“Κίνδυνοι και ζημιές εντός οικίας”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Λένε ότι αν σου έγραψε η Μοίρα να πας καλιά σου από αεροπλάνο, π.χ., όσο εσύ και αν αποφεύγεις τα αεροπορικά ταξίδια, το αεροπλάνο θα έρθει ακάλεστο να πέσει στο σπίτι σου επάνω, την ώρα που αμέριμνος πίνεις το καφεδάκι σου στο όμορφο living room σου. Μέσα απ’ όλα τα σπίτια της πόλης σου, ΤΟ ΔΙΚΟ σου σπίτι διάλεξε και ο άτυχος πιλότος για να γίνει ο τάφος του και ο δικός σου, μόνο και μόνο γιατί έτσι το είχε αποφασίσει η Μοίρα σας. Για να επαληθευτεί το ρηθέν δια των προφητών ότι… «Ο,ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ ΔΕΝ ΞΕΓΡΑΦΕΙ».

Λένε επίσης ότι τα χειρότερα ατυχήματα γίνονται στο σπίτι μέσα και άντε μετά εσύ να είσαι ήσυχος ότι τουλάχιστον τα παιδιά σου είναι εκεί μέσα ασφαλή.

Την σήμερον, που σχεδόν τα πάντα είναι αυτοματοποιημένα, έχει αποσοβηθεί ο μεγάλος κίνδυνος από πυρκαγιά έστω. Άλλοτε ελλόχευε η απειλή ανά πάσα στιγμή, είτε από σπίθα που πεταγόταν από το τζάκι πάνω στη φλοκάτη την απλωμένη μπροστά του, είτε από το μαγκάλι για τους ίδιους λόγους, είτε από την γκαζιέρα και τη διαρροή βενζίνης, που έως ότου πεις ‘’ΚΎΜΙΝΟ’’ σου έκανε το σπιτάκι σου ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.

Και βέβαια η φωτιά δεν ήταν ο μόνος κίνδυνος.

Που λέτε, θυμάμαι το σπίτι μου το πατρικό με τα τεράστια δωμάτια και την υπέροχη κουζινο-τραπεζαρία, πόσες εν δυνάμει χειροβομβίδες έκρυβε, χωρίς εμείς τα παιδιά να το συνειδητοποιούμε καν.

Σε μια, υποτίθεται, παράμερη γωνιά της κουζίνας αυτής, υπήρχαν δύο πελώρια πήλινα κιούπια, που όσο τα έβλεπα αλλά και τώρα που τα ανακαλώ στη μνήμη μου, παρέπεμπαν στον ΑΛΗ ΜΠΑΜΠΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΕΣ.

Το ένα ήταν ξέχειλο με άρμη και τσακιστές πράσινες ελίτσες, που η νοστιμιά τους δεν επιδέχεται καμίας σύγκρισης με αυτές του μπακάλη και αργότερα του σούπερ μάρκετ και δεν λέει να απαλειφτεί από τον ουρανίσκο της μνήμης μου.

Θαρρείς και τώρα ακόμη ότι βλέπω τη μάνα να τις τσακίζει σε ρυθμό πολυβόλου όπλου, με μία μεγάλη ‘’βοτσαλόπετρα’’ και να τις ρίχνει μέσα στο αρμυρό και αρωματισμένο με τα διάφορα χορταρικά υγρό και όταν γέμιζε το κιούπι να το σκεπάζει με μια μαρμαρόπετρα αφήνοντάς τες να ωριμάσουν μέχρι να φύγει η πικρίλα της άγουρης ελιάς και η αψάδα της και να τις τρώμε μετά με τις χούφτες. Το άλλο κιούπι ξέχειλο με λάδι απίστευτης γεύσης, που μύριζε, που μοσχοβολούσε να πω πιο καλά, ελιά. Όχι σαν το σημερινό ραφιναρισμένο που είναι εκτός από άοσμο και μιας ουδέτερης γεύσης και χρώματος ακόμη.

Ημέρα τινά λοιπόν, για κάποιον λόγο που έμεινε  απροσδιόριστος και ανεξήγητος στην πορεία της Ιστορίας της οικογένειας, το κιούπι κάνει κρακ, σπάζει στα δυο και το ζωογόνο υγρό μετατρέπεται σε έναν εφιάλτη για τον πατέρα, τη μάνα, και τη λατρεμένη μου γιαγιά. Γεμίζει το δάπεδο της κουζίνας μετατρέποντάς την σε μία παχύρευστη λίμνη και ο πατέρας απεγνωσμένα να προσπαθεί να το περιμαζέψει φτυαρίζοντάς το και μεταγγίζοντάς το σε γυάλινα μπουκάλια. Βουτηγμένος μέχρι τα μπούνια -που λένε- και με τον τεράστιο κίνδυνο να γλιστρήσει και να σκοτωθεί, μαζεύει και μαζεύει και ο μαζεμός να μην τελειώνει.

Ας φανταστούμε τη σκηνή…

Ο πατέρας σε χάλια απερίγραπτα και η μάνα να τραβάει τα μαλλιά της από απελπισία. Η δε γιαγιάκα μου, Σμυρνιά σπαστική με την καθαριότητα, να μουρμουρίζει ποιος ξέρει τι, μα φωνή να μη βγαίνει από το στόμα της και εμείς να απορούμε πώς και απέφυγε το εγκεφαλικό βλέποντας την κουζίνα της, που ήταν το καμάρι της και το βασίλειό της, σε τέτοιο απερίγραπτα εφιαλτικό χάλι. Ποιος νοιαζόταν για την οικονομική απώλεια; Κανείς. Εκείνο που όλους ένοιαζε ήταν αν μπορέσει ποτέ να γίνει ο χώρος αυτός σαν πριν. Ο  καθαρός και μυρωδάτος λαχταριστός χώρος, από τις νοστιμιές που μαγείρευε μάνα και κόρη, εκεί μέσα.

Όταν μαζευόταν και η τελευταία σταγόνα του λαδερού εφιάλτη άραγε θα μπορούσε ποτέ να καθαριστεί πλήρως ο τόπος;

 ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ Η ΑΠΟΡΙΑ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΝ ΗΤΑΝ, ΠΩΣ και ο αρχηγός της οικογένειας παρέμενε ορθός. ΤΙ ΣΤΗΝ ΕΥΧΗ, ΒΕΝΤΟΥΖΕΣ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΤΟΥ ΠΟΔΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΕΦΤΕ ΜΕ ΑΠΡΟΟΠΤΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΜΑΤΙΚΉ ΤΟΥ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ;

ΕΙΧΕ ΑΠΛΩΣ ΑΓΙΟ.

Τόσο απλά.

Γιατί ακόμη και ο φύλακας άγγελός του αντιμετώπιζε ΚΑΘΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ το ατύχημα με δέος, τείνοντας αοράτως χείρα βοηθείας. Άλλη εξήγηση δεν υπάρχει.

Και όμως, οι άφθονες σαπουνάδες με ένα άλλο προϊόν της ελιάς το πράσινο σαπούνι και αν δεν κάνω λάθος με την συνδρομή ποτάσας και το ζεματιστό νερό, έκανε τη δουλειά του. Η κουζίνα καθαρίστηκε, τα δε περίτεχνα πλακάκια του δαπέδου της λάμψανε από το λάδι που ρούφηξαν οι πόροι τους και ζωήρεψαν τα χρώματά τους. Το μόνο που απόμεινε για μέρες ίσως και μήνες, ήταν μια αδιόρατη μυρωδιά λαδίλας, που όσο να ’ναι όταν αυτή είναι εκτός του φυσικού της χώρου, δεν είναι καθόλου ευχάριστη.

ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ βέβαια, ότι όσο λάδι περισυνελλέγη, ήταν φευ ακατάλληλο προς βρώση πλέον. Το καντηλάκι μας και πολλών φίλων γειτόνων, είχε εξασφαλίσει για μήνες την καύσιμο ύλη του. Κάτι ήταν κι αυτό.

Πέρασε και ξεχάστηκε αυτός ο εφιάλτης, όπως πέρασε και η εποχή του μαγκαλιού για να έρθει η εποχή της σόμπας πετρελαίου, η φορητή και τόσο επικίνδυνη για εμάς τα μικρά διαβολάκια.

Η μαμά απούσα στη δουλειά και η γιαγιά ηρωίδα μόλις είχε αρχίσει να έχει πρόβλημα μνήμης.

Και πάλι για αδιευκρίνιστους λόγους, η μοντέρνα σόμπα παίρνει φωτιά. Και εγώ, αν και μικρό παιδί, διαισθανόμενο τον κίνδυνο να καούμε ζωντανοί μαζί με  το σπίτι μας, αρπάζω την διαβολόσομπα από το ζεματιστό της χερούλι που μού τσουρούφλισε την χούφτα, ανοίγω την μπαλκονόπορτα,  της δίνω μια και την πετάω στο δρόμο. Ευτυχώς, μήτε σκότωσα, μήτε τραυμάτισα κανέναν διερχόμενο διαβάτη, που κανένα μέντιουμ θα ήταν δυνατόν να προβλέψει γι’ αυτόν θάνατο από εναέρια πετρελαιόσομπα. Πολύ αργότερα νομίζω έγιναν ευρέως γνωστές οι βόμβες ΜΟΛΟΤΩΦ!!!

Αποτέλεσμα και αυτού του ενδοοικιακού ατυχήματος ένα εκτεταμένο έγκαυμα στα πόδια της γιαγιάκας μου (που ενώ θα πονούσε φρικτά δεν πολυκαταλάβαινε τι της συνέβη) και η αποφυγή του να γίνω εγώ φόνισσα από άγνοια και ηρωισμό… ΑΧ, ΑΧ, ΑΧ …

ΤΕΛΟΣ, να πω και τούτο και να τελειώνω, αν και τελειωμό δεν έχουν οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν παντού. Είναι καλέ μου αναγνώστη να μην σου λάχει. Έλαχέσου….

Το σπίτι μας διώροφο με μία περίτεχνη  εσωτερική ξύλινη  σκάλα. Χίλιες φορές τη ημέρα την ανεβοκατέβαινα πέντε-πέντε τα σκαλιά ή κάνοντας τσουλήθρα στην χοντρή της κουπαστή. Ποτέ δεν συνέβη το παραμικρό ατύχημα εδώ, αν και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Σαν να μου φαίνεται ότι όταν τον κίνδυνο τον αγνοείς, όταν δεν τον υπολογίζεις, τότε, ούτε και αυτός σε υπολογίζει και σε αφήνει στη ζαβολιά σου (σημ. κάπως έτσι γίνεσαι και ήρωας). Αλλιώς πώς να εξηγήσω το γεγονός ότι μεγαλώνοντας και ξέροντας πολύ καλά πια, ότι δεν είναι και τόσο ακίνδυνες οι τρέλες μου, έφαγα μία μεγαλοπρεπή τούμπα, με ένα πολύ σοβαρό σπάσιμο στα σφυρά και μπαινόβγαινα σε Νοσοκομεία για έναν ολόκληρο χρόνο;

Να μου την είχε φυλαγμένη η αγαπημένη μου σκάλα και να με εκδικήθηκε, που σαν παιδί την αψηφούσα;

Ερώτημα ρητορικόν και αναπάντητον.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη