«Καθρέφτης», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Αποχαιρετούμε απόψε τα “Πρόσωπα στον καθρέφτη”. 76 συνολικά κείμενα κλείσανε έναν υπέροχο κύκλο αρμονικής συνύπαρξης και δημιουργίας μεταξύ εσάς των αναγνωστών που αγαπήσατε αυτή τη σειρά, τη Λόγω Γραφής που τη στέγασε, και τη Μαριάννα μας που την εμπνεύστηκε και την έγραφε ανελλειπώς για να είναι κοντά σας κάθε Δευτέρα.

Όμως η Μαριάννα δεν φεύγει. Σύντομα θα είναι και πάλι κοντά μας με ένα νέο εγχείρημα. Οι “Δευτέρες” της την περιμένουν.

Κατερίνα Ευαγγέλου-Κίσσα


Κι ένα απομεσήμερο που λέτε, ήρθαν και στήθηκαν με τη σειρά τους μπροστά μου, σαν κάτω από μιαν ελιά στις ψάθινες καρεκλίτσες τους  γειτόνοι σε νησί,  καλοκαίρι, να πιούνε το καφεδάκι τους και να πουν μια κουβεντούλα,  όλα τα πρόσωπα που κοιταχτήκαν μέσα μου. Όσα τα πρόσωπα, τόσοι κι οι καθρέφτες. Μα στην ουσία ένας: Η ανθρώπινη ψυχή.

Πρώτος άρχισε ο Σόλωνας, συνηθισμένος στις αγορεύσεις, του είχε γίνει δεύτερη φύση ο καθορισμός ενός πλαισίου μέσα στο οποίο θα κινούνταν τα πάντα. Ντυμένος το ραμμένο σε ράφτη κουστούμι του, λίγο πιο καμπουριασμένος, σηκώθηκε από την καρέκλα του και με στόμφο άρχισε να μιλά:

-Τελικά, καθρέφτη, σαν να απευθυνόταν  σε ενόρκους που θα πρόβαιναν στην απόφασή τους, λες και δεν ήξερε πως ό,τι κι αν έλεγαν αυτοί, ο δικαστής δεν είχε αποφανθεί, ακόμη τουλάχιστον. Τελικά, ότι κι αν πούμε, ένας  είναι ο ρυθμιστής της ζωής μας, η πραγματική βάση που αντίθετα από τη φύση της, ενώ είναι βάση, μας δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα για τα ταξίδια μας. Νοερά και πραγματικά. Κι αυτή είναι η αγάπη.

-Ναι, ναι, αυτό είναι! Προσυπογράφω!  αναφώνησε η Μίρκα  και καθώς σηκώθηκε ξαφνικά από την καρέκλα της για να μην και τυχόν δεν καταμετρηθεί η ψήφος, ένιωσε κι ένα μικρό αεράκι  και τύλιξε την ελαφριά φούξια ζακετούλα της πιο σφιχτά στο σώμα, όπως συνήθιζε, όχι τόσο από την αίσθηση του κρύου, όσο από την ανάγκη να νιώσει πως κάποιος ήταν εκεί και γι’ αυτήν.

-Η μάνα του ήταν πέρδικα, κι ο αφέντης του σαΐνι! είπε η Βασούλα. Και αμέσως ο Κωστάκης της έτρεξε να συνδράμει. Λες και θα έλεγαν το ίδιο πράγμα.

-Τα πάντα εξαρτιούνται, να πούμε, από την τιθάσευση της γυναικός. Να ξέρει τη θέση της. Μη σου γυρεύει αστέρια. Άντε τώρα μην αρχίσω! και γυρίζοντας τη ματιά του στη Βασώ, μετρούσε με το βλέμμα του πόσα «τικς», πόσα «μπράβο πασά μου, άντρα μου στυλοβάτη μου, αστέρι της ζωής μου»  είχε πάρει. Όχι για να ξέρουμε ποιος ήταν ο άντρας στην υπόθεση, όχι για τίποτ’ άλλο!

-Μπα, ασφαλή συμπεράσματα, αγαπητέ μου κύριε…

-Σόλωνας, Σόλωνας, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

-Αγαπητέ  κύριε Σόλωνα, ασφαλή συμπεράσματα δεν έχει. Ίσως μόνο ένα, τη μοναξιά, είπε η Τίμη, προσθέτοντας στο τέλος το παιδικό τραγουδάκι που λέγαμε όταν τα «βγάζαμε»: «Α, μπε, μπα, μπλομ, του,  κίθε, μπλομ, μπλιμ, μπλόμ», μετρώντας ξανά: φλισένια κουβερτούλα, θερμοφόρα, βιβλίο, χαζοκούτι, τσιγάρο, ιντερνέτι, και ξανά μανά από την αρχή.

-Ναι, ναι, μάλιστα, έτσι είναι. Συμφωνώ απόλυτα, βιάστηκε να προσθέσει η κυρία Πετούνια, ενώ δεν κινήθηκε καθόλου από τη θέση της. Καθόταν με τα χέρια σε σχήμα ρόμβου μπροστά της, σημάδι για κείνην πως σκεφτόταν έντονα και βαθιά και θα την ξεφούρνιζε τη σοφιστεία. «Η μοναξιά, και η αίσθηση του πόσο «θύμα» των άλλων, των καταστάσεων, των απουσιών… υπήρξες, αυτό είναι ότι έχεις στο τέλος. Και τα άσπρα σου μαλλιά.»

Η Αριστέα δεν κρατήθηκε. Ξεσπάθωσε άμεσα.

– Τα είπαμε, μάνα, αυτά. Εσύ νόμιζες πως η ζωή είναι πεταλουδίτσες που πετάνε τριγύρω, λουλουδάκια πολύχρωμα και ένα σωρό ξωτικούλια να χοροπηδάνε, πότε το ένα πότε το άλλο συνθετικό, φιρουλί-φιρουλό, παιδάκια, αρνάκια μπε-μπε, για αυτό τα λες  έτσι. Λες και κανένας άλλος δεν τρακάρησε με δέντρο όπως εσύ. Κανένας άλλος δεν είχε «πρέπει» μπροστά του. Της επιφανειακής ηρεμίας ήσουν. Σαν διευθυντής σε δημόσια υπηρεσία! Τα έντερά τους ξέρουν τι τραβούν! Και τα δικά μου ξέρουν δωράκι από σένα! Αν αρχίζεις και τα μπερδεύεις, την εντιμότητα, τη συνέπεια, την ανημποριά με την αγάπη, άστο να πάει άστο, που λέει και το άσμα. Και πού ‘σαι; Ξέρω τι θα πεις, «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» και δεν θα’ χεις κι άδικο…

-Καμιά καλή πρόθεση, κανένας τίμιος αγώνας, καμιά αθώα κι ειλικρινής ερώτηση δεν κατοχυρώνει ένα αίσιο αποτέλεσμα ή δεν καθορίζει μια αξιοπρεπή απάντηση. Όλοι τα «θέλω» μας είμαστε ντυμένοι και τα τριγυρνάμε άλλες φορές γυμνά και ξεδιάντροπα κι άλλες, καλοντυμένα, μακιγιαρισμένα, διπλά ξεδιάντροπα καλυμμένα τη γύμνια τους.  Κοροϊδεύουμε και κοροϊδευόμαστε. Και ντυνόμαστε αγάπες  σούργελα. Συναινετικές. Της βόλεψης. Που δεν χρειάζεται να απαντούν. Γιατί δεν ξέρουν. Ύστερα, αν δεν έχεις ανάγκη να ρωτάς, γιατί να υποχρεώνεσαι να δίνεις απαντήσεις; είπε η Ζωγραφούλα  κομμάτι πικραμένα, παρότι η ίδια ήξερε  να αγαπάει τα χρώματα κι είχε τουλάχιστον την ικανότητα να τα αναγνωρίζει και να τα αναζητάει στη ζωή της. Δυο μικρές κλωστούλες  τις είχε εμπιστευτεί η ζωή φτιαγμένες από λογής- λογής χρώματα. Αυτές να συνεχίζουν. Τίποτ’ άλλο…

-Ή θεριά, ή θύματα. Μέσο δεν έχει. Ανάμεσα σε τούτους δω τους πόλους κουτρουβαλιάζεται  καθημερινά η ζωή στην αξία της, είπε η κυρία Νίτσα, μάνα του Φοίβου της μπόρας, των κεραυνών και των αστραπών.

-Τώρα, που με κοιτάζω, δεν κοιτάζω το χτες. Δεν κλαίγομαι. Δεν κατηγορώ. Λυπάμαι που δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να βλέπουν, μόνο. Κοιτάζουν όπως κι εγώ κοιτούσα τόσο πολύ το μέσα τους που χάνουν το όλο. Κι η ζωή δεν περιμένει. Ούτε σταματάει για να κοιτάξει πίσω. Η μια μέρα, λέτε, να συγκρίνει τον εαυτό της με την προηγούμενη ή την επόμενη; Εγώ είμαι πιο ηλιόλουστη! να λέει η μια στην άλλη τον χειμώνα; Εγώ φύσηξα μιαν αύρα, η άλλη να απαντάει,  το καλοκαίρι. Δεν κάνουν κόντρες μεταξύ τους οι μέρες κι οι στιγμές. Οι άνθρωποι γιατί δεν κάνουμε τίποτε άλλο εκτός από αυτό;

Να αποδειχτεί το δίκιο και να καθίσει πού; Έχει τόσα πρόσωπα το δίκιο, όσα τα ονόματα μας! Τη διαφορά την κάνει η καθαρή ματιά! Το «είναι» πέρα από τα εγωιστικά, προσωπικά μας δίκια. Σαν να βλέπεις έναν πίνακα με προοπτική από το σημείο φυγής. Και τα χρώματα από την αυτόφωτη ομορφιά που έχει το κάθε αντικείμενο! Το πινέλο του ζωγράφου τ’ αγαπάει όλα τα χρώματα. Και με απλόχερη γενναιοδωρία τα απλώνει πάνω στον πίνακα. Το κάθε ένα έχει τη θέση του. Είναι κομμάτι του όλου. Ας βαδίσει άξια τη μοίρα του… Χωρίς να κλαίγεται και να μεμψιμοιρεί, είπε ο Ευάγγελος, ένας απλός σκαφτιάς που μίλαγε σα ζωγράφος.

-Ακριβώς αυτά που ήθελα να πω, είπες Ευάγγελε. Μόνο που εσύ τα είπες σα να ζωγράφιζες από χρόνια. Εγώ τη ζωγραφική μόνο κατ’ όνομα…, είπε η Ζωγραφούλα.

-Ευτυχώς! Δεν ακούτε οι άνθρωποι το φύσημα του ανέμου ανάμεσα στα φύλλα, φορές-φορές μόνο το βλέπετε στ’ ανέμισμα  των μαλλιών ή στ’ άσπρο πουκάμισο, δεν μυρίζετε τη θάλασσα καθώς χάνεστε μέσα στην αγκαλιά της, ούτε το ρετσίνι  απ’ το πεύκο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του μεσημεριού… Και το τριζόνι για σας δεν είναι μέρος της σιγαλιάς.

Ζήστε τις ζωές σας θαρρώντας πως όλες οι αποφάσεις δικές σας είναι. Ψάξτε, σαν βελόνες στ’ άχυρα όλα σας τα γιατί, κλάψτε δάκρυα σωρό, το ένα ύστερα από το άλλο, τη θάλασσα δεν θα τη κάνετε πιο βαθιά ή πιο μεγάλη!

Ένα φυλλάδιο καλημέρας θα σας περιμένει στην άκρη του φαναριού, είπε ο Άγγελος κι ήταν λες κι η φωνή του αντηχούσε μιαν αλήθεια βαθιά, τόση απτή και απλή, μα συνάμα και τόσο πολύ δύσκολη…

-Δεν έχει πιο μεγάλη αλαζονεία από τη σιγουριά ότι έχεις κατακτήσει την αγάπη. Πιο πολλή έπαρση, ούτε η σημαία στον ιστό της! Και τράβηξε με σταθερό χέρι τη γραμμή με το μαύρο αι-λάινερ στο πάνω βλέφαρο, κοιτάζοντας στο μικρό καθρεφτάκι που είχε βγάλει από την τσάντα της.

-Όχι, αγάπη μου! Εμένα δεν θα μ΄αντικρύσει μάτι αφρόντιστη. Παραδομένη στο κύλισμα του χρόνου, στο βόλεμα. Δεν κλαίω εγώ πάνω από ρημαγμένα καράβια και πραγματοποιημένα όνειρα! είπε με στόμφο η Αλκυόνη.

Ο Φάνης που καθόταν δίπλα της, να ορίζει το οικόπεδο ένα πράγμα, σαν όριο, σαν συρματόπλεγμα, λες και μασούσε η Αλκυόνη, τα συρματοπλέγματα, ειδικά εκείνα τα σκουριασμένα, τά ‘φτυνε  καραμελίτσες  λιωμένες, την κοίταξε φευγαλέα. Βλέπετε στη μάζωξη δεν είχε τηλεόραση, πού να κοιτάξει ο άντρας;

-Στόκο, τον στόκο δεν θα τον βάλεις τώρα; της είπε γέρνοντας λιγουλάκι προς το μέρος της, νομίζοντας πως δεν θα ακουστεί. Της γυναίκας ο καημός, λούσα, που…  και χορός, είπε προσθέτοντας στην όλη κουβέντα τον βαθύ στοχασμό του!

-Μην ευτελίζουμε τη συζήτηση, παρακαλώ! έτρεξε να προλάβει ο κύριος Σόλωνας.

-Γιατί, λάθος κάνει ο κύριος; Το ονοματάκι σας;

-Φάνης. Να σου μιλάω στον ενικό, μια παρέα είμαστε εδώ, είπε ο Νάσος. Φουλ βουτηγμένος στα πιπίνια. Το παν στη ζωή είναι να μην έχεις απωθημένα. Αυτό λέω εγώ. Τα άλλα, αγάπες κι όνειρα και πρέπει και γιατί, το πολύ-πολύ, σκατά στο λάκκο μου θα πούνε. Θα το έχω ευχαριστηθεί εγώ; Φτάνει. Κι οι άλλοι όλοι ας κάνουν τα δικά τους κουμάντα. Καθένας και η πάρτι του. Είσαι εσύ εντάξει μέσα σου; Συντηρείς την οικογένεια καθώς πρέπει; Ε! Τα άλλα είναι δικά σου. Τι φταίω εγώ δηλαδή που η μάνα μου μ’ έκανε αγόρι όμορφο και ζηλευτό; Να πω σε ποιον συγγνώμη;

Η Νιόβη παραδίπλα του, μούγκα στη στρούγκα. Πάνω σε αυτά που έλεγε δηλαδή ο καλός της. Μία λιποθυμία, ένα κατιτίς την τριγύριζε, αλλά τελικά είπε να μην του αφεθεί. Η σκηνή δεν απαιτούσε τέτοιαν δραματουργική ένταση.

-Οι ιππότες, τελικά, ξεπεζεύουν το άλογο και  πάνε και για κατούρημα, ή για ό,τι άλλο, βρε αδελφέ!

Και να σας πω πως ο Φάνης την κοίταζε σα χαζός ο δε Νάσος έψαχνε,  δήθεν, να καταλάβει το υπονοούμενο, δεν χρειάζεται…

-Η μεγαλύτερη προσβολή στη ζωή, για εμένα, είπε η Μπουμπού, και το ήξερε πάρα πολύ καλά πια η ίδια,  είναι να τη ζεις πάνω σε συννεφάκια. Με τα μάτια κλειστά. Σταράτα λόγια, μάγκες! Ίσιες ματιές. Να τρυπάνε το εξώφυλλο. Να μιλάνε αλήθεια!

-Πάντα βάδιζα,  είπε η Μπία, αναλύοντας, τις λέξεις, τις κινήσεις, τα κενά ανάμεσά τους, κι είχα μες το μυαλό μου μια απαλή, αθώα σχεδόν ιδέα για το πώς είναι η «πραγματικότητα», πώς είναι η ζωή. Η αίσθηση του στιγμιαίου επεκτεινόταν τόσο στο μέλλον, που έφτανε να ταυτίζεται με το «πάντα». Ένα απέραντο συνεχές του «τώρα». Με όλους τους ανθρώπους καλούς και εκεί. Καθώς στη νεότητα, ο χρόνος δεν είναι συνιστώσα. Στο μυαλό του νέου, εννοείται. Δεν μεταβάλλεται. Εύκολα ταυτίζεται με το «πάντα». Σχεδόν αντίθετα απ’ τις κυλότες των γιαγιάδων. Που σαν τις τεντώσεις, χωράνε μέσα τους κάνα δυο τρεις  πραγματικότητες. Κυλότες οι πλατιές πραγματικότητες!

-Και δηλαδή, τι ακριβώς θέλεις να πεις; ρώτησε η Μπουμπού.

-Θέλω να πω πως τώρα, ύστερα από κάποια χτυπήματα στους τοίχους και  κάμποσα στραπατσαρίσματα, ευτυχώς το φανοποιείο ήταν καλό, είχα μπροστά μου, επιτέλους, το σχέδιο του αρχιτέκτονα. Οι μικρο-παραλλαγές  στην τοποθέτηση των δωματίων κι η κλίμακα στην άκρη του σχεδίου κατάλαβα πως  δεν συνιστούσαν κάποια αξιοσημείωτη διαφορά. Το χαρτί του σχεδίου είναι πάντα συγκεκριμένο. Το θέμα είναι να είναι το χαρτί  φωτο- ευαίσθητο! Ετούτη η ανάλυση είναι η αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει μετά να γίνει η σύνθεση. Πώς, καθώς περνάει το φως μέσα από το γυαλί κι αντιφεγγίζοντας το «είναι» του στο κάτασπρο βότσαλο βλέπουν τα μάτια σου ένα μικρό ουράνιο τόξο, έτσι! Ανάλυση και σύνθεση σε μια αλληλουχία, οι βασικοί πόλοι κάθε ορθής νοητικής λειτουργίας, κάθε ζωής. Το ζητούμενο; Πάντα το φως, πρόσθεσε η Μπία.

-Δύο λοιπόν τα ζητούμενα, είπε ο Σόλωνας. Η αγάπη και το φως.

-Στην αριθμητική θα ήσουνα σαΐνι! Τύφλα να’ χει ο Αϊνστάιν, πετάχτηκε ο Νάσος που του θιγόντουσαν τα ζητούμενα!  Ο Ευτέρπιος κούνησε τον ευσεβή πισινό του λιγουλάκι στην ψάθινη καρέκλα και τους κοίταξε και τους δυο. Μια σπιθαμή άντρας ήταν. Με μάτια κοφτά και μικρά, πόσο φως να χωρέσουν;  Παπούτσια πρωτευουσιάνικα σ’ ένα ντύσιμο αχταρμά, κι η φουσκωμένη ευχαρίστηση μπάκα του να τεντώνει τα κουμπιά του πουκαμίσου.  Δεν είχε τοίχο. Αλλιώς, μαγικά, θα έβλεπε κανείς πιο ψηλά, μια βαλσαμωμένη γουρουνοκεφαλή. Άγριο, κόκκινο βλέμμα. Κοντή, κοφτή ματιά. Κάτι να  μου θυμίζει…

-Αίγλη! Αίγλη! φώναξε επιτακτικά τη γυναίκα του, λες και καθόταν ακόμα στο βάθος του μαγαζιού του. Κι εκείνη, η φουκαριάρα δίπλα του καθισμένη, υπαρκτή-ανύπαρκτη!

-Κάθε γομάρι και το φόρτωμά του. Αυτό έχω μόνο να πω εγώ, είπε η κυρά-Αίγλη. Εξόν από κείνα που μάθανε να λιάζονται ξαπλωμένα στο χωράφι, φουσκωμένα χρόνο ή ανημποριά. Τι να τα πολύ λέμε;

-Πόσο μακριά, πόσο βαθιά πάει κανείς με την αγάπη, κύριε Σόλωνα, αγαπητοί φίλοι; Είπε η Ευτυχία. Πόσο τυφλά; Σώζει η αγάπη; Όσους την σηκώνουν μπαϊράκι ή όπως κι αν έχει; Ανεξάρτητα από τα δικά μας ευγενή ή μικροπρεπή συναισθήματα, η ζωή, κυλάει τον δικό της παντοτινό δρόμο. Αέναος κύκλος. Οι άνοιξες, τα πρωινά κελαηδίσματα των πουλιών, το παραπονιάρικο γάβγισμα ενός μικρού κουταβιού αφημένο σε κάποιο μπαλκόνι, να κλαίει την ανάγκη του για χάδι κι αγάπη, το μαύρο σύννεφο να κρέμεται από πάνω μας χειμώνα καιρό και να ξέρουμε πως θα φέρει βροχή, το πράσινο, μπλε, κυματένιο της θάλασσας, όλα,  όσο είναι ζωή, εκεί θα είναι και χώρια μας. Κι ας φέρνουν μαζί τους κι αντίο. Γιατί κανενός μας ο χρόνος δεν νικά τη ζωή. Έτσι νομίζω δηλαδή…

-Δεν έχει να ομορφύνει κανείς την αλήθεια. Ούτε να βεβαιώσει πια για τ’ ανύπαρκτο. Κόσμοι βουβοί, σήραγγες μακρινές διαδρομές οι χιλιάδες σκέψεις, πού να χωρέσει η αλήθεια; Φτιασιδωμένη, τις περισσότερες φορές, πίσω από μολύβια ματιών, μάσκαρες, πούδρες, δοκιμασμένα χαμόγελα, ψεύτικες διαβεβαιώσεις, όλη η μάσκαρα του κόσμου! Για το μόνο που με σιγουριά μπορώ να σου μιλήσω, είναι τα χρόνια που πέρασαν. Οι ποταμοί δεν κοιτάζουν ούτε σκέπτονται πόσο νερό κύλησε στις αγκαλιές τους, πόσες πέτρες παρέσυραν στο διάβα τους, γιατί άφησαν να χαθεί τόσο τρεχούμενο νερό, τι ωφέλεια να’χει να βαθαίνεις τη θάλασσα; είπε απαντώντας με κάποιο τρόπο στην Ευτυχία η Θέμις.

-Στα λόγια μου έρχεστε, σιγά-σιγά , σημείωσε ο Νάσος. Μην το παρακουράζετε. Άνθρωποι με πόθους και πάθη. Αυτό είναι η όλη ιστορία.

-Μα όχι, δεν είπα καθόλου αυτό. Υπάρχει, έτσι όπως το βλέπω εγώ, μια βαθιά κι ανεξερεύνητη δικαιοσύνη στη φύση των πραγμάτων. Μια κυκλική νομοτέλεια. «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν». Δεν αρνούμαι. Γεννήθηκα γυναίκα και με λιγώνει ακόμη η ευωδιά από τις ανθισμένες πορτοκαλιές στην  αρχή της άνοιξης, οι ανθισμένες ασπαρτιές, η ανάμνηση της ησυχασμένης θάλασσας στα παιδικά μου καλοκαίρια, τα μάτια των παιδιών μου όταν τα πρωτο-αντίκρυσα, και μ’ ήξεραν, θαρρείς, από πάντα… Ξέρω να σας  μιλήσω όλα τα σ’ αγαπώ μου, πια. Μα τα κρατώ, πολύτιμα λαμπυρίσματα μέσα στα μάτια μου. Συντροφιά μου. Αδυναμία και δύναμή μου.

-Άντε πάλι τα «σε αγαπώ, μ’ αγαπάς…». Κουραφέξαλα. Παιδιά, σκατά και σύννεφα δεν πιάνονται, είπε ξανά ο Νάσος.

-Ναι,  σωστά, σάμπως έπιασες ποτέ κάτι απ’ τα τρία; τον έσκισε με το μπαμπάκι η κυρά Νιόβη, χρησιμοποιώντας μάλιστα τα ίδια του τα λεγόμενα!

-Κάτι θα’ πιασε απ’ τα τρία αλλά κι αυτό για προσωπική ευχαρίστηση! πετάχτηκε η Ξενιώ, γιατί δεν την άντεχε τούτη την κατάσταση! Και μαλάκας και λεβέντης!

-Όταν βρίσκεσαι φυτρωμένη στη μέση ενός χωραφιού και γύρω σου μόνο αγριόχορτα τα γιατί σου, και σαν και σένα κανείς, μαθαίνεις με τον σκληρό τρόπο να ζεις. Αποφασίζεις γρήγορα τι δεν σου αρέσει. Δεν έχει πολυτέλειες, να σιροπιάζεις το συναίσθημα και να αναλύεις. Γιατί όλο το «καθάρισμα», θες δεν θες, περνάει από σένα.  Όλο  το φύσημα του ανέμου δικό σου, είπε η Μαργαρίτα και με τα λόγια της αυτά έσβησε τη φωτιά που πήγαινε ν’ ανάψει. Γιατί ως γνωστόν ο Νάσος από φωτιές και σαματά, άλλο τίποτα! Εξειδίκευση με μεταπτυχιακό! Ύστερα, τσάμπα λέτε η παροιμία: «Οι γύφτοι τα μαλώματα τά ’χουν για πανηγύρια»;

Μια τσιχλόφουσκα  ακούστηκε να σπάει με μπόλικο κρότο. Η Σούζη, ατάραχη, τη μάζευε με αξιοθαύμαστη  τεχνική γύρω απ’ το στόμα της. Τι; Να μείνει χωρίς τσίχλα; Είχε φορέσει το λοιπόν το πιπινάκι τα σέα του και τα μέα του, κραγιόνια, μεϊκάπια, αρώματα, είχε πάρει την τσαντούλα και είχε κλείσει  πίσω της την πόρτα. Ο δρόμος μέχρι τη λεωφόρο μετατράπηκε σε πασαρέλα. Στην αλλαγή του βήματος, όλο και σηκωνόταν το εφαρμοστούλι. Φάτε μάτια ψάρια! Δεν την πολύ-ενδιέφερε η μάζωξη. Από περιέργεια είχε έρθει, είχε καθίσει όσο μπορούσε αναπαυτικά πάνω στην ψάθινη καρέκλα, ο δικός της ποπός ήταν για άλλα καθίσματα, τι να λέμε τώρα! Μέχρι εδώ γυρνούσε το κεφάλι αριστερά, δεξιά, ευθεία, ανάλογα προς τα πού άκουγε τη φωνή να έρχεται. Έτσι ακριβώς όπως σας τα λέω.  Ένα υπόκωφο κλάτς-κλάτς ακουγόταν, όλοι έψαχναν να βρουν από πού, αλλά ήταν πολιτισμένη. Μόνο όταν έσκασε η φούσκα κατάλαβαν την πηγή του κλάτς. Στη συνέχεια, αφού η φούσκα είχε σπάσει, τι προσχήματα κι ευγένειες να κρατήσει!

-Βασικά, κλατς–κλατς, εγώ μωρέ πιστεύω, κλάτς-κλατς, πως τα πάντα είναι θέμα ιδεολογίας», μονό κλάτς. «Δεν θέλει δεσμεύσεις η ζωή!».  Κλατς  υψωμένο στην τρίτη, να μαλακώσει η ρημάδα, να γίνει πιο μεγάλη φούσκα! Κλατς-μπαμ δηλαδή!

Παράλληλα, επειδή ακριβώς όπως προ-είπαμε η καρέκλα ήταν άβολη, η Σούζη είχε σηκωθεί και προσπαθούσε να ισιώσει το στριγκάκι που πολύ την ενοχλούσε βρε παιδάκι μου ώρα τώρα,  κι άλλη αναβολή δεν έπαιρνε. Ίσιωμα, κλάτς, κλάτς! Το μπαμ θα ακουγόταν από τα παντελόνια των καθήμενων αρσενικών, αν με τα χρόνια δεν είχαν καταφέρει να την κουλαντρίζουν την επανάσταση ένα πράγμα! Ο Καθρέφτης, καθότι αρσενικός βρήκε μια κάποια δυσκολία, ευτυχώς απεφεύχθην το μοιραίο, γιατί αν μπαμ ο καθρέφτης, θα θρηνούσαμε θύματα. Κλάτς-κλάτς.

-Τι φτιάχνει ο Μεγαλοδύναμος! αναφώνησε ο Νώντας. Ετούτο το πράμα, είναι άλλο πράμα! Κέντημα! Στολίδι! Και τι στολίδι! Μπιμπελό! Να το παίρνεις  στο σαλόνι, στο μπαλκόνι, επί της τραπέζης, αν μου επιτρέπετε,  κύριε Σόλωνα, και γυρνώντας στον Σόλωνα του έκλεισε με νόημα το μάτι. Δηλαδή, το πάω το μηχάνημα, καλή πρόσφυση στην άσφαλτο, αμάξωμα τέλειο, πλαίσιο, αναρτήσεις, που τις είδαμε όλοι δηλαδή!  Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερο! Δεν μπορεί! Τζί-τζί!  Ένα κλάτς θα κάνει που και που, αλλά τι σε νοιάζει;

– Ώπα, ρε Νώντα! Κατούρα και λιγάκι , παλικάρι μου! Σε περιμένει κι ένας προστάτης στη γωνία, πρόσεχε λιγουλάκι! του είπε ο Νάσος που ένιωθε πως κάτι έχανε. Ή δεν έφτανε!

-Νομίζω πως ξεφύγαμε απ’ το θέμα μας! είπε ο Χρύσανθος. Εκείνος είχε κάνει μότο της ζωής του «Η σιωπή είναι χρυσός». Γιατί στη σιωπή δεν χρειάζεται να ψάχνεις γιατί. Ούτε να παίρνεις ευθύνη. Μάστορας στο κέντημα- σιωπή ο Χρύσανθος. Ειδικευόταν στη χρυσοβελονιά, αυτή που προσέδιδε και μια νότα αρχοντιάς. Τα καλύτερα τα «ρίχνεις» σωπαίνοντας, Νώντα! Αυτά που κρατάνε στον ανήφορο! Τα φορτώνονται όλα, και σε έχουν και πασά! Πήρε  ύστερα και το φωτοστέφανο τού δοκιμαζόμενου μάρτυρα που είχε ακουμπήσει στο πλάι μη και του σπάσει και χρειαστεί και χρήμα για την επισκευή του, ανά χείρας, ύστερα δεν ήταν και σίγουρο αν  τα κολλημένα φωτοστέφανα συνέχιζαν να βεβαιώνουν με την ίδια ένταση το μαρτύριο, και συνέχισε το δρόμο του.

Η «κλατς-κλατς» ήταν γκομενάκι ζόρικο κι ήθελε άλλο χειρισμό. Έτσι του απάντησε ο Νώντας ψιθυριστά στο αυτί.

Η Φρόσω πήρε στη συνέχεια τον λόγο.

-Νομίζω πως δύο είναι τα οριακά και καθοριστικά σημεία. Η βιοποικιλότητα από τη μια. Ένας όρος που άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως, από ειδικούς και μη, για να μιλήσει, να δικαιολογήσει και φορές να λύσει, ως πανάκεια, όλα τα οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Ο όρος χρησιμοποιείται από τη βιολογία για να εκφράσει την ποικιλία των μορφών της ζωής σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Παρά τη σαφήνεια και την απλότητα του όρου όμως, κατέληξε να είναι μία από τις πιο ασαφείς και αφηρημένες έννοιες, καθώς δεν υπάρχει μία μόνο βιοποικιλότητα! Δηλαδή με απλά λόγια, όλα τα έχει ο μπαξές. Και τη ζωή, σαν έναν μπαξέ θα πρέπει να τη βλέπουμε. Επίσης, θεωρώ πρωταρχικής σημασίας τη συνέχιση του  αγώνα για την αντιμετώπιση των ιμπεριαλιστικών κινήσεων των διαφόρων κυβερνήσεων! Όσο πιο πολλοί φαντασιόπληκτοι πτυχιούχοι καλοπερασάκηδες κακοπερνούν, τόσο πιο πολύ μικραίνει η ελπίδα η ζωή να βρει ξανά την αξία της.

-Άτσα, θεώρηση της ζωής, τα  κορίτσια της πάλαι-ποτέ κομμουνιστικής ονειροπόλησης! θαύμασε ο Νώντας!  Και για να τεκμηριωθεί το ρηθέν, ακούστηκε κι ένα ηχηρό «Μπάμ», μετά από πόσα πολλά συνεχή «κλάτς», δεν θυμάμαι.

-Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, και πώς μετράτε τα πράγματα. Η έλλειψη της αγάπης, όταν δεν την είχες ή δεν την ένιωσες ποτέ, δεν πονάει τόσο πικρά όσο εκείνη που κάποτε ήταν και τώρα όχι πια. Κι όσες άλλες μορφές της, φιλική, αδελφική, συναδελφική, αγάπη για τον συνάνθρωπο, για τον μαθητή, για την τέχνη ή τις επιστήμες, όποια απ’ αυτές κι αν κάνεις αντιγραφή και επικόλληση, καμιά τους δεν παίρνει μακριά τη θλίψη απ’ τα μάτια. Αν ένας ονειροπόλος αρνηθεί τ’ όνειρά του, γίνεται σαν τον αητό που ξέχασε να πετάει ψηλά, ξέχασε πώς είναι να χάνεται στον ουρανό κι ύστερα να ’ρχεται πάλι, βουτώντας, ζυγιάζοντας με αριστοτεχνικό τρόπο τα φτερά του  με τον άνεμο. Κι αν, πάλι, του τ’ αρνηθούνε, για το πέταγμα λέω, τότε σπασμένα φτερά, μόνο πρέπει, είπε ο Πύρρος, που κατά πως κατάλαβαν όλοι ήξερε κι από «πρέπει» κι από σπασμένα φτερά.

-«Του ανθρωπίνου βίου, ο μεν χρόνος στιγμή, η δε στιγμή ρέουσα, η δε αίσθησις αμυδρά» είχε πει ο Μάρκος Αυρήλιος, είπε η Φένια.

-Δε πάει να το ‘πε κι ο πάπας της Ρώμης! Σε μένα οι αισθήσεις μια χαρά λειτουργούν. Να φοβούνται οι κλανιάρηδες κι οι ανέραστες! είπε ο Νώντας, μια κοιτάζοντας τον Σόλωνα και μια τη Φένια.  Το παράσημο του «μπήχτη» ναι, θα το έπαιρνε ομόφωνα. Πιθανά και τα ακόλουθά  του. Του λεβέντη και του μαλάκα!

-Οι γυναίκες, πρέπει να υπομονεύουμε στη ζωή. Να δικαιολογούμε. Να ονειρευόμαστε από μόνες μας και χωρίς ερέθισμα.  Να είμαστε  νοικοκυρές. Καλές μάνες. Πιστές. Και κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: Να μην σκεπτόμαστε. Γιατί όταν σκέφτεσαι, κάτι από δω, κάτι από κει, κάτι θα αναρωτηθείς. Κάτι θα εκτιμήσεις στον εαυτό σου… Κάποιο πάζλ θα ψάξεις που παράπεσε!» είπε η Ρία για να φέρει τα πράγματα σε ισορροπία.

-Το χάσαμε και ποιος θα το ’βρει!  είπε η Ξενιώ.  Για πρωτοπόρος του φεμινιστικού κινήματος μού κάνεις, ρε Ρία!

-Ρωτώ λοιπόν, εδώ! είπε η Αστερόπη, «οι προθέσεις μετράνε; Γιατί αν μετράνε, πάει καλά. Αν όμως τα αποτελέσματα είναι ανεξάρτητα των προθέσεων, τότε ποιος στα αλήθεια φέρει όλη την ευθύνη; Για τις επιλογές του, τα όνειρά του, τη θέση του, ή την αντίθεσή του;

-Κυνηγητό μια ζωή και κανείς νικητής! Μόνο οι λέξεις! είπε η Άρτεμη.

-Αλίμονο στους ηττημένους! πρόσθεσε η Ελπίδα.

-Ηττημένοι; Μπορεί. Κι εγώ μιαν άκρη ψάχνω, είπε η κυρά Καλλιόπη.  Όταν στερεύει η δύναμη μου, πιο πολύ την άκρη μου, αλλά μπας κι είμαι η πρώτη; Ή η τελευταία; Έχει τους κύκλους της η ζωή. Και σαν να καρμπονάρεται ένα πράγμα, με μια μικρή, ή φορές πολλές μικρές, επιφανειακά ασήμαντες παραλλαγές. Λες και γίνεται πείραμα ποια συνταγή θα πετύχει. Ή λες και σε μια τεράστια σκηνή, τόσο πλατιά και βαθιά όσο ο ουρανός, μοιράζονται ρόλοι. Και παίζουμε ο καθένας, άθελά μας, βουτηγμένοι μες στο ανήξερο, τα λόγια, τις κινήσεις, χωρίς σκηνοθέτη, παρά μονάχα αυτήν την εσώτερη φωνή που ψιθυρίζοντας μας λέει το ένα ή το άλλο… Άμα τη λήξει του έργου, ακούγεται η ταμειακή μηχανή να μετρά… Τρεις στο λάδι, τρεις στο ξίδι, πέντε στο λαδόξιδο. Και τα ρέστα παγωτό; Ή κατακάθι πίκρας για όσα έκανες λάθος, όσα άφησες να φύγουν ασχεδίαστα, ανείπωτα, κενά; Ή, χειρότερα, μετριούνται όλες οι λέξεις, τα κοιτάγματα, οι ανεπαίσθητες κινήσεις; Έρημοι επαναστάτες μιας ασήμαντης επανάστασης, διάρκειας απειρο-ελάχιστης, αν συλλογιστεί κανείς τον αριθμό των στιγμών μες τους αιώνες, είμαστε, και λογιάζουμε τη ζωή μας πολύτιμη κι ακριβή και μεγάλη!

-Για μένα οι λέξεις έχουν μεγάλη δύναμη! Μπορούν να φτιάξουν ουρανούς, αστέρια, να στήσουν κόσμους ολόκληρους! Να γράφεις είναι σα ν’ αγαπάς. Όχι από ανάγκη, όχι! Από πεποίθηση! Μόνο έτσι μπορείς με τις πράξεις σου ύστερα, να στηρίζεις τα όνειρά σου. Και να αξιώνεσαι τους κόσμους σου, είπε η Μυρτώ που έγραφε από παιδί.

-Πολλά μανούλια μαζεύτηκαν, ποιο να πρωτο-διαλέξω; ψιθύρισε ο Νώντας στο αυτί του Νάσου. Προσθέτοντας, «Πολύ κουλτούρα ρε παιδάκι μου και δεν αντέχω άλλο!». Και φωναχτά είπε: « Σβησθείσης της λυχνίος, πάσα γυνή ομοία».

-Δεν έχει καμιά σημασία τι θέλεις  εσύ, αγάπη μου!  είπε η Λίλιαν. Το είκοσι τοις εκατό κι αυτό αν! Όλα είναι  γραμμένα από πριν. Η ώρα της γέννησης, το μεγάλωμα, τα συναισθήματα, τα κενά, οι χαρές, τα στενά, τα δύσκολα, το όνομα, οι ελπίδες, οι προσμονές… Γράψε ό,τι θες… Πες ότι σου έρθει στο μυαλό! Όλα γραμμένα! Τα σ’ αγαπώ σου, πρωτίστως αυτά!

Μια κάποια ταραχή την ένιωσαν όλοι. Μόνο η Σούζη δεν ταράχτηκε. Είχε βαρεθεί και το μάσημα. Κι είχε αρχίσει να φέρνει τη γνωστή τσίχλα μπροστά-μπροστά στα δόντια και να την κάνει λάστιχο.

-Μπροστά  μου σ’ έχω, έξω από δω, σκέφτηκε ο Νώντας. Με το πέρας της μάζωξης, θα της πρότεινε να βγούνε για ποτάκι. Δεν ήξερε, δεν ρώταγε κομμάτι τον κύριο Δημήτρη που είχε πάθει κι είχε μάθει;  Κι εκεί που όλοι τους σχεδόν είχαν μιλήσει, τον λόγο τον πήρε η Ζωή.

-Εμένα, όταν η ψυχή μου Βαραίνει, και δεν μπορώ να τη βαστάξω, βαρύ το μοίρασμα, χάσιμο η συνήθεια, κούραση η Βόλεψη, κοιτάζω μακριά ματιά απ’ το παράθυρο μου, και μιλώ λόγια παρηγοριάς… Όλα τα’ χω. Μια ζωή να ζω, τη ματιά να κοιτώ, την καρδιά να αγαπάω. Κι αν αυτοί που αγαπάμε, άγραφος νόμος, φτάνουν το μαχαίρι στο κόκαλο, πέφτουν πιο κάτω από εκεί που θα τους θέλαμε ή που τους έχουμε μες το μυαλό μας, παιχνίδι ήταν, ρίξαμε άστοχη ζαριά, θα ξαναρχίσει, πού θα πάει;… Κι αν ο Θεός δεν με έστερξε με όσα πόθησε η ψυχή μου, ή η ανάγκη μου, δεν το μπορώ να κρίνω, δεν ήμουν έτοιμος να τα δεχτώ… Κι αν τυραννιέμαι, παίζοντας με την ψυχή μου, κι αν μέσα στ’ όνειρο τη νύχτα, παίζω με το μυαλό, αλλάζοντας κόσμους, όλα δικά μου είναι… Δικό μου το σκαρί, τ’ άλμπουρο, δικοί μου οι άνεμοι και τα σκοινιά κι η αλμύρα. Δικές μου και οι θάλασσες. Για να τις διαφεντεύω και να με ορίζουν. Ταξίδια, όνειρα, αγάπες κι αγκαλιές. Όλα δικά μου είναι.

Κι ήταν σαν ξαφνικά να είχαν βρει όλοι τους έναν καινούριο τρόπο να κοιτούν. Ύστερα από τη Ζωή, τον λόγο πήρε ένας απροσδιορίστου ηλικίας, πάντως ώριμος άντρας, με ματιά κατανοητική και βαθιά φωνή, απαλή όμως σα χάδι.

-Αντιφεγγίζω μέσα στα καθάρια νερά της ψυχής μου, τα πιο μακρινά όνειρά σας. Μέσα από τον πόνο σας, φτιάχνω λουλούδια και τ’ ακουμπάω, ταπεινά, στα πόδια σας. Μικροί θεοί ποτισμένοι με πίκρα, δάκρυ κι απόγνωση. Ευαίσθητοι κι εύθραυστοι σα τα πέταλα. Ανοίγω την παλάμη μου και κλείνοντάς την, κλείνω όλον τον κόσμο. Μέσα στις γραμμές της, οι άπειροι δρόμοι που ακολουθήσανε τα βήματά σας.

Οι φόβοι σας κι οι φόβοι μου, ανταμωμένοι σ’ ένα τέλειο συνταίριασμα.

Όλη τη μοναξιά να την αντέξω. Όλες σας τις ευχές ν’ αξιωθώ.

Εγώ δεν γίνηκα άνθρωπος για να μπορώ να κάνω λάθη. Προσέχω τα βήματά μου τις νύχτες, μη και ξυπνήσω με το θόρυβο τον κόσμο.

Κι όταν φτιάχνω τα σύννεφα, δεν ξεχνώ, πως με περίσσιο άσπρο, θα σιγουρεύεστε πως είμαι εκεί, εδώ, κοντά σας.»

Ύστερα από αυτόν τον λόγο δεν ακούστηκε ούτε ένας ψίθυρος. Μέχρι κι η Σούζη είχε καταπιεί την τσίχλα της. Όλοι τους, είχαν κοιταχτεί στον καθρέφτη της ψυχής τους…


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Έτσι, λοιπόν, τελειώνουν ετούτοι οι καθρέφτες. Θα είναι κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί που θα αρχίζουν. Σας ευχαριστώ όλους που τους κοιτάξαμε μαζί, κρατώντας με από το χέρι. Λυπάμαι,  η αλήθεια είναι αυτή. Που δεν θα μου κρατάτε το χέρι τις Δευτέρες τα βράδια… Κάτι άλλο, πάλι θα με ακούσετε να λέω! Ετούτο το στόμα πώς να πάψει;

Να κρατάτε ένα κομματάκι μου μέσα σας. Να μη νιώθουμε, κανείς από όλους μας, μοναξιά.

Και πού είστε; Τα λέμε..

Σας φιλώ γλυκά,

Μαριάννα.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη