Πήγε στο χωριό προσδοκώντας ηρεμία στη φύση. Έπρεπε να συγκεντρωθεί να ολοκληρώσει τη συλλογή διηγημάτων που περίμενε ο εκδότης του.
Καθώς έγραφε, μια σφήκα θαρρείς επίτηδες, ζουζούνιζε τριγύρω του. Την έδιωχνε κατεβάζοντας καντήλια. Απτόητη η δικιά σου, ζουν, ζουν… Και καλά μέχρι εκεί. ‘’Αν με τσιμπήσει με κεντρί δηλητηριώδες, λίγα ακούμε;’’ μονολόγησε.
Παίρνει μια πετσέτα αρχίζοντας το θανάσιμο κυνηγητό της. Μα η σφήκα ξέφευγε απολαμβάνοντας θαρρείς το παιχνίδι.
Κάποια στιγμή την πετυχαίνει, αλλά… πτώμα δεν βλέπει πουθενά.
‘’Κάπου τρύπωσε το βρωμοέντομο να παραδώσει το πνεύμα’’ ξανάπε.
Μια δυνατή σουβλιά στο γυμνό πόδι, τον έκανε να ξεφωνήσει: «ώχου άτιμη, με εκδικήθηκες’’.
Τον βρήκαν με τουμπανισμένο πόδι και κάπου στη γάμπα σήμα κατατεθέν του θανάτου του, η ψόφια εκδικήτρια σφήκα.
Αφήστε το σχόλιο σας