«Κόκκινοι σκούφοι», ένα διήγημα της Νατάσσας Καραμανλή για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

Είχε πια μεσημεριάσει όταν αποφάσισε να κατέβει στο κέντρο της πόλης και από τα πρώτα βήματα που έκανε στην πλατεία Αριστοτέλους, κατάλαβε ότι η επιλογή τής ώρας δεν ήταν η κατάλληλη.

Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό, η πλατεία ήταν γεμάτη από παιδιά. Ντυμένα όλα με γάντια και κασκόλ, έτρεχαν πάνω-κάτω, σαν κυνηγημένα πουλιά.

Έξω από το Ολύμπιον, μια παρέα νεαρών με κόκκινους  σκούφους και κιθάρες τραγουδούσαν  τα κάλαντα και η ουρά για την είσοδο του Τερκελνή έφτανε ως τη μέση του δρόμου.

Καλοχτενισμένες κυρίες, με τα χέρια γεμάτα τσάντες με δώρα και ζευγαράκια με πλαστικά ποτήρια του καφέ στο χέρι, αντάλλασσαν εορταστικά φιλιά, περιδιαβαίνοντας νωχελικά στα παγωμένα πεζοδρόμια.

Αναστέναξε δυνατά. Ήταν αργά για να γυρίσει πίσω. Άλλωστε, πόσο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα; Προσπάθησε να διασχίσει το πλήθος των ανθρώπων, μα δεν υπήρχε χώρος για αυτόν.

Ο κόσμος ήταν μια κόκκινη μάζα που πορευόταν προς την ίδια κατεύθυνση και με την ίδια βούληση, «να ψωνίσει, να γιορτάσει», που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τη δική του «να κρυφτεί, να περάσουν οι γιορτές» και τον παράσερνε σε ένα αέναο γαϊτανάκι.

Άκουγε άθελα του τις συζητήσεις των διπλανών του: «Tι δώρο αγόρασες για τη Μαρία; Εγώ της πήρα ένα άρωμα». «Πού θα κάνετε ρεβεγιόν; Εμείς κλείσαμε στη Ρέμβη», και ένιωθε σαν τον μοναδικό θεατή κάποιου απόκοσμου θιάσου.

Βρισκόταν τριγυρισμένος από ένα ακυβέρνητο μπουλούκι, που παλλόταν εκστασιασμένο κάτω από  την προσμονή των γιορτών και τον πυρετό του καταναλωτισμού. Ο ρυθμός ήταν φρενήρης. Τα πατήματα του κόσμου γύρω του έμοιαζαν να μην ακολουθούν τους νόμους της βαρύτητας και οι φιγούρες των ανθρώπων, όμοιες με σύννεφα πριν την καταιγίδα, ένα τεντωμένο σχοινί, μεταξύ ουρανού και γης. Επέπλεαν οι σόλες των παπουτσιών τους, μετά βίας ακουμπούσαν τα  χνάρια τους στα παγωμένα κράσπεδα κι οι λέξεις τους, μια δίνη που μέσα της οι ήχοι σκόνταφταν αμήχανα πάνω σε ζαχαρωμένα χαμόγελα και μυρωδιές μπαχαρικών.

Είχε μετρήσει δέκα σπρωξιές. Δυο από αυτές πάνω στα πλευρά του, μαζί με τρία λαχανιασμένα «συγγνώμη». Τα χέρια του είχαν μουδιάσει από το κρύο και η μύτη του έτρεχε ασταμάτητα.

Στο φανάρι η συμπαγής πομπή είχε σταματήσει για λίγο και έτσι κατάφερε να αποσπάσει το σώμα του από το πλήθος. Αλαφιασμένος πέρασε τρέχοντας το δρόμο, προτού η πολύχρωμη μάζα τον φυλακίσει ξανά στα δίχτυα της και σταμάτησε ξέπνοος,  στον πάγκο ενός καστανά.

Ο καστανάς φορούσε έναν γκρι σκούφο με αυτιά. Τα μάτια του,  όμοια με τα ψημένα  κάστανα στη φωτιά,  ήταν καρφωμένα στο βάθος του Θερμαϊκού. Η μυρωδιά από τα γυαλιστερά κάστανα τον λίγωσε και βάλθηκε να ψάχνει τις τσέπες  του για ψιλά.

Ο ήχος των κερμάτων που κουδούνισαν στο χέρι του, ακούστηκε ίδιος με  τα τρίγωνα για τα κάλαντα των παιδιών και άξαφνα συνειδητοποίησε ότι εκείνος ο ήχος έχει διαποτίσει τον αέρα. Ήταν παντού παρών. Διαχέονταν από τις  βιτρίνες των καταστημάτων, από το περίπτερο που βρισκόταν πίσω του· από το  στολισμένο δέντρο στην πλατεία, από τους  κόκκινους  σκούφους των παιδιών, από τα χιλιάδες κινητά, που χτυπούσαν αδιάκοπα, συντονισμένα, όλα μαζί,  ασταμάτητα,  σαν μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα.

-Γιορτές, έτσι είναι πάντα! Αυτό είναι και το νόημα άλλωστε, είπε ο καστανάς τη στιγμή που του έδινε το χωνάκι με τα κάστανα στο χέρι.

Εκείνος δεν αποκρίθηκε, ούτε έδειξε να συμμερίζεται την άποψη του, παρά κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. Το χάρτινο χωνάκι ήταν καυτό και του έκαψε την παλάμη. Διάλεξε ένα μεγάλο κάστανο. Το καθάρισε γρήγορα και το κατάπιε ακόμα πιο βιαστικά, ώστε να μην προλάβει να αισθανθεί το κάψιμό του.

-Οι γιορτές είναι μόνο σπατάλη και ξόδεμα κι είναι ν’ απορεί κανείς, πώς ακόμα υπάρχουν πορτοφόλια που έχουν να ξοδεύουν, απάντησε με στυφή φωνή και με ένα νεύμα του κεφαλιού, αποχαιρέτησε τον καστανά.

-Καλή χρονιά,  τον είχε ακούσει να φωνάζει καθώς απομακρυνόταν.

Ήταν ένας γέρος γκρινιάρης. Δεν του άρεσαν οι γιορτές, ούτε και οι τυμπανοκρουσίες. Αυτό ήταν η αλήθεια του. Ποτέ του δεν είχε αποδεχτεί το εφήμερο νόημά τους και δυσκολευόταν να εξηγήσει στους γύρω του τις αιτίες αυτής της άρνησης. Γιατί ως άρνηση μετέφραζαν την στάση του και τον ίδιο, ως έναν γραφικό Σκρούτζ. Πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να αιτιολογήσει αυτή την δυσθυμία του;

Τα άφηνε όλα πάνω στον χρόνο. Η μοναδική του κάλυψη και το απάγκιο στις ώρες που στένευαν οι λέξεις. Καθώς κι εκείνες με τη σειρά τους, είχαν αποδειχτεί πολλές φορές ανεπαρκείς, στην προσπάθειά του να ξορκίσει τη θλίψη του.

-Κουταμάρες. Με τον αέρα συνομιλώ. Είναι τόσο δυνατή η φασαρία τριγύρω μου, μα το κεφάλι μου είναι ακόμα γεμάτο από σκέψεις.

Αισθάνθηκε το σώμα του πιασμένο και κάθισε σε ένα παγκάκι, όπου ξεφλούδισε τα υπόλοιπα κάστανα.

Τα πιτσιρίκια εξακολουθούσαν το παιχνίδι τους κι οι γονείς καμάρωναν, παγωμένοι, σαν αγάλματα στην στολισμένη πλατεία.

Στα ξαναμμένα πρόσωπα των ξένων που τον προσπερνούσαν, διέκρινε τη φλόγα μιας εφήμερης ευτυχίας. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο καλοσύνης, ανακατεμένο με το αδιόρατο άγγιγμα μιας ηθικής, πλασμένης από κουραμπιέδες και λαμπιόνια που τρεμόπαιζαν στον αέρα.

«Γίνονταν καλύτεροι ή χειρότεροι οι άνθρωποι στις γιορτές;» Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά.  «Kι αν γίνονταν καλοί, απλοχέρηδες και φιλάνθρωποι, για πόσο; Πόσο διαρκούσαν οι παρενέργειες των γιορτών; Όλοι έδειχναν να ξοδεύουν, να δίνουν, αλλά πόσο δίνονταν; Τι ποσοστό τους ξόδευαν αλήθεια;

Είναι όπως το αλκοόλ, σκέφτηκε, που την επόμενη μέρα θα τους έχει αφήσει μια θολή μνήμη κι έναν δυνατό πονοκέφαλο. Ή μήπως, σαν το λουκούλλειο γεύμα των Χριστουγέννων, που θα τους προκαλούσε δυσπεψία και βαρυστομαχιά; Και μετά την Πρωτοχρονιά; Τι θα συνέβαινε; Ένας κατεβασμένος διακόπτης πάλι; Τέρμα οι αγαθοεργίες, φτάνει με το αίσθημα της φιλανθρωπίας, δώσαμε όλοι ότι μας περίσσευε και έληξε η φιέστα; Είναι κι αυτή η θλίψη των γιορτών, πόσες φορές δεν το είχε ακούσει αυτό;»

Κι όσο το συλλογιζόταν, τόσο πιο παράδοξα του φαίνονταν αυτά τα λόγια.

«Λέξεις κλισέ, σχεδιασμένες να πετυχαίνουν το στόχο, στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων. Η θλίψη είναι μέσα μας, θέλει να φωνάξει.

Δεν είναι ίδιον των γιορτών, παρά μονάχα της δικής μας αποξένωσης. Κι αυτός ο κόκκινος σκούφος  που κρέμεται χαριτωμένα πλάι στ’ αυτί σας, κρατήστε τον για πάντα εκεί. Μαζί με το χαμόγελο που στάζει άχνη ζάχαρη και τα γελαστά μάτια των παιδιών, στη θέα των δώρων.

Δεν είναι θλίψη αυτό που αισθάνομαι. Δεν είμαι ένας χαρακτήρας που φτιάχτηκε για να τρομάζουν τα παιδιά. Δεν είμαι γκρινιάρης, ούτε ιδιότροπος. Όχι, δεν μου αρέσουν οι γιορτές, γιατί δεν φτιάχνουμε εμείς γιορτή την κάθε μας μέρα.

Θέλω κάθε πρωινό μας ξύπνημα να μοιάζει της Πρωτοχρονιάς κι ο προσωπικός μας απολογισμός  να μην διαλύεται, σαν πάχνη το επόμενο ξημέρωμα.

Θέλω ν’ αντηχεί ο τόπος γέλια και χαρούμενες φωνές παιδιών, εκστασιασμένες μπροστά σε απρόσμενα δώρα.

Να’ ναι τα σπίτια ανοιχτά, για κάθε πεινασμένο ταξιδιώτη και στις κουζίνες να μπερδεύονται γλυκά, η κανέλλα με το μαχλέπι. Θέλω ν’ ακουμπάνε οι καρδιές, στάχτη να γίνονται τα χιλιόμετρα, να καίγονται τα διαβατήρια αχρηστεμένα στα συρτάρια της λήθης.

Όλοι μια αγκαλιά, κανένας μόνος, κανείς δίχως στέγη και φαγητό, όλο το χρόνο.

Θέλω οι γυναίκες να είναι κάθε μέρα αστραφτερές και οι άντρες στοργικοί μαζί τους. Να είναι τα φιλιά τους καυτά, σαν βασιλόπιτα που βγήκε μόλις από το φούρνο. Αντί για καλημέρα, να λένε χρόνια πολλά και να το εννοούν.

Να χιονίζει, αδιάκοπα, ένα φρέσκο χιόνι με νιφάδες αφράτες, σαν ολόδροσο βαμβάκι κι η μοναδική μουσική που θα ακούγεται, να’ ναι τα κάλαντα, τραγουδισμένα από ευτυχισμένα παιδιά με κόκκινους σκούφους.»

-Άνθρωποι ζήστε, πιο πάνω από τις γιορτές, φώναξε δυνατά, βγάζοντας το κασκόλ του. Κάθε μέρα σας ανήκει, χτίστε λοιπόν όνειρα, φτιάξτε σχεδίες που θα σας αρμενίσουν τρυφερά σε κάθε σας ταξίδι. Συλλογιστείτε τις στιγμές που χάσατε πνιγμένοι στη σιωπή ή στον εγωισμό σας και ρίξτε άκυρο στην μιζέρια. Κρατήστε καλυμμένη την πυξίδα σας στο μέρος της καρδιάς, έτσι που να σας οδηγεί πάντα στην αγάπη.

Τα μάτια του γυάλιζαν, όπως τα καινούργια στολίδια ενός χριστουγεννιάτικου δέντρου, καθώς τα χέρια του άνοιγαν διάπλατα για ν’ αγκαλιάσουν το χιόνι που είχε αρχίσει να πέφτει πυκνό…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη