“Κι αύριο με υγεία”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

[Δυο ηλικιωμένες αδερφές μιλάνε στο τηλέφωνο. ]

–Έλα Αντωνία, εγώ είμαι… Τι κάνετε; Αργήσατε να γυρίσετε, σε πήρα κάνα δυο φορές και δεν απάντησες…

–Ναι, να καμιά ώρα έχουμε που γυρίσαμε. Δε σου είπα πως θα πάμε στην κηδεία, τι έπαιρνες;

–Ε, δεν ήξερα τι ώρα ήταν ακριβώς, γι’ αυτό έπαιρνα. Πέρασε, όμως,  η Aσήμω από δω και μου είπε πως σας είδε από μακριά με τον Δήμο.

–Α, ναι την είδα κι εγώ, αλλά δεν προλάβαμε να μιλήσουμε.

–Τι νέα; Πώς ήταν;

–Ε, πώς θες να ήταν μωρέ Τούλα, κηδεία ήταν –έξω από δω —τι καλοσύνη να είχε;

–Είχε κόσμο; Είδες κανέναν από το σόι μας;

–Μπα… Τι κόσμο να έχει, ενενήντα χρονών έφτασε ο συγχωρεμένος. Ήταν κι απόγευμα, μετά μέχρι να πάμε για έναν καφέ, να χαιρετήσουμε, πέρασε η ώρα…

–Η χήρα τι έκανε η καψερή; Ε, όσο να πεις έχασε τον σύντροφό της, δεν είναι και λίγο…

–Η Κατίνα; Τι ανάγκη έχει αυτή τώρα μωρέ; Θα ξεκουραστεί δε λες η γυναίκα τόσο που την παίδεψε ο συγχωρεμένος. Τρία χρόνια κατάκοιτος ήτανε…

–Δεν έκλαιγε δηλαδή; Δεν του ‘πε κανένα μοιρολόι;

–Εεεε, έκλαιγε πως… Και τα παιδιά του κλαίγανε, όπως και να το κάνεις… γονιός ήταν μωρέ Τούλα.

–Εμ, αυτό λέω κι εγώ ντε. Θα την πάρει τη σύνταξή του τώρα η Κατίνα, ποιος ξέρει;

–Αμέ, άκου δε θα την πάρει… Κι η Παναγιώτα εδώ από πάνω η γειτόνισσα που έχασε τον άντρα της πέρυσι, την πήρε και τη δικιά του. Δεν στο ‘χα πει;

–Ναι, γι’ αυτό ρωτάω… Δε μας το κόψανε κι αυτό δηλαδή; Όποιος και να πεθάνει από το ζευγάρι θα την πάρει ο άλλος, ε;

–Ναι, έτσι μου ‘πε ο Δήμος. Δεν την παίρνουν ολόκληρη, τους κόβουν ένα ποσό, αλλά κάνα τρακοσάρι  περίπου λέει το δικαιούται.

–Μμμμ, καλό είναι αυτό. Δηλαδή άμα πεθάνω πρώτη εγώ, τη δικαιούται ο Γιάννης τη δικιά μου,  δε θα τη χάσει…

–Όχι, όχι… τη δικαιούται. Αλλά νομίζω μόνο για τρία χρόνια τη δίνουν κι ύστερα την κόβουν.

–Πάλι καλά. Να μην έχουμε κι αυτό τον φόβο… ποιος θα φύγει πρώτος. Ε, ας είναι και τρία χρόνια, απ’ το ντιπ κι ολότελα… Πόσο θα ζήσει κι ο άλλος αν είναι γερόντια; Τα παιδιά σκέφτομαι μονάχα τι θα κάνουν μετά, που δε θα ‘χουνε από πουθενά βοήθεια…

–Έλα ντε, πώς μας καταντήσανε οι συφοριασμένοι! Να σκεφτόμαστε και να πεθάνουμε! Άσε το πόσα λεφτά θες για μια κηδεία τώρα! Τα παιδιά δεν ξέρουν από πού να κόψουνε για να βγάλουνε τα έξοδα…

–Μη συζητάς… Μόνο η κηδεία; Το μνήμα πού το βάζεις; Τα μνημόσυνα μετά; Δε συμφέρει παιδί μου ούτε να πεθάνουμε σήμερα, σκεφτόμαστε τα παιδιά μας που θα μας σιχτιρίζουνε από πίσω για τα έξοδα…

–Εμ, τι ψέματα; Παλιά βάζανε οι γονείς και καμιά δραχμή στην άκρη για τις κηδείες τους. Τώρα πού να τα βρούνε, αφού βοηθάνε και τα παιδιά τους που δεν βγαίνουνε πουθενά…

–Δε μου λες Aντωνία, τώρα που το θυμήθηκα… θα φτιάξεις πρόσφορο μεθαύριο; Είναι ψυχοσάββατο.

–Αααα, πω πω, καλά που μου το είπες, να πάρω τηλέφωνο να παραγγείλω ένα… Εσύ δε θα φτιάξεις;

–Παρήγγειλα κι εγώ από χθες. Να θυμηθώ μονάχα να βάλω τον Γιάννη να μου γράψει τα ονόματα των πεθαμένων, να τα έχω κι αυτά έτοιμα μεθαύριο.

–Καλά λες. Κι εγώ από σήμερα θα τα γράψω… Να βάλεις και τη θεία μας τη Χρυσάφω την κακομοίρα, όλο στον ύπνο μου τη βλέπω τελευταία, θα πεινάει η καημενούλα… δεν έχει κανέναν να της φτιάξει ένα πρόσφορο.

–Γιατί, εσύ δε θα τη βάλεις; Το ίδιο είναι.

–Θα τη βάλω χριστιανή μου, τι σε πειράζει να φάει κι απ’ το δικό σου;

–Ωχχχ, μωρέ Αντωνία… καλά θα τη βάλω. Λες κι έχουνε καμιά σημασία τώρα αυτά, όλους θα τους διαβάσει ο παπάς, μια φορά άμα το βάλουμε το όνομα πιάνει.

–Τον είδες αυτόν τον τενεκέ τον ξεγάνωτο, τον Γερμανό ντε… το μεσημέρι που μίλησε στις ειδήσεις; Να μας κόψουνε κι άλλο είπε στον πρωθυπουργό τις συντάξεις, για να βγάλουνε τα λεφτά για τις δόσεις που τους χρωστάμε…

–Άντε να δούμε τι θα γίνει… Όλα από μας τους συνταξιούχους θέλουνε να τα βγάλουνε. Πού θα πάει αυτό το βιολί; Δεν είδες οι αγρότες τι φτιάξανε με τα τρακτέρ; Δεν κάνει πίσω με τίποτα τώρα ο κόσμος. Όλοι υποφέρουνε… Όλοι έχουνε το δίκιο τους.

–Δίκιο έχουνε βέβαια, τι έχουνε; Άστα μωρέ Τούλα… Εγώ αν δεν πιω αυτά τα καταραμένα τα ηρεμιστικά δεν κλείνω μάτι τη νύχτα. Και τώρα θέλω να πάω στον γιατρό να μου δώσει κανένα πιο βαρύ γιατί δε με πιάνουνε αυτά μου φαίνεται τόσα χρόνια που τα παίρνω.

–Να πας Αντωνία, να πας… Κι εγώ μ’ αυτά κοιμάμαι, τι νομίζεις; Όλο έννοια είμαι για τα παιδιά. Κανένα δεν έχει δουλειά, πώς να τα βγάλουνε πέρα με τόσα έξοδα; Πού θα βγει αυτό το κακό; Να μας γυρίσουνε πίσω ξανά στην κατοχή θέλουνε, που δεν είχαμε να φάμε οι αλήτες; Να δούμε τα εγγόνια μας να πεινάνε; Πώς να ‘ταν τρόπος να πέθαινα και να μη ζήσω να δω τέτοιες λαχτάρες…

–Πω,πω,πω! Μην το συζητάς! Ποιος το θέλει αυτό; Δε βλέπεις τι γίνεται μ’ αυτά τα προσφυγόπουλα κάθε μέρα που πνίγονται στη θάλασσα τα μαναράκια; Με πιάνει η καρδιά μου κάθε φορά που τα βλέπω. Τι να πουν κι αυτός ο κόσμος που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα; Αχ Θεούλη μου! Άσπρη μέρα να μη δουν οι συφοριασμένοι εδώ που μας φτάσανε.

–Αααα, εγώ δεν αντέχω να τους βλέπω αυτούς τους άμοιρους…. Μου πιάνεται η ψυχή,  αλλάζω το κανάλι αμέσως. Καλύτερα να δω την Αννίτα να γελάσω καμιά στάλα, παρά τους φτωχούς που βγαίνουν απ’ τις βάρκες με τα χαϊβάνια στα χέρια να κλαίνε…

–Τέλος πάντων… όλο τα ίδια λέμε και πουθενά δε βγαίνει. Τα παιδιά καλά είναι; Γύρισε ο Δημητράκης από την Αθήνα; Τι κάνουν με τον γάμο;

–Γύρισε μωρέ το μανάρι μου χθες. Ε, τι να κάνουν; Παράγγειλαν μπομπονιέρες, βρήκαν φωτογράφο και κανόνισαν για το βίντεο μου είπε…

–Το νυφικό; Το κλείσανε στην Αθήνα τελικά;

–Όχι, τις λες; Πού να βγουν τόσα λεφτά; Το πήραν λέει φωτογραφία και θα πάνε να το ράψουνε εδώ σε μια μοδίστρα, με τα μισά λεφτά.

–Μμμμμ μπράβο, να γλιτώσουν τίποτα, καλά κάνανε. Άντε, με το καλό τα πουλάκια μου, καλά στέφανα να έχουνε και υγεία… τίποτα άλλο δεν είναι να ζητάμε σήμερα με όσα γίνονται.

–Εμ, τι άλλο μωρέ Αντωνία; Να έχουν τουλάχιστον την υγειά τους τα παιδιά μας, να παλέψουνε τώρα που είναι νέα… Εσένα τι κάνουν τα παιδιά; Είπαν τίποτα πάλι εκεί στο εργοστάσιο του παιδιού, που τα φοβερίζουνε πως θα διώξουνε ξανά κόσμο;

–Ξέρω κι εγώ; Έχω σταματήσει να τον ρωτάω τον Νίκο, το βλέπω το παιδί με το κεφάλι κάτω, κάθε μέρα πλανταγμένο … τι να το ρωτήσω, δε θέλω να τον στενοχωρώ κι άλλο.

–Καλά λες… Τι στο καλό μωρέ; Πόσους θα διώξουνε ακόμα; Πώς θα τη βγάλουνε τη δουλειά μετά;

–Εεεε, έχουν τον τρόπο τους αυτοί μην το συζητάς… Σιγά μην λογαριάσουνε αν θα πεινάσει ο άλλος. Ο καθένας κοιτάει την τσέπη του τώρα Τούλα. Με έχει φάει η έγνοια τους, δεν κλείνω μάτι όλη νύχτα. Έχω κι αυτόν τον Δήμο δίπλα να ροχαλίζει συνέχεια ο χριστιανός… Δεν τους νοιάζει τίποτα τους άντρες ήθελα να ‘ξερα; Όλα εμάς μας τυραννάνε;

–Γιατί εμένα ο Γιάννης τι κάνει; Σιγά μην κάθεται να σκεφτεί όσα μου περνάνε απ’ το μυαλό  εμένα όλη μέρα. Καφενείου δώσ’ του κι άστον εκεί να παίζει μέχρι τα μεσάνυχτα ξερή και κολιτσίνα. Πέρα βρέχει παιδάκι μου. Με φτάνει στο αμήν κάθε βράδυ που γυρνάει, όλο μες στην γκρίνια είμαστε.

–Εεε κι εμείς το ίδιο. ‘’Το ρώτησες βρε το παιδί, του λέω χθες, για τη δουλειά τι τους είπανε’’; ‘’Όχι’’, μου απαντάει σαν να μην τρέχει τίποτα. ‘’Άμα τους είχανε πει τίποτα θα μου το ‘λεγε. Τι να το ρωτάω συνέχεια;’’ Με έκανε έξω φρενών πάλι…

–Εμ, κι αυτός ο χριστιανός… να του πεις πως το παιδί περιμένει απ’ τον πατέρα να δείξει λίγο πως το νοιάζεται, πως ανησυχεί. Τι πάει να πει ‘’τι να το ρωτήσω’’;

–Έλα ντε… Μάλλιασε η γλώσσα μου να λέω τα ίδια και τα ίδια βρε Τούλα. Τίποτα παιδί μου, αυτός όπως είπες, νοιάζεται μόνο για την κολιτσίνα και την ξερή. Τα έχει όλα ίσωμα…

–Ιιιιι, να τώρα Αντωνία δείχνει πάλι στις ειδήσεις για εκείνο το παιδί που σκοτώθηκε προχθές. Το είδες;

–Εμ δεν το είδα; Τι ήταν κι αυτό βρε παιδί μου, πάει το παλικάρι! Γι’ αυτό λένε, όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος…

–Τι χρυσό παιδί ήταν αυτό! Τα τραγούδια του, λέει όλα, τα έβγαζε μόνο του και μόνο του είχε μάθει να παίζει την κιθάρα. Όλη τη μέρα χθες γι’ αυτόν μιλάγανε στις εκπομπές. Πάγωσε η Ελλάδα, άστα…

–Τα είδα μωρέ Τούλα και ψυχοπλακώθηκα. Αυτά είναι δράματα! Γι’ αυτό δεν πρέπει τίποτα άλλο να ζητάμε, μονάχα να ‘χει καλά τα παιδιά μας πρέπει να παρακαλάμε το Θεό. Κι η κρίση θα περάσει κι όλα θα περάσουνε άμα έχεις την υγειά σου.

–Έλα ντε… Αυτά σκέφτομαι κι εγώ συνέχεια. Είδες τι κόσμο και ντουνιά είχε αυτό το παλικάρι στην κηδεία του; Τι τραγουδιστές, τι ηθοποιοί, τι πολιτικοί… κι ο απλός κοσμάκης να του πάει ανθοδέσμες… λουλούδια να δούνε τα μάτια σου!

–Εεεε, νέο παιδί και δεν θα είχε κόσμο; Ευτυχώς που οι άνθρωποι συνεχίζουνε να συντρέχουνε ο ένας τον άλλον, ευτυχώς που με τούτα και με κείνα δεν καταφέρανε να μας κάνουνε να χάσουμε και την ανθρωπιά μας… Έστειλες εσύ ρούχα τις προάλλες που μαζεύανε γι’ αυτούς τους φτωχούς τους πρόσφυγες;

–Εμ, δεν έστειλα; Έβαλα τη γυναίκα που ‘χω για το σπίτι και ξεχώρισε ότι δε φοράμε για να τους τα στείλω. Κι όχι παλιά ρούχα, αυτά που δε μας έρχονται  έστειλα. Άσε του Γιάννη, ένα σωρό πουλόβερ και σακάκια που καθόντουσαν μέσα στη ντουλάπα. Και δεν τα λυπήθηκα καθόλου, έτσι πιάνουνε τόπο τουλάχιστον. Κάποιος χριστιανός θα τα φορέσει και θα ζεσταθεί το κοκαλάκι του. Αλήθεια, ήθελα να σε ρωτήσω… χριστιανοί είναι αυτοί οι πρόσφυγες ή έχουν τον Αλάχ όπως οι Τούρκοι; Ακόμα δεν έχω καταλάβει…

–Μμμμ, τώρα το πέτυχες. Σάματις κι εγώ ξέρω; Τι σημασία έχει όμως αυτό; Ο κόσμος τα έχει ανάγκη κι ειδικά αυτά τα παιδάκια που μας κόβουνε την καρδιά… Κι εγώ έστειλα πολλά, έβαλα και τη Μαρία να βρει ρούχα του μικρού που δεν του κάνανε και τα στείλαμε κι αυτά.

— Μπράβο, καλά κάνατε. Άντε Αντωνία να σε κλείσω τώρα… Πήγε εννιά η ώρα, θ’ αρχίσει το Μπρούσκο και δε θέλω να το χάσω. Είδες χθες τι έγινε με τον Ματθαίο; Τον τραυματίσανε… Για να δούμε, δε θα μας δείξει σήμερα ποιοι το κάνανε;

–Μωωωρέ! Πήγε εννιά η ώρα; Κι ήθελα να βράσω λίγο ρύζι, μου ζήτησε ο Δήμος για το στομάχι του…

–Εεεε, δεν αργεί το ρύζι… Βάλτο στη φωτιά και μετά κάτσε να δεις το έργο. Θα τα πούμε αύριο. Άντε καληνύχτα, καλό ξημέρωμα…

–Ναι μωρέ καλά λες. Νάτο άρχισε κιόλας… Μπα, δε φτιάχνω τίποτα. Ας φάει ένα γιαουρτάκι που έχει στο ψυγείο. Όχι θα χάσω το έργο για να του βράσω ρύζι τα μεσάνυχτα που θα γυρίσει απ’ το χαρτάκι του. Ας φάει τα ποδάρια του στο κάτω-κάτω… Δε δικαιούμαι κι εγώ να δω ένα έργο;  Άντε καληνύχτα Τούλα κι αύριο με υγεία!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη