“Κι άμα δεν της κάνανε πλάκα;”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

Έκλεισε το τηλέφωνο ταραγμένη. Η καρδιά της φτερούγισε ασυναίσθητα μ’ αυτό που άκουσε.  Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό της. Ήταν κατακόκκινη από την ένταση. Η γυναίκα δίπλα της συνέχιζε να τη ρωτάει για την τιμή ενός κολιέ με πέρλες που την ενδιέφερε. Εκείνη δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Είχε μείνει ακίνητη σαν άγαλμα και την κοιτούσε με ένα βλέμμα χαμένο. Η άγνωστη της έριξε μια ματιά κι όταν αντιλήφθηκε πως δεν της απαντάει, τρόμαξε ξαφνικά με το ύφος της.

-Είστε καλά; Τι σας συμβαίνει; Μήπως στο τηλέφωνο σάς είπαν κάτι άσχημο για κάποιον δικό σας; Μα… εσείς είστε άσπρη σαν το πανί! Ελάτε καθίστε στην καρέκλα να συνέρθετε… της είπε ανήσυχη και την έπιασε απ’ το χέρι να την οδηγήσει δυο βήματα πιο πέρα, στην καρέκλα του γραφείου της.

Η Πόπη την ευχαρίστησε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια της. Κάθισε κι ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν ακόμα.

-Δεν είναι τίποτα. Ευχαριστώ… Μια ζαλάδα ένιωσα… Μου περνάει ήδη… της είπε ψελλίζοντας κάποιες δικαιολογίες για τη στάση της.

Η γυναίκα έφυγε μετά από λίγα λεπτά, αφού τη βεβαίωσε η ίδια πως συνήρθε και της ζήτησε συγνώμη για το περιστατικό. Αμέσως μετά, άρπαξε το παλτό της από την κρεμάστρα, πήρε την τσάντα της και το κινητό της από το γραφείο και κλείδωσε την πόρτα του μαγαζιού στα γρήγορα, για να μην την προλάβει ξανά καμιά πελάτισσα και την καθυστερήσει.

Τυλίχτηκε με το κασκόλ της καλά και προχώρησε βιαστική να περάσει απέναντι στο δρόμο. Μα πού πάει; Αναρωτήθηκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, απορημένη με την παρορμητική  αντίδρασή της. Είναι δυνατόν! Έτσι απλά άρπαξε την τσάντα της και παράτησε το μαγαζί της πρωινιάτικα για να πάει, πού; Εκεί που της υπέδειξε μια άγνωστη φωνή απ’ το πουθενά; Η αλήθεια είναι, όμως, πως αυτή η άγνωστη φωνή την τάραξε πολύ. Το ύφος της, η χροιά της… Και κυρίως τα λόγια της! «Αν ήθελε», της είπε, «να μάθει πού  βρίσκεται ο άντρας της, να πάει τώρα αμέσως στο διαμέρισμα του γιου τους, για να τον δει με τα ίδια της τα μάτια στην αγκαλιά μιας άλλης». Μα είναι δυνατόν! Ο Σπύρος; Ο Σπύρος της να είναι στην αγκαλιά μιας άλλης;

Πέρασε τρέχοντας, σχεδόν, το δρόμο απέναντι για να προλάβει το πράσινο φανάρι. Ένας οδηγός πέρασε ξυστά στο πλάι της και κάτι μουρμούρισε εκνευρισμένος. Εκείνη συνέχισε να περπατάει χωρίς να του δώσει καμιά σημασία κι έκοψε απότομα μέσα από ένα στενό για ν’ αποφύγει τους γνωστούς της στον πεζόδρομο. Μα γιατί δεν του κάνει ένα τηλέφωνο να δει πού βρίσκεται; Γιατί δεν περνάει καλύτερα απ’ τη δουλειά του; Δυο στενά πιο κάτω είναι το ταχυδρομείο που δουλεύει, γιατί δεν το κάνει; Γιατί βάζει τον εαυτό της σε μια τέτοια επώδυνη διαδικασία; Της σάλεψε τελείως; Ο Σπύρος της; Ο άντρας της; Αυτός την έχει κορώνα στο κεφάλι του τόσα χρόνια. Γιατί, λοιπόν, να της το κάνει αυτό πίσω απ’ την πλάτη της;

«Και πώς γίνονται αυτά τα πράγματα κυρία μου; Πίσω απ’ την πλάτη μας δε γίνονται; Έτσι φάτσα φόρα θα σου τα φόραγε δηλαδή; Δεν έχεις ακούσει που λένε πως ο κερατάς ο καψερός το μαθαίνει τελευταίος;» άκουγε μια άγνωστη φωνή μέσα της να της κάνει ερωτήσεις και να την ωθεί να εξακολουθήσει το δρόμο της. Μα ο άντρας της δεν της είχε δώσει ποτέ αφορμή μέχρι σήμερα για να τον υποπτεύεται. Αν κάτι πήγαινε στραβά δεν θα το είχε αντιληφθεί και η ίδια; Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα, από τη μια στιγμή στην άλλη; Χωρίς λόγο; Χωρίς αιτία; Χωρίς απωθημένα; Αναρωτήθηκε ξανά μες στα επόμενα δέκα βήματά της. Από μακριά αναγνώρισε κάποια γνωστή της και θέλησε να την αποφύγει. Έστριψε ξανά απότομα μέσα στο επόμενο στενό που θα την έβγαζε δυο βήματα από το γραφείο του άντρα της. Μα τι κάνει; Τρελάθηκε; Μήπως είναι καλύτερα να γυρίσει πίσω και να κάτσει με ηρεμία να σκεφτεί λογικά; Κι άμα, όμως, δεν της κάνανε πλάκα;

Κι άμα αυτή η άγνωστη γυναίκα που την αναστάτωσε πρωινιάτικα της έλεγε την αλήθεια; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το εξακριβώσει, παρά μονάχα αυτός. Αυτός ο δρόμος που διάλεξε να πάρει για να την οδηγήσει στο διαμέρισμα του γιου τους, που εδώ και κάτι μήνες είναι άδειο, αφού το παιδί έφυγε για το μεταπτυχιακό του στην Πράγα. Πώς γνωρίζει, όμως, εκείνη η γυναίκα γι’ αυτό το διαμέρισμα; Ποια είναι; Η απόρρητη κλήση που δέχτηκε στο κινητό της δεν της επιτρέπει να καλέσει πίσω τον αριθμό της, μήπως καταφέρει και βγάλει μια άκρη. Να είναι κάποια γνωστή της καλοθελήτρια, που θέλησε να της ανοίξει τα μάτια για τον άντρα της και την ερωμένη του; Να είναι η ίδια η ερωμένη του, που θέλησε να της αποκαλύψει το μυστικό τους για να τους χωρίσει και να τον κερδίσει εκείνη; Μα τι σκέφτεται; Τι άρρωστες σκέψεις περνάνε από το μυαλό της; Ο  Σπύρος της ποτέ δεν θα της έκανε τέτοιο κακό, είναι βέβαιη. Ακόμα κι αν ένιωθε την ανάγκη κάποτε να την απατήσει, δε θα την πρόδιδε μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι σίγουρη γι’ αυτό.

«Μπα; Και με ποιον τρόπο θα το έκανε δηλαδή; Υπάρχουν πολλοί τρόποι σε τέτοιες αμαρτωλές ιστορίες; Υπάρχουν καλοί τρόποι, που δεν πονάνε; Όπως και να το έκανε το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Η πράξη είναι που μετράει. Η πράξη και η απάτη που κάνεις στον άνθρωπό σου…» συνέχισε να φωνάζει μες στ’ αυτιά της η άγνωστη φωνή και να φέρνει τις αντιρρήσεις της, σε όσα προσπαθούσε να σκεφτεί για να ηρεμήσει κάπως. Τα βήματά της την οδηγούσαν στο ταχυδρομείο. Σε δυο λεπτά, αν ήθελε, θα στεκόταν μπροστά στο γραφείο του και μόλις τον αντίκριζε στη θέση του, θα ανακουφιζόταν σίγουρα και θα ξαλάφρωνε από όλες αυτές τις αφόρητες κακές σκέψεις, που της ξύπνησε στα καλά καθούμενα μια άγνωστη. Θα προφασιζόταν, πως πετάχτηκε να στείλει κάτι βραχιόλια που της ζήτησε μια φίλη της απ’ την Αθήνα και πως πέρασε να τον χαιρετήσει. Και το βράδυ, ίσως, να μοιραζόταν μαζί του την περιπέτειά της για να τον δοκιμάσει και λίγο. Να δει την αντίδρασή του σε όσα θα του εκμυστηρευόταν γι’ αυτή την άγνωστη, που την αναστάτωσε χωρίς λόγο… Χωρίς λόγο; Ήταν λοιπόν τόσο σίγουρη; Κι άμα δεν της κάνανε πλάκα;

Στάθηκε ακίνητη για λίγο μπροστά στην πόρτα του ταχυδρομείου που ανοιγόκλεινε συχνά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα. Έριξε μια ματιά γύρω της μήπως και τον πιάσει η ματιά της κάπου. Η κοπέλα στο πρώτο ταμείο, μόλις την είδε να μπαίνει, της χαμογέλασε από μακριά. Όλοι οι υπάλληλοι εκεί μέσα τη γνώριζαν φυσικά. Ήταν η γυναίκα του Σπύρου. Ο Σπύρος πού ήταν; Αναρωτήθηκε σιωπηλά κι ευχήθηκε ολόθερμα από μέσα της να είναι στο πάνω πάτωμα που βρίσκεται το γραφείο του. Στο γραφείο του, άλλωστε, είναι λογικό να βρίσκεται. Πού αλλού; Μέτρησε έντεκα σκαλιά ανεβαίνοντας, χαιρέτησε με τα μάτια άλλον έναν υπάλληλο γνωστό τους και διέσχισε το μικρό διάδρομο που θα την οδηγούσε στο γραφείο του με την ψυχή στο στόμα. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα κι έσπρωξε απαλά την πόρτα. Τα πόδια της έτρεμαν. Και τα χέρια της. Η καρέκλα του Σπύρου ήταν άδεια. Ένιωσε να ιδρώνει από την ένταση. Μα πού είναι ο Σπύρος της; Δεν είναι δυνατόν! Σωριάστηκε στην πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του κι έκλεισε τα μάτια της που την έτσουζαν από τα δάκρυα της απογοήτευσης. Όλα κατέρρευσαν εμπρός της ξαφνικά. Είχε λοιπόν δίκιο αυτή η άγνωστη γυναίκα που την κάλεσε στο τηλέφωνο ;

Ο Σπύρος εμφανίστηκε στο γραφείο του μετά από ένα λεπτό, φορτωμένος με ένα χαρτομάνι στα χέρια του. Η παρουσία της τον ξάφνιασε ευχάριστα. Ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε τα χείλη του μόλις την αντίκρισε.

-Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή! Έκλεισες το μαγαζί; Πώς κι από ‘δω; τη ρώτησε εύθυμος ακουμπώντας τα χαρτιά του στο γραφείο.

 Η Πόπη έμεινε άναυδη να τον κοιτάζει σαν χαμένη. Ό,τι είχε προετοιμάσει να του πει πριν λίγο το ξέχασε. Τίποτα δεν μπορούσε να συλλαβίσει, καμιά λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της μετά από την απρόσμενη παρουσία του. Ανακουφισμένη, έπνιξε με κόπο τους λυγμούς που ανέβαιναν πριν λίγο στο λαιμό της. Συνέχιζε να τον κοιτάζει σιωπηλή και να τον χαϊδεύει με το βλέμμα της.

-Πόπη, είσαι καλά; Γιατί δε μιλάς; Τι σου συμβαίνει; τη ρώτησε με ενδιαφέρον καθώς την πλησίασε και την άγγιξε απαλά στον ώμο.

-Καλά είμαι… τον βεβαίωσε εκείνη κι ένα νευρικό γέλιο ξεπήδησε απ’ το λαρύγγι της, που εκδήλωνε φανερά την αμηχανία της.

-Πέρασα να στείλω ένα δέμα στην Κατερίνα… συμπλήρωσε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την ψυχραιμία της και να δικαιολογήσει συνάμα την παρουσία της.

-Να κεράσω καφέ; της πρότεινε με χαρά εκείνος, ευδιάθετος, πιθανώς απ’ την επίσκεψή της.

-Όχι, πρέπει να φύγω… Έχω κλείσει το μαγαζί… του απάντησε η Πόπη χαμογελώντας με κόπο και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.

Ο Σπύρος τη συνόδεψε ως το διάδρομο. Την πίστεψε. Δεν της φάνηκε υποψιασμένος. Ούτε και ένοχος. Ούτε αμήχανος. Μα τι έπαθε; Τι παράλογη συμπεριφορά ήταν αυτή σήμερα; Μα είναι δυνατόν να πίστεψε τα λόγια εκείνης της άγνωστης; Είναι δυνατόν ο Σπύρος της; Ο δικός της Σπύρος να ήτανε σήμερα στη γκαρσονιέρα του γιου τους και να βρισκόταν στην αγκαλιά μιας άλλης; Χωρίς λόγο; Χωρίς αιτία;

Κατέβηκε τη σκάλα και χαιρέτησε την προϊσταμένη που στεκόταν όρθια στο γραφείο της. Χαιρέτησε κι μ’ ένα νεύμα την Αρετή που ήτανε στο ταμείο, όταν πέρασε δίπλα της. Βγήκε ανακουφισμένη από το ταχυδρομείο και πήρε ξανά το δρόμο προς το μαγαζί της. Τα πόδια της συνέχισαν να τρέμουν ελαφρά, μα η ένταση που ένιωθε λίγο πριν να σφίγγει το στήθος της σαν μέγγενη, ευτυχώς, την είχε εγκαταλείψει. Κι η παρουσία του Σπύρου ήτανε η αφορμή αυτής της ανακούφισης. Η παρουσία του άντρας της στο γραφείο του, που της αποδείκνυε τρανά πως δεν την απατούσε.

Μα ποια κακοήθης θέλησε να την ταράξει τόσο; Γιατί το έκανε άραγε; Κι άμα πρόκειται για κάποια που έχει βάλει στο μάτι τον άντρα της; Μια από αυτές τις γυναίκες, που για να τονώσουν τη χαμένη αυτοπεποίθησή τους τα ρίχνουν σε παντρεμένους, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθούν; Πόσα τέτοια δεν έχει ακούσει να συμβαίνουν καθημερινά; Ακόμα και στον περίγυρό τους έχουν συμβεί τέτοια τρελά σενάρια, γιατί ο Σπύρος της να αποτελεί εξαίρεση λοιπόν; αναρωτήθηκε ξανά σιωπηλά…

Γιατί; Άκου γιατί! Κοίτα να δεις τι τη βασανίζει τώρα… Τι κάθισε και έπλασε η φαντασία της… Μα γιατί την αγαπάει βέβαια, γι’ αυτό και μόνο. Δεν είναι αρκετός αυτός ο λόγος; Ο άντρας την αγαπάει και τη σέβεται. Δεν είναι δυνατόν να έχει μπλεχτεί σε τέτοιες βρώμικες ιστορίες. «Κι άμα του την έπεσε αυτή η άγνωστη για να δοκιμάσεις τις αντοχές του; Πώς θα αντιδρούσε ο Σπύρος σου άραγε σε μια τέτοια περίπτωση;» συνέχισε αυτή η εσωτερική φωνή, που δεν την αφήνει σε ησυχία και γυρεύει συνεχώς να τη συγχύσει.

Ξαφνικά παραπάτησε από την ταραχή της.

-Πρόσεχε κυρία μου… δεν κοιτάς μπροστά σου…  την αποπήρε ένας ηλικιωμένος που έπεσε πάνω του άθελά της. Ούτε μια συγνώμη δεν κατάφερε να του ψελλίσει του ανθρώπου, από την ταραχή που τη συνεπήρε, μετά απ’ αυτές τις άρρωστες σκέψεις.

Ο ήχος του κινητού της που χτυπούσε επίμονα την έβγαλε για λίγο από τις σκέψεις της. Έψαξε στα τυφλά με το χέρι της μες στη τσάντα, για να το απαντήσει. Έστριψε στο μανάβικο για να φτάσει πιο γρήγορα στο μαγαζί. Πατώντας το πλήκτρο του τηλεφώνου της δεν πρόλαβε να αρθρώσει ούτε καν ένα «λέγετε» όταν η ίδια γυναικεία φωνή που την είχε καλέσει πριν λίγο, ακούστηκε να λέει «Συγνώμη κυρία για την αναστάτωση. Το τηλεφώνημα δεν απευθυνόταν σε σας… Χίλια συγνώμη!»

Είναι δυνατόν! Λάθος; Πλάκα της κάνουνε; Ποια παίζει μαζί της σήμερα, επιτέλους; Ποια βλαμμένη την έβαλε στο μάτι και βάλθηκε να την τρελάνει; Είναι δυνατόν να έγινε τέτοιο τραγικό λάθος; Αναρωτήθηκε προβληματισμένη. Κακοήθεια ναι, μπορούσε να το δεχτεί καλύτερα… Αλλά λάθος; Και τότε, πώς γνώριζε η άγνωστη γυναίκα για τη γκαρσονιέρα του γιου τους; Δεν ήταν λοιπόν κάποια άγνωστη. Δικός τους άνθρωπος ήτανε, γνωστός τους τουλάχιστον… Είναι δυνατόν να απευθυνόταν σε άλλη το τηλεφώνημα που την αναστάτωσε, αφού την πληροφορούσε για το διαμέρισμα του γιου τους;

 -Όχι δεν είναι, απάντησε με σιγουριά δυνατά στον εαυτό της.

-Σε μένα μιλάτε;

Μια κυρία που περνούσε πλάι της στάθηκε και τη ρώτησε απορημένη.

Η Πόπη της έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι, για να καταλάβει πως δεν το είπε σ’ εκείνη και συνέχισε το δρόμο της σαν χαμένη. Δέκα βήματα είχε να κάνει ακόμα για το μαγαζί της. Δέκα βήματα, έλεγε σιωπηλά στον εαυτό της για να του δώσει κουράγιο και να μην καταρρεύσει εκεί μπροστά στο πεζοδρόμιο.

-Δεν μπορεί… Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, ψιθύρισε ξανά ασυναίσθητα την παροιμία που της έλεγε συχνά η μάνα της, όταν την προβλημάτιζε κάτι έντονα, όπως την ίδια, καλή ώρα σήμερα…

Καλή ώρα, όμως; Ή κακή; Για καλό της συνέβαιναν όλα τούτα σήμερα, για να της ανοίξει κάποιος τα μάτια σε κάτι άσχημο που παιζόταν πίσω απ’ την πλάτη της ή μήπως κάποιος ήθελε χωρίς λόγο να την αναστατώσει και να δημιουργήσει προβλήματα στον ανέφελο μέχρι τώρα γάμο της; Γιατί όμως; Γιατί;

Ευτυχώς έφτασε. Τα κατάφερε κι έφτασε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα κι άνοιξε τρέμοντας. Και τώρα; Τι να κάνει τώρα; Πώς λύνεται αυτό το μυστήριο; Πώς θα βγάλει μια άκρη αν δεν μιλήσει στον άντρα της; Αυτό πρέπει να κάνει βέβαια, μόνο έτσι θα καταφέρει να απαλλαχτεί από τα άρρωστα σενάρια που την οδηγούν οι σκέψεις της. Γιατί δεν ηρεμεί όμως; Αφού τον βρήκε τον Σπύρο της. Αφού ήταν στο γραφείο του ο άνθρωπος. Και χάρηκε μάλιστα που την είδε έτσι ξαφνικά μπροστά του. Και της χαμογέλασε. Και θέλησε να την κεράσει κι ένα καφεδάκι… Και κυρίως, δεν ήταν αμήχανος. Άρα, δεν ήταν ένοχος. Δεν είχε τίποτα να της κρύψει.

Σωριάστηκε στην καρέκλα του γραφείου της και προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό της να ηρεμήσει. Πλάκα της κάνανε σίγουρα, εκεί κατάληξε εύλογα μετά απ’ όλα αυτά. Κάποια κακοήθης, που προφανώς δεν τη συμπαθεί, θέλησε να την ταράξει στα καλά καθούμενα. Και πώς να μοιραστεί με τον Σπύρο της τώρα μια τέτοια κακοήθεια; Πώς να του ομολογήσει πώς πέρασαν τέτοιες άσχημες σκέψεις απ’ το μυαλό της για ‘κείνον; Πώς μπορεί να μπαλώσει τον σκοπό της επίσκεψής της στη δουλειά του; Θα τον προσβάλλει, βέβαια, η αντίδρασή της… Αν φυσικά είναι αθώος.

Μα είναι αθώος σίγουρα; επέμεινε εκείνη η εσωτερική φωνή να την παιδεύει με τις απορίες της. Γιατί τότε βασανίζεται με αμφιβολίες; Γιατί η διαίσθησή της την οδηγεί σ’ αυτόν το λαβύρινθο των ερωτηματικών που ξεπετάγονται ολοένα μπροστά της; Γιατί δεν καταφέρνει να βρει την αυτοκυριαρχία της και να το ξεγράψει από το μυαλό της; Αφού ο Σπύρος της δεν έχει αλλάξει συμπεριφορά απέναντί της χρόνια τώρα. Τα ίδια πράγματα κάνει κάθε μέρα ο άνθρωπος. Σπίτι, δουλειά, δουλειά, σπίτι… βεβαιώνει τον εαυτό της, λες και πρόκειται για κάποιον φίλο που θέλει να υπερασπιστεί. Μα για τον άντρα της μιλάει. Είναι δυνατόν!

«Κι άμα βρέθηκε μια στο δρόμο του τυχαία και τον παρενόχλησε με τη συμπεριφορά της; Αν τον τριγύριζε χωρίς να τον αφήνει σε ησυχία; Εκείνος τι θα έκανε; Πόσο θα αντιστεκόταν; Θα μπορούσε να αντισταθεί αν εκείνη επέμενε; Αν του γινόταν φορτική; Αν ήταν όμορφη; Γοητευτική; Θα λύγιζε;» τη ρωτούσε ξανά επίμονα η άλλη φωνή και την καλούσε να δώσει απαντήσεις. Μα δε θα μετρούσε τα τόσα χρόνια γάμου που έχουνε μαζί; Δε θα μετρούσε η αγάπη του για αυτήν; Κι αν την έχει βαρεθεί; Αν τον έχουν κουράσει τα ίδια και τα ίδια; Αν η καθημερινότητα μετράει γι’ αυτόν, αντίθετα απ’ ότι για την ίδια; Αν έχει βουλιάξει στο βούρκο της μονοτονίας, που ισχυρίζονται πως βυθίζονται τόσα και τόσα ζευγάρια γύρω τους; Αν η καθημερινότητα, δεν αποτελεί γι’ αυτόν μια γλυκιά συνήθεια, όπως συμβαίνει για εκείνη; Αν δεν αισθάνεται πια τη θαλπωρή και την ασφάλεια που νιώθει η ίδια πως τους τυλίγει ακόμα, μέσα σ’ αυτή την καθημερινή επανάληψη;

Αν… Αν… Αν… Πρέπει να ξεκολλήσει. Οι εικασίες δεν οδηγούν πουθενά. Τα αν και τα μήπως οδηγούν σε λάθος δρόμο. «Γιατί τόσο καιρό δεν σε απασχόλησαν όλα τούτα; Γιατί δεν έκανε και άλλοτε, τέτοιες άσχημες σκέψεις για τον άντρα σου;» πετάγεται ξανά η εσωτερική της φωνή, που έχει βαλθεί να την τρελάνει με τις υποψίες της. Μα γιατί δεν της έδωσε αφορμή. Γιατί δε χρειαζόταν. Γιατί της ενέπνεε πάντα ασφάλεια και αγάπη βέβαια. Κι ας τσακώνονταν καμιά φορά. Κι ας διαφωνούσαν σε ορισμένα πράγματα. Ποιο ζευγάρι είναι αυτό που δεν τσακώνεται; Κανένα. Οι διαφορές υπάρχουν για να τις λύνουμε. Για να ερχόμαστε πιο κοντά και να κατανοούμε ‘’τα θέλω’’ του άλλου. Ο χρόνος είναι που δένει τα ζευγάρια. Η καθημερινότητα. Η συνήθεια και η επανάληψη, δεν ήταν ποτέ φορτική για εκείνη. Γιατί να είναι για εκείνον;

Κι ας μην είναι πια τα ερωτευμένα εικοσάχρονα πιτσουνάκια, που κάποτε δεν τους απασχολούσε τίποτα άλλο παρά μονάχα ο έρωτας… Τα προβλήματα και οι καθημερινές έγνοιες όλους μας απομακρύνουν, λίγο-πολύ, από τις γλυκές αυτές επαφές. Μπορεί να υπάρχει θέληση αλλά να μην υπάρχει διάθεση. Φυσιολογικά είναι όλα αυτά. Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει πόθος ή πάθος στη σχέση τους. Ο παράφορος έρωτας των πρώτων τους χρόνων μπορεί να έσβησε στο βάθος του χρόνου, μα η αγάπη παραμένει εκεί, σταθερή και ανεκτίμητη να τους συνοδεύει σε κάθε τους βήμα. Το ενδιαφέρον και η έλξη παραμένει ακόμα για το άλλο τους μισό, βεβαίωνε η Πόπη τον εαυτό της για να τον καθησυχάσει και να απωθήσει τις άσχημες σκέψεις που ξεπηδούσαν μπροστά της συνεχώς, με μοναδικό τους σκοπό να της θέσουν διλήμματα και να την αναστατώσουν.

«Κι άμα, όμως, συνέβαιναν όλα αυτά που υπέθετε λίγο πριν για τον άνθρωπό της, θα της το έλεγε εκείνος;» αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά, παρασυρμένη από τη φωνή που της επέβαλε τις δύσκολες ερωτήσεις, ξεστρατίζοντας το μυαλό της σε άλλα μονοπάτια που την οδηγούσαν επίμονα στο λαβύρινθο της υποψίας… Αν, όντως, υπήρχε μια άλλη γυναίκα στη ζωή του, θα της το ομολογούσε τόσο απλά; Ακόμα κι αν δεν είχε προχωρήσει η σχέση τους; Ακόμα κι αν δεν είχε ενδώσει στα θέλγητρά της; Θα το εκμυστηρευόταν στη γυναίκα του; Θα της εμπιστευόταν μια τέτοια εξομολόγηση; Ή από το φόβο μιας πιθανής άσχημης αντίδρασής της, θα σκέπαζε το μυστικό του και θα το άφηνε να χαθεί στο βάθος του χρόνου; Τι να συμβαίνει απ’ όλα αυτά;

Θα της πει άραγε την αλήθεια ο Σπύρος, αν αυτή του αποκαλύψει όσα πέρασε σήμερα μ’ αυτό το αναπάντεχο τηλεφώνημα; Αν τον ρωτήσει στα ίσα, για το αν υπάρχει μια άλλη γυναίκα στη ζωή του, πώς θα αντιδράσει αυτός; Αν ξεπεράσει τους ενδοιασμούς της και του τα εμπιστευτεί όλα, θα καταλάβει από την αντίδρασή του, και μόνο, αν είναι ένοχος ή όχι; Γιατί αν είναι αθώος, θα εκπλαγεί σίγουρα, με μια τέτοια απρόσμενη ερώτηση από μέρους της. Αν όμως, είναι ένοχος… τότε, κάπως διαφορετικά θα την αντιμετωπίσει. Κάτι θα πιάσει στο βλέμμα του ή στη φωνή του, κάτι στον τρόπο του, τέλος πάντων, θα της το επιβεβαιώσει ή θα της το αποκλείσει.

Αυτό πρέπει να κάνει, λοιπόν. Να του μιλήσει. Να τελειώνει με τις υποθέσεις και τις εικασίες που της ξύπνησαν αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Να τελειώνει, αλλιώς θα τρελαθεί… Θα λαλήσει σίγουρα αν συνεχίσει έτσι. Ήδη δεν μπορεί να συγκεντρώσει το μυαλό της πουθενά. Δεν μπορεί να κουνηθεί από τη θέση της. Δεν μπορεί να σταματήσει το τρέμουλο των ποδιών της… Την καρδιά της που χτυπάει σαν ταμπούρλο, μετά από αυτή την έξαψη ζήλειας που όρμησε σήμερα σαν θεριό πάνω της και παλεύει μαζί της τόσες ώρες. Μα πόση ώρα πέρασε από τότε; Από εκείνο το ανώνυμο τηλεφώνημα; Έχασε και την αίσθηση του χρόνου, καταβεβλημένη όπως είναι, απ’ το αβάσταχτο βάρος αυτών των άρρωστων σεναρίων που πλάθει το μυαλό της.

Ο ήχος του τηλεφώνου την τρόμαξε, έκοψε τις σκέψεις της στα δυο. Την προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Σήκωσε το ακουστικό ανόρεχτα, βήχοντας ελαφρά για να ανακτήσει τη φωνή της.

-Πόπη; ακούστηκε η γνώριμη φωνή του Σπύρου να της χαϊδεύει τ’ αυτιά μέσα από το σύρμα του τηλεφώνου.

-Σπύρο… αναφώνησε μες στην ταραχή της με λαχτάρα.

-Πήρα να δω πώς είσαι… Δε μου φάνηκες και πολύ στα καλά σου… Τρέχει τίποτα; τη ρώτησε σιγανά με τη ζεστή φωνή του.

Η δική της φωνή σκάλωσε. Τα λόγια της δεν έβγαιναν. Δεν ήξερε τι να του πει. Τόση ώρα πάλευε με τα αν, με τα μήπως και τα γιατί, χωρίς να έχει καταλήξει αν θα μοιραζόταν μαζί του όλη αυτή τη λαχτάρα που πέρασε.

-Είσαι καλά;  επέμεινε εκείνος περιμένοντας την απάντησή της.

Η φωνή του ζέστανε την καρδιά της. Οι χτύποι της ξαναβρήκαν τον ήρεμο ρυθμό τους.

-Καλά είμαι… Σκεφτόμουνα αν ήθελες κι εσύ να βγαίναμε μια βόλτα απόψε οι δυο μας για φαγητό… Έτσι για να αλλάξουμε παραστάσεις… να ‘ρθούμε πιο κοντά, τι λες; άκουσε τη φωνή της να του λέει τρυφερά.

-Απόψε; Τεταρτιάτικα; Ξέρω ‘γω… Αν το θες τόσο πολύ, ας το κάνουμε, δεν έχω αντίρρηση… της απάντησε χωρίς ενδοιασμούς. Σ’ αφήνω τότε, γιατί έχω δουλειά, τα λέμε το μεσημέρι από κοντά. Α, να μην ξεχάσω… Σου πήρα το πρωί τα κλειδιά της γκαρσονιέρας του παιδιού και πήγα από ‘κει να πάρω κάτι φωτοτυπίες που μου ζήτησε να του τις στείλω… Για να μην τα ψάχνεις στο λέω… Άντε γεια, συμπλήρωσε στο τέλος κι έκλεισε βιαστικά, δίχως να περιμένει το δικό της χαιρετισμό.

Η καρδιά της Πόπης σκίρτησε στο άκουσα της επίμαχης λέξης ‘’γκαρσονιέρα’’ από τον άντρα της. Τι ήταν αυτό τώρα; Καλό ή κακό; Πέρασε δηλαδή, όντως, από την γκαρσονιέρα σήμερα, αυτό της επιβεβαίωσε με τα λεγόμενά του. Κάποια τον είδε τότε, κι έπλασε με το μυαλό της αυτό το κακόγουστο σενάριο που την πληροφόρησε από το τηλέφωνο, με σκοπό να την αρρωστήσει κι αυτή… κατέληξε εύλογα αμέσως μετά. Γιατί όμως; Γιατί; Αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά κι άρχισε ξανά ασυναίσθητα να ξετυλίγει το κουβάρι του λαβύρινθου, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι, των γιατί, των αν και των μήπως…

-Κι άμα δεν μου κάνανε πλάκα; ρώτησε δυνατά τον εαυτό της κι ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα για πολλοστή φορά.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη