“Καλοκαιρινές εικόνες του απώτερου παρελθόντος”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Κάθε φορά που πηγαίνω στο super market, μεταξύ των όσων ψωνίζω είναι και ένα παγωτό σε χορταστική -οικογενειακή το  λένε- συσκευασία, καθ’ ότι είμαι λάτρης του, κάνει δεν κάνει καλό, στη σιλουέτα μου! Τότε έρχεται στο νου μου ο παγωτατζής του δρόμου του παρελθόντος και μα τω Θεώ, στη ζυγαριά της νοστιμιάς εκείνου με αυτό του ΤΩΡΑ, το τάσι ΓΕΡΝΕΙ ΠΑΝΤΑ προς την μεριά εκείνου του τριτοκοσμικού, θα το έλεγα, παγωτού.

Ο παγωτατζής, με την πάλλευκη μπλούζα και τον πάλλευκο σκούφο, διαλαλούσε το εμπόρευμα του παραδείσου εν μέσω του δρόμου και η πιτσιρικαρία τριγύριζε το παράξενο τσίγκινο καρότσι φλερτάροντας με το  βαρελάκι του, που το σκέπασμά του άγνωστο γιατί, μου έφερε στην μνήμη τον Αλαντίν του παραμυθιού. Η απορία μου,  που δεν την έλυσα ποτέ, ήταν πώς και διατηρούσε παγωμένη και αφράτη εκείνη την ευωχία. Με πάγο βέβαια, αλλά και πόσο μπορούσε να αντέξει ο πάγος τόσες ώρες και με αν όχι καύσωνα, εκεί στους 38-40ο βαθμούς υπό σκιάν και καμιά 10ριά βαθμούς πάρα πάνω στο μέσον του δρόμου όπου τριγυρνούσε;

Η νοστιμιά του παγωτού εκείνου αν και απαγορευμένου από τους γονείς μας (πόσα ΣΥΝ δεν δίνει τελικά το απαγορευμένο το άτιμο! ), δεν συγκρίνεται ρε παιδί μου ούτε με τις ακριβότερες σημερινές βιομηχανικές παραγωγές, που σου χορταίνουν το μάτι πριν καλά-καλά σε χορτάσουν με το περιεχόμενο της ευρηματικής τους συσκευασίας. Τρέχουν τα σάλια και μόνον στην ανάμνηση. Τώρα αν τηρούνταν οι απαραίτητοι κανόνες παστερίωσης του και γενικής υγιεινής δεν μπορώ να το ξέρω, ούτε και τα πιτσιρίκια ασχολούνταν με τέτοια ψιλά γράμματα, φαντάζομαι.

Να σημειώσω εδώ  ότι τούτο το είδος  επαγγελματία του δρόμου, το συνάντησα και στην Σμύρνη, όπου πήγα πριν μισό αιώνα πάνω-κάτω, αλλά όσο και αν φανεί παράξενο και πριν μία εικοσαετία σε μια πόλη της Γηραιάς Αλβιόνος, όπου σπούδαζε το παιδί μου.

Μου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη η εικόνα το καροτσιού εκείνου, που συχνά-πυκνά συνυπήρχε με ένα άλλο παρόμοιο όχημα, που -σε αντιδιαστολή με το πρώτο- έβγαζε μυρωδάτους καπνούς, από ένα φουγάρο. Η φωτιά που έκαιγε κάπου στα σωθικά του, κρατούσε ζεστούς τους ξηρούς καρπούς του, στραγάλια, πασατέμπο, αράπικο φιστίκι και λίγο ακριβότερο Αιγίνης και η μυρωδιά που εξέπεμπαν ήταν ο καλύτερος κράχτης και διαφήμιση του λαχταριστού καρπού.

Χωνάκια μικρά και μεγάλα, φτιαγμένα από εφημερίδες ή περιοδικά και αμφιβόλου, για τα σημερινά δεδομένα, υγιεινής, που τότε ήταν ψιλά γράμματα για τον μερακλή πελάτη, έμοιαζαν σαν στοιβαγμένες βαρκούλες στα πλευρά του ιδιότυπου αυτού πλοιαρίου…

Καλοκαίρι λοιπόν, παγωτατζής, πασατεμπάς και υπαίθριο σινεμά, γραφική Ελληνική πατέντα, λίγο τριτοκοσμική ίσως κανένας πει, μα αξιολάτρευτη και αξέχαστη.

Έπαιρνες να πούμε τον αχνιστό σου πασατέμπο, έμπαινες στη μοσχομυριστή από το αγιόκλημα και το γιασεμί υπαίθρια ‘’αίθουσα’’ (ιδέ ‘’μάντρα’’), στρωνόσουνα και απολάμβανες στην μεγάλη οθόνη το Αμερικάνικο όνειρο, καθώς και το εκκολαπτόμενο Ελληνικό. Και άρχιζες το ηδονικό τσάκα-τσούκα του πασατέμπου και ήταν τυχερός ο μπροστινός σου αν εσύ τηρούσες τουλάχιστον ένα στυλ ευγένειας και δεν άρχιζες το φτου και φτου, πράγμα συνηθέστατο, στον χειρισμό του αξιολάτρευτου σπόρου. Κάτι καντήλια έπεφταν, είτε αναμμένα είτε σβηστά ενίοτε, γιατί η ηχορύπανση ήταν δυνατότερη από τα κινηματογραφικά δρώμενα, αλλά οι αίτιοι γρήγορα αναγκάζονταν να μετριάσουν της απόλαυσή τους ‘’τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι’’.

Θυμάμαι ότι όλο ήθελα να ρωτήσω και όλο το ανέβαλα (σαν περίεργο πλάσμα που ήμουν) πώς τα κατάφερνε τελικά ο κινηματογραφιστής, ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου και με τους δικούς του, καθάριζαν το έδαφος από τα βουνά του πασατέμπου. Πώς ξεδιάλεγαν την ήρα από το στάρι,  που ήταν το χοντρό χαλίκι που σκέπαζε το δάπεδο και τα τσόφλια βουνά. Δεν ήταν χαλί να τα κρύψεις από κάτω του… ΤΙ ΕIΔΟΥΣ ΚOΣΚΙΝΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΑΝ και το βράδυ όλα ήταν comme il faut; Για σκεφτείτε το λίγο. Κάθε μέρα, μα κάθε μέρα,  δύο παραστάσεις, απογευματινή και βραδινή, πώς να μαζευτεί αυτό το σκουπιδαριό μέσα από το βότσαλο;

Μεγάλωσα και έμεινα με την απορία και πια δεν υπάρχει κανείς να μου την λύσει. Μία η απορία μου αυτή, όπως και  εκείνη η άλλη με το παγωτό του δρόμου, πώς και κατάφερνε να παραμείνει ‘’παγωτό’’ με καύσωνα και για ώρες…

Παρακαλώ, αν κάποιος μπορεί να με διαφωτίσει θα κάνει ένα πολύ καλό δώρο στις αναμνήσεις μου και θα του το χρωστάω. ΤΟΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη