“Κίμης”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

[Όνομα βάπτισης: Ευδόκιμος]

Λοιπόν, μίλησέ μου για την αγάπη…

Στην ανατολική πλευρά του κήπου  έχει μια δίφορη πορτοκαλιά. Απέναντί της δυο λεμονιές, δίπλα σε μια σιδερένια σκάλα. Κάτω από το περασμένο μια φορά άσπρο χρώμα, χάσκει μεριές-μεριές λίγο από μπλε, αυτό των παντζουρόφυλλων του Αιγαίου.

Τα σκαλιά της στροβιλίζονται σαν έλλειψη στο χρόνο και σε πάνε ουρανό. Εκεί πιο ψηλά από τη σκάλα, σε κάτι σκουριασμένα σίδερα που κάποτε στήριζαν μια γερασμένη κληματαριά, κρέμεται ένα κομμάτι παλιωμένη τέντα, χαρισμένη από μια φίλη. Οι πτυχές της έχουν γκριζάρει απ’ τις βροχές και τον ήλιο. Στέκει λοιπόν εκεί. Αρχικός σκοπός ήταν να σκιάζει. Τώρα είναι κομμάτι από θεατρικό σκηνικό. Σαν την κουρτίνα στις εικόνες του Ευαγγελισμού. Είμαι μέρος αυτού του σκηνικού. Ένας ρόλος κάθε φορά, σε τέλειες συντεταγμένες και πολλοί συγχρόνως. Γιός, αδελφός, ζωγράφος, ψυχολόγος, ισορροπιστής, εραστής, νομικός, νοικοκύρης, γελωτοποιός, δάσκαλος, μόνος.

Στα χέρια μου δόθηκε το χάρισμα να ζωγραφίζουν ό,τι θελήσω. Τα πινέλα γίνηκαν προέκταση των δακτύλων μου και τα’ αντίστροφο. Δεν ξέρω τι πρώτο. Τα χρώματα στο μυαλό μου όπως οι λέξεις στα χείλια των ποιητών. Ποιος ποιητής σώθηκε απ’ τις λέξεις; Ποιος ζωγράφος από τα χρώματα;

Απέκτησα πτυχία, το ένα μετά το άλλο. Να ικανοποιήσω τους γονείς, μην και βρεθώ λιγότερος  από τις προσδοκίες τους, μην και σκεφτούν πως δεν εκτίμησα τον αγώνα τους. Ένας άνθρωπος –ρόλοι. Αλλά αληθινός. Δεν κρύφτηκα πίσω από καθρέφτες. Με αξιοπρέπεια σήκωσα και σηκώνω το δικαίωμα να επιλέγω το δρόμο της καρδιάς μου. Κι ας μην ήταν αυτό το όνειρο των γονιών μου. Κι ας μην τύχαινε της αποδοχής και της ηθικής μιας ψεύτρας κοινωνίας που ονοματίζει εύκολα, κρεμάει ταμπελάκια και βάζει πάντα πέρα απ’ τα συρματοπλέγματα τους διαφορετικούς.  Αυτός, λοιπόν, ο τελευταίος ρόλος. Διαφορετικός.

Σκέφτομαι… Τόσοι πολλοί ρόλοι! Τόσο πολλή ξοδεμένη αγάπη, τελικά! Τόσα γιατί… Όλοι μας, τα «γιατί» μας κυνηγάμε!

Γιατί αγάπη όχι πια;

Όταν οι άνθρωποι κόβουν τα σκοινιά, όταν νιώθουν πληγωμένοι κι αδύναμοι, αρχίζουν να κάνουν τις λέξεις καρφιά. Φωτιά ανάβουν στις αναμνήσεις, λάβαρα επανάστασης σηκώνουν για να καλύψουν τα κενά τους, τα θλιμμένα τους «εγώ».

Αναρωτιέμαι, γιατί συνεχίζω ν’ αγαπώ; Τόσες φορές ως τώρα, κάθε φορά το ίδιο κενό;

Πώς τα γεμίζεις τα κενά που αφήνει η αγάπη όταν φεύγει;

Κλείστηκα κι εγώ στον κήπο της Εδέμ μου. Κάθε πρωί μετράω τα βήματά μου ως τις λεμονιές. Πόσος δρόμος; Κάθομαι στη φερ φορζέ  πολυθρόνα και καταπίνω την πίκρα της απόρριψης. Δεν πετάνε το δόσιμο, φίλε! Δεν ονομάζουν την προσπάθεια καταπίεση. Όταν αγαπάς, φίλε, την αγάπη σου την θέλεις ψηλά, να κοιτάζει μόνο προς το καλύτερο. Της βάζεις στόχους να παλεύει, της αγοράζεις λουλούδια να την ομορφαίνεις, την μαθαίνεις να νιώθει πάντα λίγη για να μπορεί να γίνεται περισσότερη. Την κανακεύεις και την μαλώνεις. Όταν σου θυμώνει, κάνεις πως δεν βλέπεις και προχωράς ένα βήμα πιο κάτω, όχι για να την κακομάθεις. Για να την μάθεις πως η δύναμή της βρίσκεται στη συνέχεια. Σαν το «ίσο» του ψάλτη  ή το αριστερό χέρι του πιανίστα που κρατάει τη βάση της μελωδίας ενώ με τα  άλλα δάκτυλα παίζει τις παραλλαγές..

Παραλλαγές τα ονόματα, τα πρόσωπα, οι ρόλοι, οι κήποι, οι σταθμοί, στο ίδιο θέμα. Παραλλαγές αγάπης!

Κι όταν εκείνη σου πετάει τα λουλούδια, τα εισιτήρια, τα κλειδιά, όλα πίσω γιατί πια δεν τα θέλει, πώς τα μαζεύεις τα μαραμένα πέταλα, τα σκισμένα φτερά; Παύουν να πλαταγίζουν χαρούμενα τη ζωή, εντάξει, αλλά  με σπασμένα φτερά πόσο μακριά από το σκηνικό της μικρής μου Εδέμ;

Θα περάσει ο καιρός. Θα ξεπλύνω την πίκρα στ’ αλάτι της θάλασσας, να ‘ναι, λες, τα σπασμένα φτερά όταν κολλούν πιο δυνατά;

Όσο κι αν για τώρα αγάπη όχι πια, η σκιά από τα φύλλα τα πρωινά θα ακουμπάνε με τον ίδιο τρόπο τα μάτια μου. Κι οι λεμονιές, κι η πορτοκαλιά κι η πολυθρόνα, και τα χέρια μου και τα χρώματα ίδια κι εδώ, μπροστά μου. Όταν με λυπηθούν ξανά και τους χαριστώ, οι ζωγραφιές μου θα στάζουν αγάπη. Όλη την αξόδευτη. Γιατί  η αγάπη είναι.

Τείχη κι αν ορθώσαμε

βυζαντινά τριγύρω απ’ τις ζωές μας

-πέτρες λευκές σμιλεμένες αγιάζι-

κι αν οι καστρόπορτες κλειστές,

τα δειλινά,

πάντα ένα κρώξιμο πουλιού

ή ένα φτερούγισμα,

πάντα ένας αύγουστος [1]

ανάμεσα στις πέτρες θα φυτρώνει.

Χώρια μας,

ανερώτητα,

χωρίς να ξαστοχάει, διόλου.


[1] αύγουστος: η πρασινάδα ανάμεσα στις πλάκες που θεριεύει τον μήνα Αύγουστο.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη