«Κρύο πιάτο η εκδίκηση», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

      Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, επιθετικό άτομο δεν υπήρξα. Λίγη λεκτική επιθετικότητα ίσως και να την είχα, μα για σωματική ούτε σαν σκέψη.

Λέω εγώ τώρα, γιατί η μάνα μου κάπως αλλιώς μου τα διηγείται…

    «Εκεί γύρω στα δύο σου χρόνια σε πήρα να πάμε επίσκεψη σε συγγενικό μας σπίτι.

    Ο κόσμος τότε, αντάλλασε επισκέψεις χωρίς απαραίτητα να έχει ειδοποιήσει, μιας και αδυνατούσε να το κάνει ελλείψει τηλεφώνου. Και όμως, ήσουν πάντοτε ευπρόσδεκτος και τα σπίτια έτοιμα να δεχτούν τον επισκέπτη κυρίως την ώρα του καφέ εκεί γύρω στις 4-5μ.μ..

Βάλαμε τα καλά μας, πήραμε γλυκά από το πιο σικάτο ζαχαροπλαστείο της περιοχής και ξεκινήσαμε το μικροτάξιδό μας. Το χαρακτηρίζω έτσι, γιατί την εποχή στην οποία αναφέρομαι η μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή δεν γινόταν μεν με γάιδαρο, στις πόλεις τουλάχιστον, αλλά με κάτι δυσκίνητα και  αγκομαχούντα γκαζοζέν, που εν μέσω σκόνης και λακουβών που κουνιόσουν περισσότερο από το να είσαι σε καράβι σε τρικυμισμένη θάλασσα, η διαδρομή κρατούσε ώρες. Άρα το ταξιδάκι μας είχε αναγκαστικά και όλα τα αρνητικά ενός ταξιδιού χωρίς τις σημερινές βέβαια ανέσεις. Αυτά, για να θυμόμαστε και να μην ωραιοποιούμε τα παλιά, συλλήβδην.

    Μας υποδέχτηκαν οι άνθρωποι με ανοικτές αγκάλες και ειλικρινή συγκίνηση. Μα εσύ για λόγους που δεν εξήγησες ποτέ, από  την αρχή της άφιξης κρέμασες κάτι μούτρα περίεργα, αγενέστατα και με  όλα τα στοιχεία ενός κακομαθημένου κωλόπαιδου. Είδες τα ξαδερφάκια σου με μισό μάτι και ας ήσουν μικρότερή τους και ηλικιακά και σωματικά.

    Μουτρωμένη πάντα, πήγες να παίξεις μαζί τους στον πανέμορφο κήπο με την παραδεισένια λιμνούλα, που έκανε ακόμα και εμάς  τους μεγάλους να κάνουμε φανταστικά ταξίδια  με το ομοίωμα βαρκούλας που ήταν πάντα αραγμένη στην μικρή της όχθη.

    Και ενώ εμείς απολαμβάναμε τον καφέ μας με τα μοσχομυρισμένα κουλουράκια που ήταν προϊόν της Ζαχαροπλαστικής δεινότητας της ξαδέρφης μου, ακούμε μια τσιρίδα που για δευτερόλεπτα μας πάγωσε. Πεταχτήκαμε σαν ελατήρια από τη θέση μας και πήγαμε στον κήπο όπου αφελώς νομίζαμε ότι τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα και ασφαλή.

Το κοριτσάκι της ξαδέρφης κρατούσε το χεράκι του και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ από τον πόνο, απ’ ό,τι καταλάβαμε μέσες άκρες.

«Βρε καλό μου βρε χρυσό μου, τι έχει το χεράκι σου για να δω» να του λέει η μάνα του μα αυτό το είχε σκεπασμένο με το άλλο το χέρι σαν για να το προστατέψει και να πονάει λιγότερο.

    Το παίρνει η μάνα του αγκαλιά και καταφέρνει με γλύκα και φροντίδα να ξεσκεπάσει το χέρι του παιδιού.

    «Θεέ και Κύριε, τι είν’ τούτο παιδάκι μου;» Μα τι ρωτούσε η μάνα, ήταν εμφανέστατη μια δαγκωνιά με τα σημάδια από παιδικά δόντια να ξεχωρίζουν πάνω στο κατακόκκινο και πρησμένο χεράκι του παιδιού.

«Ποιος το έκανε αυτό μωρό μου;» ξανά μανά ρωτά…

Και εκείνο, μέσα από αναφιλητά, δείχνει με το βλέμμα του την αφεντιά σου. Εσύ λοιπόν ο δράστης που λίγο ακόμη να φας το χέρι του παιδιού, που για όποιον λόγο και αν το έκανες δίκιο βέβαια δεν είχες.

Εγώ, να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Αναστατώσαμε με τον ερχομό μας ένα ήσυχο απόγευμά τους, μα να τους ‘’φάμε’’ κιόλας παραήταν πολύ.        Καταντροπιασμένη και με χίλιες  δυο δικαιολογίες  που προσπαθούσα να τις κάνω να μοιάζουν αληθοφανείς, τα μάζεψα σε πήρα και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, υπό τις ευγενικές διαμαρτυρίες της ξαδέρφης που ψύχραιμα προσπάθησε να αποφορτίσει το κλίμα παρακαλώντας με να μη φύγουμε. Εγώ στη θέση της θα σε είχα το λιγότερο σκαμπιλίσει. Μα όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει, διέκρινες  και το θυμό της ίσως και για εμένα ακόμη που μεγάλωνα ένα τέτοιο θηρίο. Η δε γιαγιά του παιδιού, φανερά εκνευρισμένη μα ψύχραιμη κι αυτή, μου λέει καθώς φεύγαμε:

«Μαρίτσα, καλού-κακού παίρνε μαζί σου και κανένα φίμωτρο…»

    Φυσικά και ο γυρισμός μας ήταν για σένα μια κόλαση που και τις ξυλιές σου έφαγες κατά μόνας, και τα λογάκια σου τα άκουσες, το ”δεν σ’ αγαπώ’’ μου όμως σε πλήγωσε πάνω από όλα. Από τότε ίσως κατάλαβες ότι το ‘’Σ’ ΑΓΑΠΩ’’ κερδίζεται και δεν είναι αυτονόητο κεκτημένο.

    Τα χρόνια πέρασαν.

Τα παιδιά μεγαλώσατε, εμείς γεράσαμε, μα εκείνο τα περιστατικό δεν ξεχάστηκε, ούτε από τους συγγενείς εκείνους, ούτε από εμάς φυσικά. Το  διηγούμασταν κάθε, μα κάθε φορά που ανταμώναμε, με γελαστή επιείκεια για τα κακομαθημένα κωλόπαιδα.

    Θα ήσουν πάνω κάτω δέκα επτά χρόνων, το θυμάμαι καλά, γιατί το ‘’κορίτσι της δαγκωματιάς’’, που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερό σου, γιόρταζε την απόλυση από το 8τάξιο Γυμνάσιο και ήμασταν καλεσμένοι στην μεγάλη γιορτή που έδινε στο ολοστόλιστο σπίτι, για να γιορτάσει το γεγονός και τα  18 του χρόνια.

    Νεολαία και τα γέλια και οι χαρούμενες φωνές των παιδιών, μας υποδέχτηκαν πολύ πριν φτάσουμε στην πανέμορφη μονοκατοικία.

    Φτάνουμε και με το που ανοίγουμε  την πόρτα του κήπου, όπου χόρευαν τα παιδιά υπό τους ήχους των Μπητλς, ένας σκύλαρος κατάμαυρος πίσσα, πετιέται από το πουθενά και θυμάσαι τι ωραία δαγκωματιά έδωσε στο ωραίο σου χεράκι.

    Τώρα αυτό τι ήταν; Κάποιος ας μου πει. Τόσος κόσμος εκεί μέσα και άλλος τόσος μπαινόβγαινε σε σπίτι και κήπο και ο σκύλος ΜΟΝΟΝ ΕΣΕΝΑ έβαλε στο στόχαστρο στα καλά καθούμενα;

    Δύο τινά μπορούσαν να έχουν συμβεί:

Είτε θέλησε να εκδικηθεί για την δαγκωνιά που πριν χρόνια έδωσες στην αγαπημένη του αφεντικίνα και που άκουσε άπειρες φορές να την εξιστορούν στο σπίτι αυτό και από καιρό σε είχε στο στόχαστρο, είτε θέλησε να σε προλάβει και να μην επαναλάβεις το ανδραγάθημά σου σε μια τόσο σημαντική και γιορτινή στιγμή της κυράς του, εξ ενστίκτου να έδρασε έτσι, οδηγούμενος από την έκτη αίσθηση, που ως λέγεται έχουν τα νοήμονα τούτα ζωντανά. Ό,τι και να συνέβαινε πάντως ένα είναι το σίγουρο. Η ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ και το καλύτερο, δεν βρέθηκε κανείς να την κατηγορήσει…

    Και άντε εμείς να αφήσουμε την γιορτή και να τρέχουμε βραδιάτικα στο Ινστιτούτο Παστέρ, άντε εξετάσεις του σκύλαρου όπως απαιτήσαμε, άντε αντιλυσσικά εμβόλια, αγωνίες και τρεχάματα.

    Έτσι είναι κόρη μου. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, ή επί το θρησκευτικότερον , ‘’μάχαιραν έδωκες μάχαιρα θα λάβεις’’.

Και επιτέλους η…  βεντέτα σταμάτησε εκεί. Γιατί, πράγμα περίεργο, δεν θυμάμαι στα χρόνια που ακολούθησαν να ξανά αναφέρθηκε κανείς  ούτε στο δάγκωμα το δικό σου, ούτε αυτό του αράπη σκύλου!…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη