου πει μια μέρα το Λενάκι μου ότι έγιναν και ζευγάρι, το μόνο που θα πω είναι ότι η ιστορία μου επαναλαμβάνεται μέχρι κεραίας.

Ίσως η Μοίρα να μετάνιωσε που με εμένα και το Ρένο μου δεν φάνηκε και τόσο γενναιόδωρη (αν και παραδέχομαι ότι το σφάλμα ήταν μόνον δικό μου), ελπίζοντας ότι το κοριτσάκι μου δεν θα κάνει τα δικά μου τα λάθη και  τις λάθος επιλογές. Μακάρι η δική της version, να έχει happy end όπως στα παραμύθια.

Και ένα απόγευμα, την ώρα του καφέ, ήρθαν μαζί στο σπίτι μου να με  δουν.

-Γιαγιάκα μου το λέμε πρώτα σε εσένα και μετά στους γονείς μας. Ο Ρένος κι  εγώ λέμε να αρραβωνιαστούμε.

Τούτη τη φορά, αδύνατον να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, που τα άφησα να τρέχουν κατά πώς ήθελαν ατιθάσευτα και ζεστά. Και ας γινόμουν ολίγον γραφική και ας το έλεγε κάποιος γεροντική ευσυγκινησία. Καθόλου δε με ένοιαζε, καθόλου όμως.

Και ακούω το αγόρι μου, να με ρωτά με φανερό ενδιαφέρον:

-Πέστε μου σας παρακαλώ τον Ρένο Ρενίδη, τον οδοντίατρο, τον είχατε ποτέ γνωρίσει; Ομιλώ βέβαια για  τον συγχωρεμένο τον παππού μου, ολόκληρο το όνομα του οποίου έχω την τιμή να φέρω κι εγώ; Για κοιτάξτε αυτήν τη φωτογραφία που την βρήκα στα πράγματα που μου άφησε. Ημερομηνία ‘’195….Άνδρος, με τη Λένα μου την ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ’’.

Λιποθύμησα. Σαν πόσο να άντεχα ακόμη;

Ευτυχώς γρήγορα συνήλθα…

Σενάριο τύπου Ν. Φώσκολου σε σαπουνόπερα, ή Άρλεκιν σου λέει ο άλλος…

Η Μοίρα όταν γράφει τα παλαβά της δεν συγκρίνεται με τίποτα.

Τα δικά της σενάρια είναι αληθινά, έτσι που να μοιάζουν  ψεύτικα, ή ψεύτικα τόσο, που να μοιάζουν αληθινά;

…Ερώτημα αναπάντητο…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη