“Η κακιά η ώρα”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

  Δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο να σε πονέσει πιότερο απ’ τη μάνα σου. Εγώ στο λέω και να το θυμάσαι. Κι εγώ πατέρας σας είμαι και σας πονάω. Όλοι οι γονείς πονάνε τα παιδιά τους, αλλά οι μανάδες είναι άλλο πράμα. Αγαπάνε με πάθος, ανυστερόβουλα κι αληθινά. Αληθινά, κατάλαβες; Και μη γελιέσαι με την αγάπη της γυναίκας, αυτή είναι άλλο. Μονάχα η καρδιά της μάνας μπορεί να συγχωρέσει τ’ ασυγχώρητα… Ξέρεις τι πάει να πει αυτό; Είναι μεγάλη κουβέντα.

  Μονάχα αυτή με συγχώρεσε. Μονάχα αυτή νοιάστηκε για μένα. Ερχότανε και καθότανε εδώ απέξω με τις ώρες, όταν με κλείσανε μέσα. Οι φρουροί την έδιωχναν, τη μάλωναν να μην ξανάρθει, αλλά αυτή δεν το ‘βαζε κάτω. Κάθε πρωί τη βρίσκανε στην πόρτα, να στέκεται όρθια και να κοιτάει μέσα. Μια-δυο φορές την αφήσανε να μπει στο επισκεπτήριο. Όχι πως δεν επιτρεπόταν, εγώ δεν ήθελα να τη δω. Την ντρεπόμουνα, τη λυπόμουνα… πώς να το πω δεν ξέρω, αυτό που ένιωθα γι’ αυτή, εκείνο τον καιρό.

  Χθες βράδυ ήρθε στον ύπνο μου. Τελευταία τη βλέπω στ’ όνειρο συχνά. Μου ‘κανε, λέει, παράπονα πως δε πάω να τη δω που ‘ναι άρρωστη. Ήτανε ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβανάκι που ‘χαμε στη σάλα και δε μπορούσε ν’ ανοίξει ούτε τα μάτια της. Πήγα εγώ, λέει, κοντά της κι  άγγιξα το μέτωπό της να δω μην έχει πυρετό. Άρπαξε αυτή τα χέρια μου μες στα δικά της και τα φιλούσε με λαχτάρα. Τρέχανε τα μάτια της βρυσούλες… Στενοχωρήθηκα πολύ που την είδα έτσι, ένα κουβαράκι είχε μαζευτεί, μια στάλα άνθρωπος… Ήθελα να της πω να μην ανησυχεί για μένα, να τη βεβαιώσω πως είμαι καλά, να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά δεν έβγαινε κουβέντα. Στο τέλος, λέει, κατάφερε και σηκώθηκε λίγο στο ντιβάνι και μου ‘βαλε με τρόπο στο πουκάμισο δυο πακέτα τσιγάρα και κάτι χαρτονομίσματα διπλωμένα. Ύστερα, έκλεισε τα ματάκια της κι αποκοιμήθηκε, τάχα, ευχαριστημένη που πήγα να τη δω.

  Α ρε μάνα… Έφυγε απ’ τη ζωή πλανταγμένη από μένα. Απ’ την κακιά την ώρα που με βρήκε και πήρε σβάρνα και τις δικές σας τις ζωές. Και ξέρεις γιατί μου ‘ρχεται να σκάσω πιο πολύ; Που δεν μπορώ να πάω στον τάφο της ούτε ένα λουλούδι. Ούτε μια γλαστρούλα με βασιλικό, που τόσο αγαπούσε.

  Η κακιά η ώρα η δικιά μου, στάθηκε ικανή να χαλάσει τόσες ζωές… Τι φταίγατε όλοι εσείς και σας πήρα στο λαιμό μου; Αυτά συλλογιόμουνα και δεν μπορούσα να τα χωνέψω. Αυτά με βασανίζανε και μ’ έπιανε απελπισία. Κι ακόμα με πιάνει. Όχι για μένα, για σας. Που σας άφησα σαν ορφανά, στους πέντε δρόμους. Και για τη μάνα μου, που την έφαγε το δικό μου το μαράζι. Μονάχη της μας ανάστησε τρεις λεβέντες… Χήρα από κοριτσάκι, δεν πρόλαβε να χαρεί το στρώμα της τον άντρα. Δούλεψε σαν το σκυλί κείνα τα χρόνια. Σε σπίτια, σε χωράφια, σε μαγαζιά… Δούλα έγινε, για να γίνουμε εμείς άνθρωποι σωστοί στην κοινωνία. Να έχουμε πρόσωπο και να μας λογαριάζουνε. Και τα κατάφερε. Μη βλέπεις εμένα… Τα δυο τ’ αδέρφια μου μάθανε γράμματα, όπως εσύ, γίνανε μεγάλοι και τρανοί. Ο μεγάλος είναι γιατρός, παθολόγος, με ιατρείο, με σπίτια, με σειρά… Ο δεύτερος δικηγόρος στην Πάτρα. Ούτε που καταδέχτηκε να με υπερασπιστεί στη δίκη τότε. Όχι για μένα, για τη μάνα, να της κάνει το χατίρι που τον θερμοπαρακαλούσε… Άσε, τι να στα λέω αυτά, να σε σκοτίζω και σένα; Πάνε… περάσανε.

  Και μη στενοχωριέσαι που με στερήθηκες τόσα χρόνια, που μεγάλωσες δίχως πατέρα. Μπορεί και να σου βγήκε σε καλό. Σίγουρα δηλαδή σου βγήκε σε καλό. Με τη φροντίδα της μάνας σου μεγάλωσες σωστά κι έγινες κι εσύ ένας επιστήμονας σαν όλους τους άλλους. Τίποτα δεν έχεις να τους ζηλέψεις… Μπράβο! Ο γιος του φονιά επιστήμονας κανονικός! Με δίπλωμα σωστό! Πού να το πω και να με πιστέψουνε; Δεν μπορείς να φανταστείς τι χαρά πήρα, όταν μου ‘δειξε η μάνα σου το δίπλωμα! Κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου ρε παιδί… Αλήθεια σου λέω, δεν κάνω πλάκα. Ε λοιπόν, στη μάνα σου τα οφείλεις όλα, να το ξέρεις. Όπως κι εγώ στη δικιά μου.

  Τι έπαθες ρε μασκαρά; Σε πήραν τα ζουμιά εδώ μέσα; Σε συγκίνησα; Δεν είναι τόπος εδώ για κλάματα. Άντε, άντε… άμε στο καλό και να ‘χεις την ευχή μου. Αν πιάνεται δηλαδή η δικιά μου η ευχή… Και μην ξαναπατήσεις εδώ χάμω. Δεν είναι μέρος για παιδιά σαν εσένανε αυτό. Να μην ξανάρθεις, τ’ άκουσες; Μου φτάνει να με σκέφτεσαι μια στάλα. Μονάχα μια χάρη θέλω από σένα. Να πας ν’ ανάψεις ένα κεράκι στη μάνα μου από μένα και να της πας μια γλάστρα με βασιλικό, να μοσχοβολάει ο τάφος της, όπως η αυλή της κείνα τα όμορφα χρόνια. Τίποτα άλλο.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη