«Η τιμωρία του σκύλου», ένα διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Ζούσε κάποτε ένας κυνηγός σε ένα χωριό κάπως απομακρυσμένο από τον έξω κόσμο. Άνθρωπος απρόσιτος και λιγομίλητος, κουβέντα δεν του έπαιρνες εύκολα. Μεγάλη του χαρά και ασχολία ήταν το κυνήγι στο οποίο επιδιδόταν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν άνθρωπος που όλα αυτά τα χρόνια μάζευε χρήματα με μεγάλη προσπάθεια και επιμονή, έχοντας καταφέρει να έχει ένα κομπόδεμα γερό για τα γηρατειά του, όπως έλεγε. Ζούσε μόνος, δεν είχε οικογένεια. Πολλοί κουτσομπόλευαν στο χωριό πως η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει και από τότε κατάντησε απρόσιτος και νευρικός.

Ξυπνούσε κάθε μέρα, πάντα την ίδια ώρα και ετοιμαζόταν για να παγιδεύσει το καινούργιο του θήραμα. Άλλες φορές τα πράγματα ήταν εύκολα και έμενε ικανοποιημένος, άλλες πάλι δυσκολευόταν και γύριζε στο σπίτι του με νεύρα που του έσφιγγαν το στομάχι ακόμα περισσότερο.

Τότε κατάλαβε πως τα χρόνια είχαν περάσει και εκείνος πια δεν είχε την ταχύτητα και τη δύναμη της νιότης. Τα πόδια του κουράζονταν πιο εύκολα, ένοιωθε στο σώμα του πια τα σημάδια  των γηρατειών. Τότε αντιλήφθηκε ίσως για πρώτη φορά, πως η μοναξιά που επέλεξε όλα αυτά τα χρόνια τώρα του στερούσε μία παρέα, μία αγκαλιά που τόσο πολύ χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

Αποφάσισε τότε να αποκτήσει έναν σκύλο, ώστε να τον παίρνει μαζί του στο κυνήγι και  να τον βοηθάει να παγιδεύει ευκολότερα τα θύματά του αλλά για να είναι και μία παρέα για εκείνον που μία ζωή δεν είχε φίλους. Τόσα χρόνια πια και αυτός μόνος πήγαινε και μόνος ερχόταν, κουράστηκε. Ναι, αυτό του χρειαζόταν. Ένας νέος, εύσωμος και αφοσιωμένος σκύλος. Κατάφερε να τον αποκτήσει όταν τυχαία είδε έναν από μακριά και του φάνηκε ικανός και εύκολος στο να εκπαιδευτεί από τον ίδιο. Ο σκύλος τον αγάπησε σύντομα και ήταν πάντοτε εκεί, φίλος πιστός και αληθινός. Ήτανε νέος , είχε ακόμα πολλές δυνάμεις και ο κυνηγός είδε στα μάτια όλη εκείνη τη συντροφικότητα,  που ίσως και να αναζητούσε αλλά δεν παραδέχθηκε ποτέ στον εαυτό του. Η καρδιά του μαλάκωσε και ο ίδιος απέκτησε μία πραότητα που ποτέ άλλοτε δεν είχε. Ο σκύλος τον συνόδευε πάντα όπου και αν πήγαινε, παγίδευε τα υποψήφια θηράματα, του έκανε παρέα το βράδυ που όλες οι σκιές και τα σημάδια της ψυχής βγαίνουν στην επιφάνεια και εκείνος ένοιωθε λιγότερη μοναξιά μέσα του.

Ο κυνηγός δεν τον είχε αδικήσει, πάντοτε του πρόσφερε νερό, τροφή και ένα ζεστό μέρος για να κοιμάται τις νύχτες. Ένοιωθε πλέον και εκείνος μεγαλύτερη προστασία από τους κλέφτες και από μικρές κλοπές που άκουγε να συμβαίνουν συχνά-πυκνά στο χωριό. Είχε και αυτός μαζέψει με φροντίδα και κόπους μίας ζωής το κομπόδεμά του, δε θα άντεχε να δει την περιουσία του λεηλατημένη.

Και έτσι, πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια. Και ο κυνηγός είχε μεγαλώσει ακόμα περισσότερο και η ακοή του πια είχε μειωθεί. Και η καρδιά του πλέον ήταν και εξαιρετικά αδύναμη, δεν άντεχε πια ούτε την παραμικρή φωνή και στεναχώρια.

Και ο σκύλος όμως, είχε αρχίσει πια να κουράζεται όλο και πιο εύκολα, και η δική του καρδιά δεν άντεχε τα τρεξίματα με τις ώρες και επιθυμούσε να κοιμάται περισσότερο. Δεν είχε πια τη δύναμη να συνοδεύει τον κυνηγό σε όλες τις δύσκολες και απαιτητικές δουλειές.

Η καλοσύνη που είχε ζεστάνει έστω και για λίγο την καρδιά του σκληρού κυνηγού πάγωσε ξανά και βγήκε από μέσα της πάλι η σκληρότητα. Άρχισε να φέρεται άσχημα στον καλό του φίλο, που τόσα χρόνια δεν έφυγε στιγμή από το πλάι του. Δεν του έδινε πια φαγητό, μόνο ένα κόκκαλο για να γλύφει ώρες έτσι ώστε να ησυχάζει για λίγο και να ηρεμεί μέσα του από αυτό το άγριο αίσθημα της πείνας, ξεγελώντας την έστω για λίγο. Πολλές φορές όταν έπιανε κρύο τον κλείδωνε έξω από το σπίτι, διότι έλεγε πως πλέον είναι άχρηστος και αδύναμος και δεν είναι σε θέση να του προσφέρει τίποτα. Ευτυχώς, υπήρχαν και κάποιοι πονόψυχοι γείτονες που τον έβλεπαν να περιφέρεται τρεμάμενος από το κρύο και τον μάζευαν προσφέροντάς του λίγο κρέας.

Πολλές φορές τον ρωτούσαν  γιατί φέρεται τόσο άσπλαχνα σε αυτό το έρμο το σκυλί. Και εκείνος απαντούσε πως δε θέλει να είναι καλός σε κάποιον που πλέον δεν είναι ικανός να του προσφέρει τίποτα.

Και ο κυνηγός ασθένησε σοβαρά, η καρδιά του πλέον ήταν αδύναμη πολύ. Και ο γιατρός παραγγελία του έδινε από το κρεβάτι να μη σηκώνεται για πολύ, όπως και να αποφεύγει τις μεγάλες συγκινήσεις. Και εκείνος με το κομπόδεμά του πλέον ξύπναγε και κοιμόταν – αλλού παρηγοριά δεν έβρισκε, σε κανέναν άλλο καλό λόγο δεν έλεγε. Και ο σκύλος του θύμωσε και πικράθηκε βαθιά που τον αντιμετώπιζε διαρκώς με απέχθεια και ειρωνεία, μη διστάζοντας να τον χαρακτηρίζει ‘’γέρο’’ και ‘’άχρηστο’’.

Πάλι κρύο είχε πιάσει. Και ο σκληρός ο κυνηγός δε λυπήθηκε για ακόμα μία φορά τον αδύναμο πια σκύλο και τον πέταξε έξω από το σπίτι, προστάζοντάς τον μάλιστα να κοιμηθεί και στο κρύο για να δυναμώσει και λίγο.

Και ο σκύλος μάζεψε όλο του το σώμα κάτω από ένα δέντρο ώστε να μπορέσει να αισθανθεί έστω και λίγη ζεστασιά και προσπάθησε να κοιμηθεί για λίγο κλείνοντας τα μάτια.

Η ώρα ήταν περασμένη αρκετά. Και φωνές ακούστηκαν από μακριά, φωνές που ξύπνησαν τον σκύλο, ο οποίος αναρωτιόταν σε ποιους ανήκουν.

Και τότε είδε μέσα στο σκοτάδι δύο άτομα μαύρα ντυμένα, με μορφή σκοτεινή, που κρατούσε μαχαίρι ο ένας εξ’ αυτών. Φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από έναν θάμνο γρήγορα και αθόρυβα, προσέχοντας να μην τον δουν. Και τότε κατάλαβε πως στο σπίτι του ιδιοκτήτη του πορεύονταν, πως είχαν σκοπό να τον ληστέψουν. Είδε τον ένα εξ’ αυτών να ανεβαίνει αργά, δίχως να κάνει φασαρία, την πίσω σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι του κυνηγού.

Στην αρχή, φοβήθηκε για τη ζωή του. Ήταν και ένας γέρος άνθρωπος πια, ασθενικός και μειωμένων δυνάμεων. Και θα έβρισκαν τα χρήματά του, θα του τα έπαιρναν όλα, μπορεί και να τον σκότωναν. Και τι θα έκανε μετά και εκείνος ο δυστυχής με την ταλαίπωρη καρδιά, θα μαράζωνε από τον καημό.  Ήξερε πως αν γαβγίσει δυνατά μπορεί αυτό να τον ξυπνήσει και να αρπάξει το τουφέκι με το οποίο πήγαινε καθημερινά για κυνήγι και να πυροβολήσει.

Και τότε, μία άλλη φωνή ξεπήδησε από μέσα του. Η φωνή εκείνη που του θύμισε την πείνα, τις ύβρεις, τις κακουχίες που είχε περάσει από εκείνον εξαιτίας της αδυναμίας και των γηρατειών του. Και μέσα του, μέσα στην καρδιά του, φούντωσε σκέψη εκδίκησης. Να τιμωρήσει αυτόν που τόσα χρόνια τον υποτιμά και τον χαρακτηρίζει άχρηστο. Και αυτή η εκδίκηση ήταν που θόλωσε τη λογική και το μυαλό του και τον έκανε να σιωπήσει. Ναι, να σιωπήσει. Δεν ήξερε αν θα το μετάνιωνε, δε γνώριζε αν έπρεπε να αφήσει το σαράκι του μίσους που του κατέτρωγε την ψυχή,  να επικρατήσει και να τον νικήσει. Αλλά αναλογιζόταν συνέχεια το κρύο στο οποίο τον άφησε να κοιμάται νύχτες και νύχτες, και εκείνη τώρα. Και σιώπησε…

Κάθισε λοιπόν και περίμενε  να δει αν θα ακουστούν φωνές από το σπίτι, βλέποντας παράλληλα το δεύτερο ληστή που δεν είχε ανέβει επάνω στο δωμάτιο να κοιτάζει συνέχεια γύρω του – όλα τα είχαν οργανώσει με κάθε λεπτομέρεια, μία λάθος κίνηση να τους στερήσει τους θησαυρούς που μπορεί να έκλεβαν;

Δεν πέρασε ώρα αρκετή και ο σκύλος βλέπει από την ίδια σκάλα να κατεβαίνει ο ληστής κρατώντας ένα μεγάλο κουτί. Τους άκουσε να πανηγυρίζουν στα κρυφά, λέγοντας πως το κουτί αυτό έχει μέσα κοσμήματα μεγάλης αξίας και αρκετά χρήματα. Προσπάθησε να μάθει και επιστράτευσε την ακοή του αν έβλαψαν τον ιδιοκτήτη του, αλλά δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο. Έτρεξαν και  χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι, δίχως κανείς να τους δει. Μόνος ένας τους ήξερε, μόνο ένας τους είδε και σιώπησε.

Πέρασε το βράδυ και ξημέρωσε, η καινούργια ημέρα έκανε ξανά την εμφάνισή της. Και είχε δημιουργήσει έκπληξη και αγωνία σε κάτοικους του χωριού που δεν είδαν μία ολόκληρη ημέρα τον φιλάσθενο κυνηγό.  Γείτονες προσπαθούσαν να τον πείσουν να τους μιλήσει, χτυπούσαν την πόρτα του αφού δεν τον είχαν δει καθόλου – πράγμα σπάνιο. Και σπάζοντας την πόρτα τον βλέπουν πεσμένο καταγής και τρέχοντας πανικόβλητοι φωνάζουν τον γιατρό της περιοχής, ο οποίος απλώς είπε πως είναι νεκρός.

Και ήταν σηκωμένος, άρα κάτι που είδε ή του συνέβη του προκάλεσε της καρδιάς του τον σπαραγμό και τον οδήγησε στο θάνατο. Οι γείτονες είδαν μαξιλάρια πεσμένα κάτω και όλο το στρώμα να ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του σκισμένο- μάλλον τα χρήματα και το κομπόδεμά του θα έψαχνε ο δυστυχής και μη αντέχοντας τη στεναχώρια, απέθανε.

Και οι γείτονες προσπαθούσαν να καταλάβουν  τι του συνέβη και του ήρθε ο θάνατος έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα. Αλλά κανείς δεν έμαθε ποτέ. Την αλήθεια μόνο ένας πια τη γνώριζε. Εκείνος που μέσα στο θυμό και την πικρία του χθες το βράδυ σιώπησε…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη