“Θέμις”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Νομίζεις, καθρέφτη, πως κλαίνε τα μάτια μου τα χρόνια που φύγαν;  Πως ανάμεσα στις μαύρες σου κηλίδες κρύβονται, με εμένα ανυποψίαστη, οι δρόμοι που περπάτησαν τα μάτια μου, το αφυδατωμένο μου δέρμα ή αυτές οι ρυτίδες στην άκρη του σαγονιού;

Λες, μέσα στα μάτια μου καθώς κοιτάω βαθιά, δεν βλέπω; Τα γέλια που γέλασα, τα δάκρυα που κύλησαν, τα λόγια που μ’ αυτά  μ’ αγάπησαν και πλανεύτηκα, τα σ’ αγαπώ που δεν ειπώθηκαν κι όλα εκείνα που από ανάγκη άκουσα  κι ας μην λέγονταν με όλη την καρδιά, τα βραδινά νυχτέρια τα τυλιγμένα αγωνία, τα άλλα που έψαχνε το σώμα ξεκούραση κι η σκέψη ησυχασμό, νομίζεις πως μόνο μια μορφή αντιφεγγίζεις;

Δεν έχει τόσα δάκτυλα να κρυφτεί κανείς! Την αλήθεια μου βλέπεις κι εσύ κι ας μην είναι μπορετό να την κάνεις λέξεις. Έχεις τόσα μάτια, όσα αυτά που σε κοιτούνε και ψέματα δεν δείχνεις, ούτε λες… Η άγνοια είναι ανθρώπινο εύρημα. Εσύ δεν πρέπει να δικαιολογηθείς.

Λοιπόν, ό,τι γύρεψα, γύρεψα. Δεν θέλω άλλη επιείκεια. Να πέσουν οι μάσκες. Και γυμνοί από τα πρέπει τους και ανεπιτήδευτοι, να σταθούν όλοι τη γυμνή τους αλήθεια φορώντας, μπροστά σου.

Δεν έχει να ομορφύνει κανείς την αλήθεια. Ούτε να βεβαιώσει πια για τ’ ανύπαρκτο. Κόσμοι βουβοί, σήραγγες μακρινές διαδρομές οι χιλιάδες σκέψεις, πού να χωρέσει η αλήθεια;

Φτιασιδωμένη, τις περισσότερες φορές, πίσω από μολύβια ματιών, μάσκαρες, πούδρες, δοκιμασμένα χαμόγελα, ψεύτικες διαβεβαιώσεις, όλη η μάσκαρα του κόσμου!

Για το μόνο που με σιγουριά μπορώ να σου μιλήσω, είναι τα χρόνια που πέρασαν. Οι ποταμοί δεν κοιτάζουν ούτε σκέπτονται πόσο νερό κύλησε στις αγκαλιές τους, πόσες πέτρες παρέσυραν στο διάβα τους, γιατί άφησαν να χαθεί τόσο τρεχούμενο νερό, τι ωφέλεια να ’χει να βαθαίνεις τη θάλασσα;

Τρέχω μαζί με το νερό του ποταμού. Και δεν κακιώνω στη ζωή για το κύλισμά της. Σε μένα μόνο, που παρόλο που μέσα μου ήξερα, έτρεχα πάντα να προλάβω. Κι αναρωτιόμουν το τέλος. Ποτέ δεν πρόλαβα, κι ας έτρεχα. Όσο για το τέλος, μόνο όταν το προσπεράσεις το καταλαβαίνεις. Κι αυτό, μόνο όταν κοιτάξεις δίπλα σου!

Υπάρχει, λοιπόν, μια βαθιά κι ανεξερεύνητη δικαιοσύνη στη φύση των πραγμάτων. Μια κυκλική νομοτέλεια. «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν». Δεν αρνούμαι. Γεννήθηκα γυναίκα και με λιγώνει ακόμη η ευωδιά από τις ανθισμένες πορτοκαλιές στην  αρχή της άνοιξης, οι ανθισμένες ασπαρτιές, η ανάμνηση της ησυχασμένης θάλασσας στα παιδικά μου καλοκαίρια, τα μάτια των παιδιών μου όταν τα πρωτο-αντίκρυσα  και μ’ ήξεραν, θαρρείς, από πάντα… Ξέρω να σου μιλήσω όλα τα σ’ αγαπώ μου, πια. Μα τα κρατώ, πολύτιμα λαμπυρίσματα μέσα στα μάτια μου. Συντροφιά μου. Αδυναμία και δύναμή μου.

Μην πάψεις να μην μιλάς. Να μετράς λαμπυρίσματα…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Κώστας Τσίλιας
    23 Μαΐου 2017 at 23:06

    Συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο της γραφής,μια πραγματικά γοητευτική ανατρεπτική ματιά που δίνει το δικό της ορίζοντα.

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη