«Μια καλημέρα είν’ αυτή…», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Κοντό σ’ εζάλισα μωρέ κοπελιά; Μ’ αρέσει μαθές να βερβερίζω με τσ’ ανθρώπους.  Γι’ αυτό αγαπώ και τη δουλειά μου. Σαράντα χρόνους θε να κλείσω εφέτο στο τιμόνι. Κάθε μέρα εδώ να, έχεις να κάνεις με κόσμο. Αυτό το πάρε δώσε τ’ αγαπώ, αυτό με κρατάει ζωντανό.

Η Αθήνα δε μ’ αρέσει. Δε νταγιαντίζω άλλο την Αθήνα. Θα προτιμούσα να δούλευα το ταξί στη πόλη μου στα Χανιά μα η ανάγκη βλέπεις σε πάει όπου θέλει αυτή. Απής ανέβηκαν τα κοπέλια να σπουδάσουνε, εμισέψαμε κι εμείς με τη κυρά μου, για να ‘μαστε κοντά τους. Καλά αυτή η καψερή τα πρώτα χρόνια εμελαγχόλησε μαθές. Όλο στη Κρήτη έτρεχε ο λοϊσμός της… Ράνιζε κάθε μέρα. Έπαθε κατάθλιψη η γυναίκα μακριά απ’ τον τόπο μας. Κλείστηκε μέσα σ’ ένα διαμέρισμα και κόντεψε να τσι στρίψει. Μήτε μπαξές, μήτε αυλή, μήτε ουρανός. Τίποτα.

Εμείς είχαμε μάθει αλλιώς εκειά κάτω. Με το που δρασκελούσαμε το κατώφλι μας ανταμώναμε άνθρωπο κι αλλάζαμε καλημέρα. Γροικάς πόσο σπουδαίο είν’ ετούτο; Σίγουρα γροικάς γιάντα κι η αφεδιά σου μένει σε πόλη μικρή. Σπιτικό μωρέ δίχως κατώφλι δε λέγεται σπιτικό, μα φυλακή για μένα. Τούτο μας λείπει πιο πολύ απ’ όλα, τόσους χρόνους που ‘μαστε μακριά απ’ το νησί. Σαν φανερίζει μαθές κάθε ταχινί κι αναστορούμαι τον τόπο μου, μου λείπει το απόι, μου λείπει κι η ρούγα και νοσταλγώ το κονάκι μας όντεν πόγερνε ο ήλιος το δείλι… Θες το πιστεύεις, θες όχι. Είν’ άλλο πράμα να δρασκελάς το κατώφλι σου κάθε ταχινί μωρέ κοπελιά και ν’ ανταμώνεις μ’ ένα φίλο ή ένα γνωστό, να σου χαρίζει ένα χαμόγελο και ν’ ακούς μια καλημέρα, πώς να το κάνουμε… Αλέτι έχω; Πεθύμησα ν’ ακούω τσι καμπάνες τσ’ εκκλησιάς κάθε ταχινί, για να νογάω τη γιορτή. Ετουδά μονάχα απ’ το ημερολόγι τσι θυμόμαστε τσι γιορτές. Το ξεφυλλίζει αποβραδίς η κυρά για να δούμε άνε είν’ γιορτή την επομένη. Πεθύμησα και τα κοκόρια απού λαλούνε πριχού φανερίσει και σε εξυπνούνε γλυκά και τα πουλιά απού κελαηδούνε στα κλαριά χαρούμενα. Στην Αθήνα μήτε κοκόρια μήτε πουλιά σ’ εβρίσκουνε. Ετσά είν’ οι μεγάλες πόλεις…

Επαέ μέσα που λες τα ‘χω δει όλα ο άνθρωπος. Μπαίνει ο άλλος αγκανάδος και μήτε που σου δίνει σημασία. Λες κι είσ’ αόρατος. Πώς ξεκινάς βρε άνθρωπε τη μέρα δίχως μια καλημέρα; Θέλω να του πω μα σωπαίνω. Ο καθένας έχει τα βάλια του λογιάζω απόκειας και δε μιλώ. Μοναχά του χαλαλίζω εγώ τη δικιά μου καλημέρα και τον ρωτώ ευγενικά πού θέλει να τον πάω. Τζίγκου τζίγκου μαθές την έχουνε εδώ να τη καλημέρα. Είν’ όμως και φορές που μανίζω μ’ αυτή τη συμπεριφορά. Είντα κοστίζει μια καλημέρα κύριε; Θέλω να του πω. Δε θα στη χρεώσουμε μη σκιάζεσαι, πες τη κι ας πέσει χάμαι…

Το θυμάσαι εκείνο το τραγούδι; ‘’Μια καλημέρα είν’ αυτή πες τη κι ας πέσει χάμαι, παλάτια χτίζουν οι Θεοί κι εμείς πάνω στην άμμο…’’, τσι Χαρούλας ήτανε θαρρώ. Δε το θυμάσαι, συ ‘σαι άγγουρη ακόμα…  Τραγούδι με νόημα μαθές, όχι παίξε γέλασε. Όλα τα τραγούδια στα χρόνια τα δικά μας είχανε νόημα. Με στίχους απού μιλάγανε κατευθείαν στην καρδιά. Αλέτι έχω; Τραγούδια για την αγάπη, για τον έρωτα, για την ξενητιά, για τη φτώχια… Καλά μη πω για τσι μαντινάδες που ‘χουμε εμείς εκειά κάτω. Αυτές κι αν έχουν νόημα μαθές!

‘’Μια καλημέρα αν σου πει άγνωστος μη τρομάξεις, ίσως δεν έχει άνθρωπο μια λέξη ν’ ανταλλάξει…’’  Σ’ άρεσε; Μονάχος μου την έβγαλα. Το ‘χουμε το χάρισμα εμείς οι Κρητικοί, στο λεπτό σκαρώνουμε μαντινάδες. ‘’Σε κάθε μου ξημέρωμα θέλω μια καλημέρα, ν’ ακούω απ’ τα χείλη σου να ξεκινώ τη μέρα…’’ Ε; Πώς σου φάνηκε; Αυτή τη λέω στην κυρά όντεν γνώθω ταχινί για να τσι φτιάξω λίγο το κέφι και να τη δω να χαμογελάει. Τσ’ έχω τάξει πως φέτος που ξανοίγω να βγω στη σύνταξη, ξαμώνω να την πάρω και να γιαγείρουμε στον τόπο μας.  Είντα φελεί μωρέ κοπελιά η ζήση άνε είσαι αλάργα απ’ τον ευλογημένο τόπο σου; Αυτό ‘ναι μαθές το χαβεσιλίκι μας. Μονάχα η πατρίδα γιαίνει τσ’ ανθρώπους. Αλέτι έχω; Μαγάρι να βγω με το καλό στη σύνταξη…

‘’Θε μου και να ‘ταν μπορετό να γιάερνα στην Κρήτη, να πήγαινα να θώρουνα το πατρικό μου σπίτι…’’

Σ’ εζάλισα όμως μωρέ κοπελιά… Η αφεδιά σου δεν έβγαλ’ εμιλιά. Είντα σεβντάς σε τρώει; ‘’Ποτέ τους άλλους μην ακούς, να κάνεις τα δικά σου. Εκείνοι λάθοι κάνουνε μα όχι κι η καρδιά σου…’’ Αυτό στο χαλαλίζω για να με θυμάσαι.

Εδέ,  εδεπά δεν είναι το πρακτορείο σου κοπελιά; Ετουδά σε βολεύει να σ’ αφήσω; Ξα σου… Άμε στο καλό! Στο πατρικό σου πααίνεις κι εσύ εδά;  Καλοστραειά να ‘χεις…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη