“Η υπόσχεση”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

–Eγώ θα πάω και τι λες εσύ τ’ ακούω τζάμπα και βερεσέ.

–Δε θα πας.

–Θα πάω ρε Κατερίνα, δε πα να χτυπιέσαι κάτω δε θα σου περάσει… Θα πάω.

–Αααα, έτσι ε; Αυτό σημαίνει πως δε με υπολογίζεις καθόλου. Δεκάρα δε δίνεις για μένα…

–Όχι, όταν πρόκειται για δουλειά και για τόσο σημαντικά ζητήματα δεν σε υπολογίζω βέβαια. Δεν γίνεται να μου κάνεις κουμάντο κι εκεί, δεν το καταλαβαίνεις;

–Όχι δεν το καταλαβαίνω γιατί δεν μου το εξηγείς. Αλλά δεν μπαίνεις στον κόπο να μου δώσεις δυο απαντήσεις που σου ζητάω, γιατί δεν έχεις καημένε δικαιολογίες…

–Είσαι με τα σωστά σου μωρέ; Τι δικαιολογίες άλλες θέλεις; Τόσες μέρες τώρα με πιπιλάς με το ‘’δε θα πας’’ κι αφού σου έχω εξηγήσει τον λόγο, πόσο σοβαρός είναι… εσύ εκεί, επιμένεις. Ε λοιπόν όχι, ρε Κατερίνα, δε θα σου περάσει… επειδή εσύ είσαι ξεροκέφαλη και φοβάσαι στα πίσω μπρος μη με χάσεις, δε θα χάσω κι εγώ την ευκαιρία να βγάλω δυο δραχμές παραπάνω. Δεν κάνω πίσω, να το ξέρεις. Τα έχουμε μεγάλη ανάγκη αυτά τα λεφτά, στο λέω για εκατοστή φορά!

–Δε θα πας Τασούλη και μην με ξαναπείς εμένα ξεροκέφαλη γιατί θα σου ανοίξω το κεφάλι στα δυο την επόμενη φορά. Το βλέπεις αυτό; Μ’ αυτό θα στο κάνω…

–Παιδάκι μου τρελάθηκες; Άσε κάτω το βάζο κι έλα στα συγκαλά σου. Σε λίγο θα ‘ρθουν τα παιδιά, θέλεις να σε δούνε σ’ αυτή την κατάσταση; Ξέρεις πως δε μ’ αρέσει να τσακωνόμαστε μπροστά τους. Σύνερθε… κι άσε με επιτέλους στην ησυχία μου να ξυριστώ. Πετσοκόφτηκα εδώ πέρα, δε με βλέπεις;

–Ρε άντε από κει, που θα μου πεις εσύ για τα παιδιά και πώς πρέπει να φερόμαστε! Εσύ είσαι αυτός που φωνάζει μπροστά τους. Όχι κύριε, δεν πρόκειται να συνέρθω… γιατί έχω δίκιο! Κι αν περάσεις απόψε αυτή την πόρτα για να πας στη χαζοδουλειά που βρήκες, να ξέρεις, πως όταν γυρίσεις θα την βρεις κλειδαμπαρωμένη. Να πας στη μάνα σου μετά να κοιμηθείς κι εκεί να μείνεις… Εμένα και τα παιδιά να μας ξεχάσεις. Κατάλαβες ξύπνιε μου;

–Ε… δεν πάμε καλά εδώ μέσα, με την τρελή που έμπλεξα…

–ΤΙ ΕΙΠΕΣ;

–Τίποτα δεν είπα. Να μ’ αφήσεις στην ησυχία μου να ξυριστώ, αυτό είπα… Δίνε του.

–ΤΙ ΕΙΠΕΣ;

–Άντε πάλι τι είπα; Κουφή είσαι παιδάκι μου; Να φύγεις είπα και να μ’ αφήσεις να τελειώσω αυτό το ρημαδοξύρισμα επιτέλους!

–Ποια είπες τρελή; ΕΜΕΝΑ; Τη μάνα των παιδιών σου ρε ανισόρροπε;

–Ηρέμησε. Μη σπρώχνεις, γιατί θα τα πάρω στο τέλος.

–Σ’ εμένα είπες ‘’δίνε του’’; Σε ποια νομίζεις πως μιλάς; Σε καμιά γκόμενα;

–Μη σπρώχνεις. Δε θέλω ν’ απλώσω χέρι πάνω σου… Μη μ’ οδηγείς στα άκρα, παράτα με…

–Θα σε παρατήσω μια και καλή, αν  διαβείς αυτό το κατώφλι απόψε να το ξέρεις.

–Οι εκβιασμοί δεν περνάνε σε μένα Κατερινάκι, το ξέρεις καλά αυτό. Σου εξήγησα τον λόγο που σκοπεύω να πάω και δεν κάνω πίσω. Τέλος.

–ΤΕΛΟΣ; Τολμάς και μου λες πως τελειώσαμε δηλαδή; Αχάριστε, ε αχάριστε!

–Δεν σου είπα πως τελειώσαμε χριστιανή μου, πως θα πάω για δουλειά σου είπα. Αυτό εννοούσα με το τέλος, μη συνεχίζεις άλλο! Μ’ έπρηξες πια…

–Δε θα πας πουθενά.

–Άντε πάλι! Κάνε στην άκρη σε παρακαλώ να τελειώνουμε, θέλω να κάνω μπάνιο να ντυθώ να φύγω. Δεν έχω σκοπό ν’ αργήσω πρώτη μέρα…

–Μπα! Θα κάνει και μπανάκι ο κύριος! Να πάει καθαρός στις καλτάκες που θα σερβίρει…

–Κατερίνα… Θα έρθουν τα παιδιά σε λίγο, θα συνεχίσουμε το βράδυ.

–Δεν έχουμε να συνεχίσουμε τίποτα. Να πας στη μάνα σου, τα χαράματα που θα γυρίσεις.

–Ποια χαράματα παιδί μου; Τι το πέρασες; Πως οι καφετέριες στη Δράμα, έχουν την τρελή δουλειά και κλείνουν τα χαράματα; Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο δουλεύουνε. Το μεροκάματο θα συμπληρώσω ρε Κατερινάκι, γιατί δε με καταλαβαίνεις; Ντρέπομαι πια να παίρνω λεφτά απ’ τη μάνα μου για τσιγάρα…

–Μπα! Ντρέπεται ο κύριος… Για να πάει στην καφετέρια και να κάνει τον γόη δεν ντρέπεται! Παντρεμένος άνθρωπος με οικογένεια… Αυτά δεν τα σκέφτεσαι; Και να το κόψεις  το τσιγάρο κύριε, άμα δε θες να ντρέπεσαι τη μάνα σου…

–Αυτό θα μας έλυνε το πρόβλημα τώρα; Εδώ δεν το έκοψα τους καλούς καιρούς, θα το κόψω τώρα, που είμαι μονίμως φορτωμένος; Άσε ρε Κατερίνα τις συμβουλές. Εδώ της τρώμε όλο το μισθό της γυναίκας, δεν προλαβαίνει να πληρωθεί κι εξαφανίζονται… Και μας μαγειρεύει κιόλας κάθε μέρα! Αυτό πού το πας;

–Όλοι οι γονείς έτσι κάνουν. Και την αδερφή μου τα πεθερικά της τη βοηθάνε και τη δική σου αδερφή πάλι, τα πεθερικά της τους βοηθάνε… Γιατί εμείς να ντρεπόμαστε;

–Και τι σημαίνει αυτό; Επειδή το κάνουν όλοι, δεν πρέπει να ντρεπόμαστε; Εγώ δεν αισθάνομαι καλά να με ταϊζει ακόμα η μάνα μου, χήρα γυναίκα κιόλας. Εγώ θα ‘πρεπε να τη φροντίζω. Κατάλαβες; Κάνε στην άκρη τώρα να πάω να ντυθώ γιατί άργησα…

–Μάλιστα κύριε… Περάστε, με τις υγείες σας!

–Άσε το δούλεμα Κατερινάκι και κοίταξε να λογικευτείς. Άσε να βγάλουμε καμιά δραχμή παραπάνω, γιατί σε λίγο μας βλέπω να πεινάμε. Αυτό θες;

–Γιατί να πεινάμε; Καλά δεν είμαστε μέχρι τώρα; Εξακόσια ευρώ εσύ και διακόσια εγώ,  οχτακόσια. Βάλε και της μάνας σου…

–Βγάλε και της μάνας μου θες να πεις… Τι σου εξηγώ τόση ώρα κορίτσι μου; Αλλά εσένα το φτωχό μυαλουδάκι σου ταξιδεύει σε γκόμενες και μαλακίες! Δυο χιλιάρικα δεν μας φτάνουνε το μήνα, με τα έξοδα που έχουμε, το ξέρεις; Αλλά πού να το ξέρεις; Αφού εγώ βγαίνω και μοιράζω λεφτά σε υπηρεσίες και τράπεζες. Πού είναι το μπλε το παντελόνι μου;

–Γιατί, τι το θες το μπλε; Το φοράς για καλό… Τόσο καλά πρέπει να ντυθείς;

–Τι να βάλω δηλαδή, τα ίδια που φόραγα το πρωί στη δουλειά; Κι αυτό σε πειράζει;

–Όλα με πειράζουνε, αλλά σιγά μη σε νοιάζει…

–Έλα τώρα… Αφού ξέρεις πως δε μ’ αρέσει να σε βλέπω να κλαις. Γιατί κλαις και με στενοχωρείς; Δυο δραχμές πάω να βγάλω για να είμαστε πιο άνετα ρε Κατερινάκι…

–Ναι, δυο δραχμές… Και να μη βλεπόμαστε καθόλου μετά.

–Θα βλεπόμαστε ρε καλή μου, άκου δε θα βλεπόμαστε… Τις καθημερινές θα ‘μαι σπίτι νωρίς, στο υπόσχομαι. Εξυπηρέτηση μου έκανε ο άνθρωπος και με πήρε, τι νομίζεις πώς δεν μπορεί να βρει άλλον; ‘’Κρα’’ κάνουν τα νέα παιδιά για τέτοιες δουλειές, μην κοιτάς που ο Παύλος πήρε εμένα. Για να μας βοηθήσει το έκανε, επειδή είναι φίλος…

–Ναι καλά… Και πότε θα βλεπόμαστε μου λες; Εσύ το πρωί στο γραφείο, εγώ το απόγευμα στο σούπερ, όταν γυρνάω, εσύ θα φεύγεις για την καφετέρια κι εγώ…

–Κι εσύ… μέχρι να μαζέψεις τα παιδιά και να τα βάλεις για ύπνο, θα γυρνάω κι εγώ. Κατάλαβες; Έλα καρδιά μου, αφού στο υποσχέθηκα πως αν δεν είναι καλά, θα φύγω…

–Μου το υπόσχεσαι; Λες αλήθεια;

–Στο υπόσχομαι! Άντε τώρα ν’ ανοίξεις στα παιδιά, τ’ ακούω που ανεβαίνουνε τις σκάλες. Και σκούπισε τα μάτια σου μη σε πάρουν χαμπάρι που έκλαιγες…

–Μ’ αγαπάς δηλαδή… ακόμα;

–Σ’ αγαπάω ρε Κατερίνα, τι σε κάνω; Αν δε σ’ αγαπούσα θα σ’ ανεχόμουνα τόση ώρα να με βρίζεις και να με απειλείς;

–Κι εγώ σ’ αγαπάω… Μου το υπόσχεσαι, ε;

–Στο υπόσχομαι!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη