«Η κρουαζιέρα», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Διακοπές μόνη της είπε να κάνει η Έρικα και τις ξεκίνησε. Δεν θέλησε να έχει κοντά της μήτε φίλο, μήτε συγγενή. Έφευγε, γλιστρούσε, ξέφευγε από την ίδια τη Μοίρα από το πεπρωμένο της, απ’ ό,τι τέλος πάντων ήταν γραφτό της στο τεφτέρι της ζωής. Ζητούσε ανανέωση και αυτό ήταν το μότο της. Όλα καινούρια, όλα από την αρχή και μόνον η ίδια η Έρικα ήταν η ίδια, η παλιά, πράγμα για το οποίο δεν μπορούσε και τίποτα να κάνει. Όλα τα άλλα του χεριού της.

Έκλεισε πρώτη θέση στο πλοίο των ονείρων και ξεκίνησε μια 15ήμερη κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά και τα παράλια των γειτονικών με την Ελλάδα Κρατών.

Τέλος, ή προς το τέλος του Καλοκαιριού και ο καιρός είχε πολύ γλυκάνει. Δεν έκανε πια εκείνη την αποπνικτική ζέστη που σου στέρευε την ανάσα και σε παρέλυε.

Η καμπίνα της πολυτελέστατη με δύο κουκέτες, μια πάνω, μια κάτω, με τη δεύτερη κενή κατ’ αρχάς και την προοπτική να πάψει να είναι κενή με το πρώτο λιμάνι που θα έπιαναν, όπως την ενημέρωσαν από την διεύθυνση, μην αφήνοντάς την προφανώς να βαυκαλίζεται με την ελπίδα ότι θα το είχε δίπορτο στον ύπνο της, πότε στα ψηλά πότε στα χαμηλά, ανάλογα με τα κέφια της. Αυτό λίγο την ενόχλησε, αλλά μιας και η μέλλουσα συνεπιβάτισσα και συγκάτοικος κατά μία έννοια, θα της ήταν παντελώς άγνωστη, μετρίαζε κάπως την ενόχλησή της αυτή. Έχοντας αφήσει πίσω της τις έγνοιες τις πίκρες και απογοητεύσεις της, ήλπιζε ότι το ταξίδι της τούτο θα την πήγαινε προς μιαν Ιθάκη πολλά υποσχόμενη σαν διαδρομή και όχι σαν προορισμό, όσον αφορά αν μη τι άλλο τις υλικές απολαύσεις που απ’ ό,τι διαπίστωνε θα ήταν άφθονες. Η εναλλαγή των τοπίων και των Τόπων, άλλο νησί, άλλο λιμάνι, άλλα έθιμα, ακόμη και άλλη ντοπιολαλιά, την έκαναν να αισθάνεται ανανεωμένη, φρέσκια με αναπτερωμένο το ηθικό που μέχρι μόλις λίγο πριν επιβιβαστεί είχε πάρει μία επικίνδυνη κατιούσα.

Στο πρώτο λιμάνι που έπιασαν δεν ήρθε καμιά να διαταράξει την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στην καμπίνα, με μοναδικό ήχο αυτόν του καραβιού που έπλεε σε μιαν ακύμαντη θάλασσα, μια θάλασσα λάδι.

Ο Καπετάνιος, ένας πανέμορφος 45άρης ξερακιανός νησιώτης έστειλε έναν ναύτη του να την προσκαλέσει αν ήθελε να δειπνήσουν με τη συντροφιά του, μια χαρούμενη μικρή παρέα τόσο έξω καρδιά σε σημείο που να αναρωτιέσαι αν υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή ετούτη που ζουν τόσο ανέμελα και ξέγνοιαστα.

Η Έρικα προφασίστηκε ισχυρό πονοκέφαλο, ευχαρίστησε θερμά για την πρόσκληση την οποία και αποποιήθηκε. Όχι δεν της χρειάζονταν ούτε καινούριες παρέες, ούτε καινούριες γνωριμίες. Ήθελε να μείνει όπως το είπαμε, μόνη. Να σβήσει από το μυαλό της εικόνες, καταστάσεις, έρωτες και χωρισμούς. Γι’ αυτό δεν έφευγε; Γι’ αυτό… Έδινε σίγουρα αρνητικές εντυπώσεις με την προς τα έξω εικόνα της, αλλά και πάλι αυτό δεν την ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που διακαώς επιθυμούσε ήταν να απολαύσει μια μοναξιά, που την πλήρωσε πανάκριβα εδώ που τα λέμε σε τούτο το πλοίο πολυτελείας.

Οι ώρες κυλούσαν και τις απολάμβανε. Δεν είχε ανταλλάξει ούτε δυο λέξεις με συνταξιδιώτη της, ει μη μόνον με τον καμαρότο που της έφερε την πρόσκληση του Καπετάνιου για δείπνο.

Πιάνοντας το πρώτο λιμάνι και βλέποντας με ευχάριστη έκπληξη ότι συνεπιβάτισσα δεν σκάει μύτη, αναθάρρησε αλλά και από την άλλη και για σιγουριά ζήτησε μονή καμπίνα με όποιο επιπρόσθετο κόστος. Η μοναξιά της τελικά ήταν πολυτιμότερη από όλα τα χρήματα. Ας υπήρχε Θεέ μου και ας την πλήρωνε… βαπορίσια… Μα καμπίνα τέτοια ούτε για δείγμα. Ακόμη και αν διέθετε πορτοφόλι από κείνα που σαν πασπαρτού ανοίγουν την όποια πόρτα. Και άλλο δεν της απέμενε παρά να ελπίζει ότι ούτε και στο δεύτερο λιμάνι θα διαταράσσονταν η απόλυτη ησυχία της. Μα δυστυχώς, εκεί ακριβώς, σε κείνο το σημείο, εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα σοβαρή και αμίλητη. ‘’Καλό αυτό‘’, σκέφτηκε η Έρικα. Αν μη τι άλλο δεν θα είχε λεκτικό πάρε δώσε. Ήταν σίγουρα και αυτό κάτι.

Στην κάτω κουκέτα η Έρικα, στην πάνω η άγνωστη.

Με μιας η ‘Ερικα ένιωσε συμπάθεια για την αμίλητη νεοφερμένη που Κύριος οίδε τι  να κουβαλούσε στις αποσκευές της καρδιάς της…

Αχ βάσανα που τα ‘χει ο κόσμος. Αλλά και πόσοι είναι αυτοί που τα βάσανά τους προσπαθούν να τα ξεπεράσουν πηγαίνοντας κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά και τις όμορες με την Ελλάδα Χώρες; Συμπέρασμα: οι δύο αυτές κοπέλες τρόπω τινά τυχερές στην ατυχία τους. Δεν είναι;

Πέραν ενός τυπικού κοινωνικού χαιρετισμού δεν αντάλλαξαν άλλες κουβέντες. Η νεοφερμένη έπεσε ξέπνοη στην στενή της κουκέτα χωρίς να κάνει τον κόπο να γδυθεί και να βάλει ένα νυχτικό ή κάποιο κατάλληλο για την περίσταση ρούχο έστω και βυθίστηκε  σε τούτον τον λυτρωτικό ύπνο. «Ε ρε βάσανα που τα’ χει ο κόσμος», ματά σκέφτηκε η Έρικα. «Να πληρώσω ένα κάρο λεφτά μόνο και μόνο για να κοιμηθώ στο πλοίο τούτο! Από μόνο του  δηλώνει πολλά», ολοκλήρωσε τη σκέψη της η Έρικα, προσπαθώντας και να μην κάνει θόρυβο και ενοχλήσει την κοιμισμένη… Αν και καθώς φαινόταν και τορπίλη να έπληττε το καράβι είδηση δεν θα έπαιρνε το καημένο το μελαγχολικό κορίτσι… Την άφησε να κοιμάται, λοιπόν, και η ίδια ντύθηκε και βγήκε για φαγητό. Είχαν περάσει τόσες ώρες χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της και επόμενο ήταν το στομάχι της να διαμαρτύρεται σφοδρώς. Η αίθουσα του εστιατορίου έσφυζε από ζωή.

Μια ζωντανή ορχήστρα έπαιζε ελληνικές και ξένες επιτυχίες και τα πάντα σε προϊδέαζαν για ένα απολαυστικό γεύμα. Όραση, ακοή, γεύση, όσφρηση, όλες οι αισθήσεις σε εγρήγορση και αρμονία. «Αρκεί κανείς, μα κανείς, να μη διαταράξει την υπέροχη μοναξιά μου», σκέφτηκε. Μα ήταν ανάγκη να κάνει τούτη τη σκέψη; Γιατί ο ίδιος ο ναύτης  που της είχε δώσει το μήνυμα του Καπετάνιου ήρθε κοντά της και πάνω σε έναν ασημένιο απαστράπτοντα δίσκο έφερε ένα άλικο τριαντάφυλλο και μια σαμπανιέρα όπου τυλιγμένη σαν μωρό με μια πάλλευκη πετσέτα μια σαμπάνια αναπαυόταν μακάρια στους πάγους  της μέσα. Ένα μπιλιετάκι έλεγε: ’’Ελπίζοντας τη φορά αυτή να φανώ πιο τυχερός και να δεχθείτε τη συντροφιά μου. Καπτάν Παγής’’.

Η Έρικα χαμογέλασε, έκανε μιαν αδιόρατη κίνηση αποδοχής μυρίζοντας το τριαντάφυλλο και στην συνέχεια βάλθηκε να ανοίξει την σαμπάνια. Αμέσως ο ίδιος ο ναύτης εμφανίστηκε μπροστά της από το πουθενά και έσπευσε να την βοηθήσει κάνοντας μιαν ελαφρά υπόκλιση. Ένα λαχταριστό παγωμένο ροζ ποτό που στραφτάλιζε στο κρυστάλλινο ποτήρι υποσχόταν ανεπανάληπτη ευωχία. «Αν μη τι άλλο ξέρουν από καλής ποιότητας φλερτ», ομολόγησε η κοπέλα.

Έφαγε με όρεξη λύκου.

Με καλή διάθεση.

Και με μια αίσθηση μιας κάποιας ευτυχίας, ελευθερίας και μοναξιάς, ένα αχτύπητο τρίδυμο σκέφτηκε: «Χαλάλι τα λεφτά που θα μου στοιχίσει ακόμη και το γοητευτικό φλερτ. Τι να κάνουμε; Τα πάντα πληρώνονται στη  ζωή τούτη», αποτελείωσε την σκέψη της πίνοντας ακόμη μία γουλιά από την απίστευτης ποιότητας σαμπάνια.

Μπαίνοντας στην καμπίνα της να κοιμηθεί ομολόγησε στον εαυτό της ότι ήταν ελαφρά μεθυσμένη, τόσο από το κρασί της, όσο από την γενική ατμόσφαιρα του καραβιού. Γδύθηκε και έπεσε στην κουκέτα  ευχαριστημένη.

Η κοπέλα του επάνω ορόφου ούτε που κουνήθηκε. Έτσι όπως έπεσε έτσι και παρέμενε. Άραγε πότε να ήταν η τελευταία φορά πριν τούτη εδώ που είχε ξανακοιμηθεί…

Βρε βάσανα που τα ‘χει ο κόσμος! Μα και πόσο είναι αυτά υποφερτά όταν ο Μαμωνάς σου κάνει συντροφιά!

Θα πέρασε ακόμη ένα τρίωρο.

Από το φινιστρίνι έβλεπες μια φεγγαρόλουστη θάλασσα , ήρεμη πιο πολύ και από λίμνη. Ανοίγοντας τα μάτια της συνειδητοποίησε πού βρισκόταν και αμέσως μετά στράφηκε να δει τι έκανε η συνεπιβάτισσά της. Πάντα ακίνητη στην ίδια μεριά. ‘’Μα δεν είναι δυνατόν’’, σκέφτηκε, ’’θα πέρασαν κοντά έξη ώρες από την πρώτη καλησπέρα της. Τέτοια ακινησία καταντάει αφύσικη». Και πλησιάζοντας την κουκέτα ρωτά χαμηλόφωνα ευγενικά και ζεστά: «Είσαι καλά κορίτσι μου;» Προφανώς και δεν περίμενε απόκριση και γι’ αυτό εξεπλάγη όταν την άκουσε να της λέει: «Καλά είμαι. Περίμενες να σου πω το αντίθετο; Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Καλή σου νύχτα», τελείωσε τη φράση της κοφτά. Φανερό ότι δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Ίσως με το φως της ημέρας τα πράγματα να άλλαζαν προς το καλύτερο. Να ήταν αυτό κάτι που προσδοκούσε η Έρικα; Ίσως και ναι. Για να αποδειχθεί ακόμη μια φορά πως ‘’μόνος του κανείς ούτε και στον Παράδεισο’’. Σωστότατη η παροιμία.

Ξύπνησαν  και οι δύο την ίδια στιγμή σαν από συνεννόηση. Είχε μόλις ξημερώσει. Το πλοίο λικνιζόταν και ήταν αυτό που έφταιγε αγαπητή Έρικα και όχι η παγωμένη σαμπάνια που κατέβασες ώρες πριν. Προβατάκια μπόλικα στην θάλασσα και από το φινιστρίνι είδε έναν ολόλαμπρο ήλιο να αναδύεται μεγαλοπρεπώς εκεί στο τέλος του ορίζοντα μέσα από το νερό.

«Πω, πω, μαγεία!» αναφώνησε. Αλλά από την μεριά της άλλης ούτε σχόλιο, ούτε κουβέντα.

‘’Ω μα τούτη εδώ είναι κατά πολύ χειρότερα  από μένα και οφείλω να το σεβαστώ. Βρε βάσανα που τα ‘χει ο κόσμος. ‘Και που πολλοί θα άλλαζαν τούτα τα δικά σας με ένα μέρος έστω από τα σοβαρά δικά τους’ άκουσε τη φωνή της συνείδησης της να την μέμφεται. ‘Είναι λες πολλοί αυτοί που τα αντιμετωπίζουν με μια πολυέξοδη κρουαζιέρα;’

Πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα απολαυστικό ντους στέγνωσε τα μαλλιά της με το πιστολάκι ζητώντας συγγνώμη για τον θόρυβο, ντύθηκε, μακιγιαρίστηκε ελαφρά και ετοιμάστηκε να βγει για το breakfast γιατί πεινούσε σαν λύκος και αυτό το εύρισκε σαν καλό σημάδι στην όλη της κατάσταση.

Με το που κάνει ν’ ανοίξει την πόρτα ακούει την γειτόνισσα να της λέει: «Σε παρακαλώ μην φεύγεις. Σε δυο λεπτά θα είμαι έτοιμη. Περίμενέ με να πάμε μαζί για πρωινό…»

‘’Είδες τι κάνει ένα άδειο στομάχι;’’ σκέφτηκε η Έρικα. ‘’Σε κάνει να σπας τη σιωπή σου, να ανακτάς την κοινωνικότητά σου. Δόξα και τιμή του πρέπει του ταλαίπωρου στομαχιού μας’’.

«Ευχαρίστως να σε περιμένω. Μόνο σε παρακαλώ μην αργείς πεθαίνω της πείνας».

«Το ίδιο κι εγώ…»

Και αυτές οι λίγες τετριμμένες κουβέντες υπήρξαν η απαρχή μιας υπέροχης φιλίας, απ’ αυτές που καμαρώνεις μια στις χίλιες και που αντέχουν στον χρόνο τόσο σαν ποιότητα όσο και σε ενδιαφέρον.

Κάθισαν να πάρουν το πρόγευμά τους και μπροστά  τους απλώθηκαν τα αγαθά του Ισαάκ και του Αβραάμ. Ό,τι μπορεί να βάλει ο νους τ’ ανθρώπου από γλυκά και γαλακτοκομικά μέχρι αλμυρά και αναψυκτικά. Έτσι και έτρωγες μέρος απ’ αυτά σίγουρα ήσουν φτιαγμένος για όλη την ημέρα. Και αν ένα breakfast ήταν έτσι, σκέψου τι επρόκειτο να επακολουθήσει με τα βασικά γεύματα.

«Η δίαιτα μετά το 15ήμερο αγαπητή μου συγκάτοικε…»

«Μαρίνα με λένε…»

«Και ‘μένα Έρικα και χαρήκαμε πολύ. Δεν είν’ έτσι;»

«Έτσι ακριβώς και δεν είναι σχήμα λόγου. Χαίρομαι που σε γνωρίζω Έρικα».

«Κι εγώ την ίδια αίσθηση με σένα έχω. Ευτυχώς η χημεία άριστη μεταξύ μας και νομίζω ότι από το σημείο αυτό και μετά, τα πράγματα προοιωνίζονται πολύ-πολύ όμορφα».

Πράγματι μετά από τούτη την ουσιαστικά πρώτη τους συνάντηση δέθηκαν και ταίριαξαν τόσο που αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι τούτες οι δυο κοπέλες βρίσκονταν μαζί για πρώτη φορά στην ζωή τους.

Όμορφες, με ένα μόνιμο κάπως μελαγχολικό χαμόγελο στα χείλη, έγιναν αμέσως πόλος έλξης των αρσενικών. Τα τραπεζάκια γύρω τους γέμισαν γρήγορα, ενώ αυτά της περιφέρειας παρέμεναν θλιβερά άδεια. Και το φλερτ άρχισε με προεξάρχοντα τον καπτάν Παγή, ο οποίος φως φανάρι έδειχνε την εύνοιά του στην Έρικα από την πρώτη στιγμή που αυτή πάτησε το πόδι της στο πλοίο. Δεοντολογικό ή όχι, συνέβη και ήταν αδιαμφισβήτητο.

Και είτε γιατί έτσι συνέβη, είτε γιατί έτσι το θέλει η ιστορία μας, η χημεία που λέγαμε επεκτάθηκε και στον Α΄ μηχανικό του καραβιού και η παρέα έγινε τετραμελής. Δυο κοπέλες να τις πιεις στο ποτήρι και δύο κύριοι με ελαφρώς γκρίζους κροτάφους και… θεληματικό πηγούνι, κατά το πρότυπο των Άρλεκιν που τρέλαινε τις  κοπέλες κάποιες δεκαετίες πριν, το κουαρτέτο.

Να τι κάνει η Μοίρα όταν θέλει να παρηγορήσει δυο κορίτσια που θεωρούσαν τον εαυτό τους σαν φυγάδες, σαν ξεκομμένες από τον κοινωνικό ιστό, μόλις λίγες ημέρες πριν. Και ύστερα σου λέει ο άλλος τι σημασία έχουν τα χρήματα… Ε, πώς! Έτσι και τα διαθέτεις, όλα τα άλλα έρχονται σαν ευλογία και σε παρηγορούν. Και δεν ξέρεις ποιον να ευχαριστήσεις τελικά. Τον Μαμωνά ή τη Μοίρα την καλή σου, που συνέπεσε να κάνει παρέα με αυτήν του κοριτσιού της καμπίνας και των δυο γοητευτικών κυρίων, που γρήγορα έγιναν ζευγάρια και τολμούμε να το πούμε ζευγάρια Ερωτευμένα. Θες η μαγευτική ατμόσφαιρα του πλοίου, θες οι γλυκές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού που έφευγε, θες  η ανάγκη αρσενικών και θηλυκών για τρυφερότητα και Αγάπη, άκουσε τούτη η τελευταία την έκκληση και κατέφθασε φουριόζα και δοτική, παρέα με τον φίλο της τον έρωτα και πυρπόλησαν τις καρδιές των ανθρώπων της ιστορίας μας. Τέσσερα άτομα ερωτευμένα σαν μαθητούδια.

Τα ‘δες;

Την θλίψη και τη μοναξιά.

Την εγκατάλειψη και την απόρριψη, ήρθε η Αγάπη και τις σάρωσε. Μια αυτή, δυνατή και ακατανίκητη τις ξαπέστειλε τις άλλες στο πυρ το εξώτερο.

Πλησίαζε η τελευταία ημέρα του παραμυθένιου 15ήμερου.Ο Καπετάνιος σαν έμπειρος οικοδεσπότης θέλοντας καταφανώς και να απαλύνει την μελαγχολία που κατέλαβε όλους και να δώσει συνέχεια στο θέμα του Έρωτα, πρόσφερε στην καλή του μιαν έκπληξη που εκείνη θα θυμόταν σε όλη της τη ζωή. Στις προπόσεις του αποχαιρετιστήριου γεύματος η Έρικα είδε στο σαμπανοπότηρό της ένα απαστράπτον μονόπετρο. Τα έχασε. Νόμιζε ότι ήταν παραίσθηση. Μα παραίσθηση δεν ήταν. Μια όχι και τόσο πρωτότυπη πρόταση γάμου ήταν, βγαλμένη από ένα ιδιαίτερο παραμύθι της Σεχραζάτ. Καλά, και πού βρέθηκε τόσο ακριβό δακτυλίδι στις τσέπες του Καπετάνιου ρε παιδιά; Μα τι ερώτηση είναι αυτή; Το κοσμηματοπωλείο του πλοίου, τέτοιες χρυσές δουλειές κάνει και για περιπτώσεις σαν κι αυτήν… Πολλά τα κρούσματα και πολλά τα μονόπετρα στις βιτρίνες του καταστήματος, αν είσαι προετοιμασμένος. Μα ο Μιχαλιός ο Α’ μηχανικός δεν ήταν. Ζήλωσε την κίνηση ρομαντισμού του Καπετάν Παγή και μη υστερώντας ούτε κατ’ ελάχιστον σε πρωτοτυπία, έντεχνα έκοψε ένα κομμάτι χρυσόχαρτου και με τα έμπειρα χέρια του έφτιαξε κάτω από το τραπέζι μία πλατινένια βέρα αρραβώνων και την έβαλε και αυτός στο ποτήρι της καλής του περιμένοντας με αγωνία να δει την αντίδρασή της.

Και ποια η χαρά του όταν η Μαρίνα πίνοντας την σαμπάνια της έπιασε με τα δοντάκια της την πιο πρωτότυπη βέρα του κόσμου την έφερε στα χέρια της,  μετά στα χείλη της και γυρίζοντας στον Μιχαλιό, που οι σφυγμοί του είχαν κτυπήσει κόκκινο από το κατά πολύ ξεπερασμένο όριο ταχύτητος και του είπε γλυκά: «yes I do».

Και έπεσε ΤΟ χειροκρότημα των συνεστισιαζομένων συνεπιβατών που μπροστά τους έβλεπαν μια μαγευτική ιστορία Αγάπης σε εξέλιξη.

Μακάρι κάτι τέτοιες ιστορίες να διαδέχονταν τις άλλες, που έρχονται με μόνο σκοπό για να μας δείξουν τη διαφορά του ωραίου από το καλυμμένα άσχημο, που σχεδιάζει στα εργαστήρια της η τσαχπίνα η ζωή μας.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη