«Η παρατηρητικότητα της Μυρσίνης», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ένα από τα πολύ γνωστά χαρακτηριστικά της, καλά να τα πω κακά, ήταν η απίστευτη παρατηρητικότητά της. Με τα βιονικά της μάτια έβλεπε πράγματα που ακόμη και αν εσύ είχες τέλεια όραση 10/10, δεν μπορούσες να τα δεις. Θα πρέπει ίσως να μην ήταν μόνο οπτική η ικανότητα, αλλά και του μυαλού, ως εάν την ώρα της ‘’εστίασης’’ ενός αντικειμένου να συμμετείχε και ο εγκέφαλος ένα πράγμα. Η οποιαδήποτε απειροελάχιστη αλλαγή πάνω του γινόταν αντιληπτή  απ’ αυτήν σε σημείο να μένεις ενεός μ’ αυτήν της την ικανότητα.

Έτσι και εκείνο το βράδυ, που γύρισε κατάκοπη από τη  δουλειά μιας μέρας γεμάτης ένταση, με το που κάνει να βάλει τα κλειδιά στην κλειδαριά, βλέπει  στο πόμολο της εξώθυρας κάτι που την παραξένεψε. Υπήρχε, κατ’ εκείνην, το κατάλοιπο ενός λεκέ ιδρωμένου χεριού.

Με τα αυτιά της στο φουλ των δυνατοτήτων τους, της φάνηκε ότι άκουσε από μέσα το σούρσιμο παπουτσιού. «Κάποιος είναι στο σπίτι μου μέσα», σκέφτηκε με πανικό και η πρώτη της σκέψη πήγε στον πρώην της με τον οποίο χώρισαν κάτι λίγους μήνες πριν, για να αναθεωρήσει αμέσως την ελπιδοφόρα αυτή  άποψη, αφού ήξερε ότι εκείνος ήταν στο εξωτερικό και περί άλλων τύρβαζε.

Αναμφισβήτητα λοιπόν κλέφτης.

«Και τι κάνω τώρα; Ή μπαίνω και τον αντιμετωπίζω στα ίσα λεκτικά και τρώω μια σφαίρα στο δόξα πατρί χωρίς να προλαβαίνω να πω κουβέντα, ή την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια».

Φεύγει και πηγαίνει να καθίσει στην απέναντι καφετέρια με τα μάτια της καρφωμένα στην είσοδο. «Όποιος και να είναι, ΑΝ είναι, δεν θα μείνει για πολύ ως είθισται να πράττουν οι αριστείς του είδους, που σέβονται τους άγραφτους νόμους του ευ ληστεύειν», καταλήγει στον εσωτερικό της μονόλογο.

Μα από την πολυκατοικία δεν βλέπει παρά δυο τρία γνωστά της πρόσωπα και μία μάνα με ένα παιδάκι. Κανενός η κοψιά δεν παρέπεμπε σε ληστή. Τελειώνοντας τον τρίτο καφέ της ή τον τέταρτο της μέρας, σηκώνεται και πηγαίνει στο διαμέρισμά της. Βάζει αποφασιστικά τα κλειδιά στην πόρτα,  ανοίγει και δήθεν ανέμελα πετώντας τα ένα της παπούτσι στο χολ και το άλλο στο καθιστικό, ρίχνει μια ερευνητική ματιά στο σπιτικό της. Δεν της πήρε παραπάνω από  5-6 δευτερόλεπτα. Δύο δωμάτια όλα κι όλα, κουζίνα και μπάνιο.

Στο σπίτι ΚΑΝΕΙΣ και τα πάντα όπως τα άφησε το  πρωί φεύγοντας.

«Ευτυχώς για να μη γίνω και ρεζίλι στον άνθρωπο με την σκόνη που υπάρχει εδώ μέσα», χαμογέλασε  με το αστείο της. «Αχ Γκλάντη, είδες τι μου κάνεις όταν δεν έρχεσαι να με ξεβρωμίσεις τις μέρες που πρέπει και όλο κάτι αδιαθεσίες προφασίζεσαι; Ρεζίλι των σκυλιών θα γινόμουνα στον αξιότιμο διαρρήκτη», γέλασε τώρα ανακουφισμένη και πηγαίνει να ζεστάνει λίγο φαγάκι στο φούρνο μικροκυμάτων της. Ψόφαγε της πείνας. Από το πρωί με ένα μπισκότο ήταν όλο κι όλο.

«Ώπα, ώπα…  Τι γίνεται εδώ; Εγώ, έτσι τα βάζω τα πιάτα μου στο  στραγγιστήρι; Ποτέ. Και τα ποτήρια μου το ίδιο. Α, μα ναι, ότι είχα επίσκεψη,  δεν υπάρχει πια αμφιβολία. Όπερ έδει δείξαι. Και το φαγητό μου; Πότε εγώ έφαγα και δεν το θυμάμαι; Αγόρι μου αν πεινούσες καλά έκανες. Μόνο να το ξέρω να μαγειρεύω περισσότερο. Και νοικοκύρης, ε; Έφαγες και έπλυνες και τα πιατικά. Ιδανικός και σπάνιος τύπος ανδρός. Μπράβο σου», είπε η Μυρσίνη φωνακτά και πήγε να δει λίγο TV.

«Θα κάνω γιουβαρλάκια για αύριο. Πανεύκολο φαγητό. Ελπίζω να του αρέσει, σε περίπτωση που του άρεσε η μαγειρική μου και μου κάνει την τιμή να με ξανά επισκεφτεί…»

Την επομένη ημέρα οι ίδιες κινήσεις. Αλλά δεν ανοίγει αμέσως την πόρτα. Κτυπάει το κουδούνι και κρύβεται σε μία εσοχή που υπάρχει στο χώρο, από  ιδιοτροπία ίσως είτε του πολιτικού Μηχανικού, είτε του Αρχιτέκτονα. Περιμένει. Αν μέσα είναι κανείς θα κοιτάξει από το ματάκι και αναλόγως θα πράξει.

Στο τέταρτο της αναμονής και ενώ ετοιμάζεται να βγει από την κρυψώνα της, μάλλον απογοητευμένη(!), βίτσιο και το δικό της, βλέπει κατάπληκτη να ανοίγει η πόρτα της και να βγαίνει μια κυρία με ένα κοριτσάκι τριών περίπου ετών. «Κύριε των δυνάμεων, οικογενειακώς με επισκέπτεται ο διαρρήκτης; Α, μα αυτό είναι υπέροχο, γουστάρω!» συνέχισε την εσωτερική κουβέντα με τον εαυτό της.

Περίμενε ακόμη ένα τέταρτο μη και ο αρχηγός  της οικογένειας παρέμεινε για ένα τσιγάρο και ποτό, μα όταν δεν είδε αυτόν να βγαίνει, βγήκε αυτή από  τη  εσοχή, βάζει αποφασιστικά τα κλειδιά στην κλειδωνιά «θα μπω και γαία πυρί μειχθήτω» είπε και ανοίγει την κατά τα άλλα βαριά πόρτα της.

Η συνέχεια, σαν επανάληψη της χθεσινής σκηνής. Άπαντα τα πιατοπότηρα πλυμένα και αρκετό από το φαγητό της απόν.

«Που σημαίνει ότι το τεστ της έγκρισης της μαγειρικής μου δεινότητας υπήρξε επιτυχές. Πού είσαι προκομμένε μου να το δεις αυτό. Αλλά και τότε, μη και  δεν ξέρω τι θα  έλεγες χαιρέκακα; Ότι hunger is the best sauce.Τι να πω. Άντρες! Για αύριο λέω να κάνω λίγες μπάμιες και για όποιον δεν τις τρώει να αλλάξει μάγειρα και μαγειρειό. Μη σας κακομαθαίνουμε κιόλας, ε;» γέλασε με το αστείο της και πήγε να γράψει σε μια κόλλα ένα μήνυμα που κόλλησε στην πόρτα του ψυγείου της…

«Καλή μου κυρία και πιθανόν και κύριε. Γιατί παίζουμε το κρυφτό; Προσκαλώ εσάς και το παιδάκι σας απόψε τα βράδυ να  φάμε μαζί. Τα παιδιά χρειάζονται και τον βράδυ  φαγητό, δεν τρώνε μόνο μια φορά τη μέρα. Δε λέω βέβαια με αυτό ότι θα λείπω και τα βράδια από το  σπίτι μου, αυτό δεν το μπορώ, είμαι τόσο κουρασμένη…»

Και η απάντηση που πήρε ήταν:

«Ευχαριστώ δεν θα το ξεχάσω ποτέ…»

Μα τόσο την επομένη, όσο και την μεθεπομένη, τα μάτια της δεν έπιασαν καμία αδιόρατη αλλαγή  του σκηνικού. Η κυρία ίσως εν τη αφέλεια της να νόμιζε ως τώρα, ότι δεν είχε γίνει και τόσο αντιληπτή. Μα όταν εκ του σημειώματος διαψεύστηκε, έκανε αυτό που θα έπραττε ο καθένας, δεν ξανά εμφανίστηκε, ούτε την επομένη, ούτε την μεθεπομένη ημέρα ή βράδυ.

Η Μυρσίνη να σκάσει. «Καλύτερα να ποιούσα τη νήσσα. Το παιδί τώρα θα ήταν χορτάτο», σκέφτηκε και βαρύθυμη έπιασε να διαβάσει ένα βιβλίο μήπως και χαλαρώσει από ένα ανεξήγητο άγχος που την είχε καταλάβει. Το παράτησε. Την έπιασαν τα κλάματα. «Έφτασε ο Έλληνας μωρέ σε τέτοια  ένδεια; Να οδηγήσει μια μάνα στο να γίνει διαρρήκτης για  το παιδί της; Που ο διάβολος να σε πάρει Γερμανέ με τούτη την ιδιότυπη Κατοχή σου. Για ΠΟΙΟΝ προαιώνιο Τουρκαλά εχθρό μιλάμε; Εσύ είσαι ο εχθρός  της ανθρωπότητας, απόγονε ενός λατρεμένου Μπετόβεν», μουρμούρισε…

Κατά τις 8μ.μ. κτυπά  το κουδούνι της από την είσοδο της πολυκατοικίας  της και μία φωνή με άρθρωση καθαρή και σαφώς ελληνική προφορά της λέει:

«Να σας δω μία στιγμή παρακαλώ; Είμαι η κυρία του… χμ… του σημειώματος…»

Τρελάθηκε από τη χαρά της η Μυρσίνη και απαντά:

«Έλα κυρά μου επάνω, σε περίμενα».

Ήταν μόνη της.

«Πού είναι η μικρούλα σου;»

«Την άφησα με τη γιαγιά της. Ήταν λίγο αδιάθετη. Άκου κυρία. Σου έκλεψα το φαγητό σου και ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Πίστεψέ με ότι παρ΄ όλη του τη νοστιμιά η κάθε μπουκιά που κατέβαζα, στο λαιμό μού καθόταν. Έχω ξεπεράσει τα όριά μου. Σε παρακαλώ, κοστολόγησε το φαγητό   που φάγαμε το παιδί μου και εγώ και άσε με να στο ξεπληρώσω τακτοποιώντας τα σπίτι σου, αν και είναι άψογο. Τα πατζούρια σου, να πλύνω τα χαλιά σου, να φτιάξω τα φυτά στις  γλάστρες της βεράντας σου, ό,τι τέλος πάντων θέλεις».

«Θέλεις να ξεπληρώσεις και σε καταλαβαίνω. Και  εγώ  το ίδιο θα έλεγα στη θέση σου. Μα αν επιμένεις, θα ήθελα να ανταποδώσεις, με το να μου κάνετε την τιμή να έρθετε το βράδυ να φάτε μαζί μου. Να είναι και η γιαγιά μαζί σας. Έχω αδυναμία στις γιαγιάδες, που μου θυμίζουν την Πέρσα μου, την δικιά μου γιαγιά. Άλλα παιδιά δεν έχεις; Ο άντρας σου;»

«Όχι, εμείς οι τρεις είμαστε, η μικρή, η πεθερά μου κι εγώ. Τον άντρα μου τον έχασα σε τροχαίο, αν και υποψιάζομαι ότι πήρε τη ζωή του, όταν έχασε τη δουλειά του όπου εργαζόταν από παιδί σχεδόν. Όσο για την πρόσκληση, να έρθουμε, με μεγάλη μας χαρά και τιμή. Και για τα άλλα τα κανονίζουμε, ναι;»

«Ωραία λοιπόν. Θα σας περιμένω κατά τις 8μ.μ.»

Όταν η γυναίκα έφυγε, η Μυρσίνη είχε την αίσθηση, ότι στο βιβλίο  της ζωής της άρχιζε ένα καινούργιο κεφάλαιο. Ένα καμπανάκι κτυπούσε χαρμόσυνα εντός της σαν να της έλεγε: «Μπράβο κορίτσι μου, έπραξες το σωστό».

Και ήρθαν στις 8 ακριβώς, φορώντας τα φθαρμένα και προφανώς τα καλά   τους μα πεντακάθαρα ρούχα. Ήταν δε εκείνο το μικρό, χάρμα να το βλέπεις.

«Πώς σε λένε μωρό μου;»

«Μπέμπα κυγία (το ρο του Δημοσθένη)».

«Τι θα μπει Μπέμπα. Το  όνομά σου λέω».

«Δεν έχει βαφτιστεί ακόμη. Όλο το αναβάλουμε για καλύτερες ημέρες που δεν έρχονται ποτέ».

Η Μυρσίνη, ένιωθε συγκλονισμένη. Και σαν με την επιφοίτηση  του Αγίου Πνεύματος και χωρίς δεύτερη σκέψη, ακούει τον εαυτό της να προτείνει:

«Θα θέλατε να γίνω η Νονά της; Θα ήταν μεγάλη τιμή μου να αξιωθώ να το κάνω αυτό».

«Αν για σας θα ήταν τιμή, για μας τι θα ήταν Θεέ μου;»

«Το γρηγορότερο λοιπόν. Ολόκληρη δεσποινίς και να την φωνάζουμε Μπέμπα, παίζει; Αμ δεν παίζει. Η επιλογή του ονόματος φυσικά δική σας. Αναλαμβάνω να κανονίσω τα διαδικαστικά. Το γοργόν και χάριν  έχει, έτσι δεν λένε;»

Έτσι, εκείνο το βράδυ, μπήκαν τα θεμέλια μιας συγγένειας όχι ομοαίματης αλλά ουσίας, ανθρώπινης, απ’ αυτές που η αλήθεια και ανιδιοτέλειά τους σε κάνουν να λες: «Ναι ρε! Και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, που να πάρει η ευχή να πάρει!»

Η μικρή λάτρεψε τη Μυρσίνη κεραυνοβόλα και η αγάπη αυτή ευτύχισε να βρει αμέριστη ανταπόδοση από την οσονούπω Νονά της. Σίγουρα η Μπέμπα δεν θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή της τη λαμπρή ημέρα  της βάφτισής  της, αν όπως λέγεται το παιδί συγκρατεί εικόνες  από τα τρία του χρόνια, όχι νωρίτερα. Και η μικρή νεραϊδούλα ήταν ήδη τριών χρόνων και τεσσάρων μηνών.

Η Μυρσίνη δεν υπολόγισε έξοδα. Καλύτερα και από το αν ήταν το ίδιο της το ανίψι.

Η δε αποκορύφωση της συγκίνησης, όταν η Νονά ακούει τον ιερέα να λέει: «και  το όνομα αυτής ΜΥΡΣΙΝΗ. Εις το όνομα του Πατρός και του υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.’’

Η μικρή Μυρσίνη έγινε η αιτία για την μεγάλη συνονόματή της να αγαπήσει ξανά τη ζωή, να της  δώσει νόημα και ελπίδα.

Μα και για την τριμελή οικογένεια να βρει μια ανέλπιστη θαλπωρή στο σπίτι μιας ξένης, που αποδείχτηκε πιο συγγενής από τον στενότερο συγγενή της.

Η μάνα του παιδιού, προτάθηκε από την Νονά να γίνει κάτι σαν επιστάτισσα στην Εταιρεία της Μυρσίνης και  πρόκειται για μια περίπτωση  παρανομίας που μεταλλάχτηκε σε μια ‘’συγγένεια’’ ευλογημένη από την Εκκλησία.

«Μυρσίνη μου, ευλογημένη η ώρα που διέρρηξα τα σπίτι σου», έλεγε η κυρία Μάρω στην πάντοτε ευαισθητοποιημένη Νονά του παιδιού της.

Ποιος είπε μωρέ ότι έλειψε η ανθρωπιά από τον κόσμο; Αλλά να, τέτοιες πράξεις αγαθοεργίας, δεν γίνονται συνήθως  γνωστές, γιατί το ΚΑΛΟ δεν πουλάει, ενώ το κακό σκίζει. Αλλά ας μη νομίζουμε. Και τούτο, πάνω από ένα δεκαήμερο δεν αντέχει σαν είδηση.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη