«Η επιστροφή», ένα διήγημα της Φανής Τερζόγλου για τη δράση ‘Χριστός Γεννάται’

-Αυτά θα τα πας στη θεία Σταθούλα και  εκείνα θα τα πας στη θεία Ματούλα! Κατάλαβες  Παναγή;

Η Μαρούσα είχε ετοιμάσει δυο πιατέλες μελομακάρονα και αφού τα στόλισε όμορφα με το τριμμένο καρύδι, τα τύλιξε με ζελατίνα και τα ετοίμασε  για να τα στείλει με το γιόκα της στις θειές της.

Ο Παναγής κούνησε καταφατικά το κεφάλι αν και κατά βάθος ποτέ δεν ξεχώριζε ποιά ήταν η Ματούλα και ποια η Σταθούλα, αφού αυτές οι θειές της μαμάς του ήταν εντελώς ίδιες.

Πάντα αναρωτιόταν πως στο καλό τις ξεχώριζε η μάνα του.

«Η Σταθούλα στην πάνω μεριά ,η Ματούλα στην κάτω μεριά», έκανε εκείνη μα ο Παναγής όλο και τα μπέρδευε.

Όμως  τον Παναγή δεν τον ενδιέφερε και πολύ, αφού αυτές τον υποδέχονταν με χαρά και τον κερνούσαν σοκοφρέτες και εκείνα το νόστιμα τυλιχτά παστάκια.

Πάντα έφευγε από τα σπίτια τους με τις τσέπες του γεμάτες κεράσματα κι ένα χαρτονόμισμα για το «καλό»!

Πλησιάζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και η Μαρούσα είχε φτιάξει την πρώτη δόση από τα μερακλίδικα μελομακάρονά της. Κάθε χρόνο έστελνε στις θειές της και δεν ξεχώριζε καμιά γιατί τις αγαπούσε και τις δυο το ίδιο.

Δεν ξεχνούσε να τις επισκέπτεται όποτε ευκαιρούσε από τις δουλειές της και τα τρεχάματα στα χωράφια.

«Τι κάνει η άλλη;» ρωτούσε η Ματούλα για την αδερφή της, την ανιψιά της τάχα αδιάφορα.

«Μίλησες καθόλου με την άλλη;» ρώταγε η Σταθούλα ανακατεύοντας  με περίσσια φροντίδα τον καφέ στο μπρίκι.

Και η Μαρούσα πάλευε από τη μια να μη γελάσει με τα γεροντίστικα καμώματά τους και από την άλλη ήθελε να τις μαλώσει για το γινάτι που κρατούσε εδώ και είκοσι χρόνια.

Είκοσι χρόνια είχαν περάσει και δεν μιλιόντουσαν οι δυο αδερφές, που από την κοιλιά της μάνας τους δεν είχαν χωρίσει ποτέ και όλοι στο χωριό είχαν να λένε για το πόσο αγαπημένες ήταν.

Τραγουδούσε η Ματούλα, ζωγράφιζε με καρβουνάκια από τη μασίνα και μπογιές η Σταθούλα και γέλαγαν και περνούσαν χαρούμενα τα παιδικά τους χρόνια.

Από κοριτσάκια μικρά έκαναν τα πάντα μαζί καθώς δεν άντεχε η μια στιγμή δίχως την άλλη. Έκλεγε η μιά; Πατούσε τα κλάματα και η άλλη!

Γελούσε η μιά; Να σου χαρές και χαμόγελα η άλλη.

Όταν τελείωσαν το Γυμνάσιο, η Ματούλα ήθελε να μάθει κομμώτρια, μιας και χτένιζε όλα τα κορίτσια του χωριού τα Σάββατα που έβγαιναν βόλτα στην πλατεία.

Η Σταθούλα σχεδίαζε κι έραβε τα πιο όμορφα φουστάνια και ζήτησε από τη μάνα της να τη στείλει στη σχολή Οικοκυρικής, όπου έμαθε ραπτική-κοπτική και δεν υπήρχε πατρόν που να μην μπορεί να ράψει. Δίπλα-δίπλα ανοίξαν τα μικρά μαγαζιά τους, που πάντα είχαν πελατεία ακόμη και από τα γειτονικά χωριά.

Όταν παντρευτήκαν και κάναν τα δικά τους σπιτικά, το είχαν μεγάλη στεναχώρια που η μια θα έμενε στην πάνω γειτονιά και η άλλη στην κάτω.

Μα πάντα το σπίτι της μάνας τους που έπεφτε κοντά στην πλατεία, ήταν το σημείο που έσμιγαν και περνούσαν χρόνο μαζί όταν τελείωναν τις δουλειές τους.

Μιλούσαν για τις χαρές και τις λύπες τους, τα πάνω και τα κάτω τους και ακούγαν τις συμβουλές της μάνας τους που τρελαινόταν να παίζει με τα εγγόνια της.

Οι άντρες τους βέβαια δεν πολυσυμπαθιόταν αλλά δεν είχαν ποτέ τσακωθεί, καταφέρνοντας να πίνουν ένα κρασί κάθε φορά που τα πεθερικά κάναν τραπέζι τα Χριστούγεννα.

Όταν ο πεθερός ο Γιορδάνης ο Σεβαστός συγχωρέθηκε και ήρθε η στιγμή να ανοίξει η διαθήκη,οι γαμπροί, έδειξαν το πραγματικό τους χαρακτήρα.

Ο μακαρίτης  άφηνε το σπίτι στη Ματούλα ενώ τα χωράφια και τα κτήματα στη Σταθούλα.

Οι δυο αδερφές δεν ήξεραν πως να το διαχειριστούν. Για του λόγου το αληθές οι ίδιες ήξεραν πως η μοιρασιά ήταν δίκαιη. Έτσι και αλλιώς το σπίτι δεν ήταν εύκολο να μοιραστεί και η Ματούλα, αφού η μάνα τους ζούσε ακόμη, δεν ήθελε καν να την κάνει να νιώσει άσχημα και εννοείται πως η μάνα θα έμενε εκεί μέχρι το τέλος.

Μα έλα που ο Αντρίκος, ο άντρας της Ματούλας έκανε φασαρίες λέγοντας πως ο Ευτύχης, ο μπατζανάκης του, θα έβγαζε ένα σωρό φράγκα από τα χωράφια ενώ εκείνος θα έπρεπε να συντηρεί το σπίτι και την πεθερά.

Κάτι που φυσικά δεν ίσχυε γιατί η κακομοίρα η κυρά Φρόσω είχε τη δική της σύνταξη και δεν γινόταν βάρος σε κανένα.

Ο Ευτύχης τον είχε θυμώσει και ούτε ένα γεια, στο καφενείο δεν του έλεγε.

Τα παιδιά τους είχαν μεγαλώσει και σπούδαζαν μακριά και ούτε θέλησαν ποτέ να μπλεχτούν στους καυγάδες των μεγάλων.

Η κυρά Φρόσω, σε μια προσπάθεια να τους μονιάσει θέλησε να τους κάνει εκείνη τη χρονιά το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Έφτιαξε δίπλες, κουραμπιέδες, γέμισε μια κότα, έψησε χοιρινό και τύλιξε λαχανοντολμάδες και κάλεσε τα παιδιά της, να φάνε μαζί και να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα.

Πήρε και μπόλικο μούστο για να ευχαριστήσει τους γαμπρούς και μετά τηλεφώνησε στις κόρες της.

-Περιμένω την Ανθούλα μου σήμερα μαμά που θα έρθει για τις γιορτές! δικαιολογήθηκε η Σταθούλα καθώς έβλεπε τις γκριμάτσες του άντρα της και την ξινισμένη του φάτσα και δεν ήθελε να έχει τη γκρίνια του Χριστουγεννιάτικα.

-Αχ μαμά… ξέρεις αρρώστησε η πεθερά μου και πρέπει να πάω στην πόλη με τον Αντρίκο να της κάνουμε παρέα της κακομοίρας! βρήκε να πει και η Ματούλα αποφεύγοντας τη μάζωξη.

Και η κυρα Φρόσω βάλθηκε από τη στεναχώρια της να φάει όλους τους  λαχανοντολμάδες  και για επιδόρπιο έπιασε τις δίπλες! Και να σου το ζάχαρο που ανέβηκε στα ύψη, αφού ήταν διαβητική.

Προπαραμονές Πρωτοχρονιάς είχαν κηδεία στο χωριό, καθώς η Φρόσω πήγε να συντροφέψει τον άντρα της δυο θέσεις δεξιότερα στο νεκροταφείο.

Στην κηδεία, οι αδερφές δεν είχαν κουράγιο ούτε να παρηγορήσει η μια την άλλη και στον καφέ για τα εννιάμερα, ο Αντρίκος και ο Ευτύχης πιαστήκανε στα χέρια. «Προικοθήρα»,κατηγορούσε ο Ευτύχης τον μπατζανάκη του. «Οικοπεδοφάγο», ξεφώνιζε ο Ευτύχης τον Αντρίκο.

Οι αδερφές ήρθαν σε δύσκολη θέση καθώς το γινάτι των αντρών τους γινόταν τόσο μεγάλο που ούτε τις κόρες τους άφηναν να μιλούν μεταξύ τους και μαλώναν τις γυναίκες τους μην τύχει και επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Πέσαν πάνω οι συγγενείς να μονιάσουν το σόι μεταξύ του με πρώτη και καλύτερη τη Μαρούσα που υπεραγαπούσε τις θειές της και δεν της άρεσε καθόλου αυτή η κατάσταση.

‘Ολο το χωριό είχε χωριστεί σε δύο στραπόπεδα λόγω των γαμπρών, που μόλις πατούσε στον καφενέ ο ένας, ο άλλος σηκωνόταν και έφευγε χωρίς  να πει δεύτερη κουβέντα.

Βέβαια καμιά από τις γυναίκες του χωριού δεν ήθελε να αφήσει τη μοδίστρα της και την κομμώτριά της και έτσι ποτέ δεν άνοιγαν κουβέντα αν τύχει και πήγαιναν στο ατελιέ της μιας ή στο κομμωτήριο της άλλης.

Και ο χρόνος κυλούσε και ενώ είχαν να πουν τόσα η μια στην άλλη κατέληγαν σε ένα βουβό βλέμμα και σε κουβέντες  ανείπωτες, που ποτέ δεν έβρισκαν διέξοδο στα αδελφικά χείλη.

Πρώτος ο Ευτύχης άφησε τούτο τον μάταιο κόσμο, όταν μετά τα τσίπουρα και τους μεζέδες που κοπάνησε στον καφενέ, σταμάτησε και στο σπίτι του παπά-Νικόλα να του πει χρόνια πολλά για τη γιορτή του και ήπιε και δυο ποτηράκια από το μπρούσκο του κρασί.

Στο δρόμο της επιστροφής δεν πρόφτασε να περάσει το κατώφλι της αυλής και  η καρδιά του τον πρόδωσε. Παρουσιάστηκε χορτάτος στον Άγιο-Πέτρο, αφήνοντας χήρα τη Σταθούλα.
Στην κηδεία ήρθε η αδερφή της και της στάθηκε και όλοι είπαν πως επιτέλους οι δυο αδερφές θα ξανασμίγαν αγαπημένες. Έλα μου όμως που ο Αντρίκος το  κρατούσε μανιάτικο και  αμέσως μετά απαγόρευσε τη Ματούλα να ξανασηκώσει το ακουστικό και να πάρει τηλέφωνο στην αδερφή της.

Και κάποια στιγμή που τα οικονομικά τους δεν πήγαιναν καλά, θέλησε να πουλήσει το σπίτι που του άφησε ο πεθερός του αφού τώρα έστεκε αδειανό.

Εκεί όμως πάτησε πόδι η γυναίκα του που μέχρι τώρα έλεγε ναι σε όλες τις απαιτήσεις του άντρα της. Το πατρικό της δεν θα το πούλαγε με τίποτα! Ας έφτιαχνε αυτός καλύτερα κουμάντα με τα ζωντανά του, καθώς συνέχεια του έλεγε να μικρύνει λίγο τα κοπάδια του και να μην τα αφήνει στη μοίρα των τσομπάνηδων που τον κλέβαν.

Είχε πέσει και στην αντίληψή της πως χαρτόπαιζε και έχανε χρήματα τα βράδια στο καφενείο. Δεν θα πουλούσε αυτή το πατρικό της για να τα τρώει ο Αντρίκος στην πόκα και στο κουμάρι.

Ήταν του Αη -Σπυρίδωνα και ο Δεκέμβρης έδειχνε τα δόντια του. Σε όλο το χωριό έκαιγαν οι σόμπες γιατί το κρύο ήταν ξερό και σε περόνιαζε.

Η Ματούλα είχε κλείσει το κομμωτήριο πια και εξυπηρετούσε στο σπίτι κάποιες παλιές πελάτισσες που ήθελαν μόνο αυτή να τους φτιάχνει τα μαλλιά. Τώρα οι περισσότερες πήγαιναν στο διπλανό χωριό, όπου είχε ανοίξει μια νεαρή κοπελίτσα και είχε φέρει καινούρια πράγματα και την προτιμούσαν κυρίως οι νέες.

Δεν την πολυένοιαζε όμως τη Ματούλα, αφού είχε ήδη βγει στη σύνταξη.

Τα κακά μαντάτα της τα πρόφτασε ο περιπτεράς. Ο Αντρίκος έχασε πολλά λεφτά στα χαρτιά και μόλις πήγε να σηκωθεί από την τσόχα του ήρθε νταμπλάς!

Προτού κάνει «ωχ» είχε πέσει  τ’ ανάσκελα και ο γιατρός που ήταν στο διπλανό τραπέζι δεν πρόλαβε να κάνει απολύτως τίποτα, παρά μόνο να βεβαιώσει με σιγουριά πως ο Αντρίκος, πέρα από την παρτίδα, είχε χάσει και τη ζωή του.

Οι καμπάνες χτυπήσαν πένθιμα για άλλη μια φορά και η Ματούλα ντύθηκε στα μαύρα.

Τώρα πια οι δυο αδερφές δεν είχαν κανέναν να τις υπαγορεύσει τι θα κάνουν. Ήταν ελεύθερες!

Μα τα χρόνια που είχαν περάσει τις είχαν κάνει απόμακρες σαν ξένες.

Τα σπίτια τους αδειανά πια, αφού τα παιδιά τους είχαν δικές τους οικογένειες και οι αντράδες τους φαγώνονταν τώρα στον άλλο κόσμο, οι δίδυμες εξακολουθούσαν να μένουν αναποφάσιστες και καμιά να μην μπορεί να κάνει το πρώτο βήμα.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ο μικρός της Μαρούσας, της ανιψιάς τους, είχε φέρει μελομακάρονα.

Η Ματούλα είχε δει τη μακαρίτισσα τη μάνα τους στον ύπνο της και ήταν ανήσυχη. Εδώ και μέρες είχε μιαν επιθυμία .Να παρατήσει το σπίτι του άντρα της, που ποτέ δεν το είχε νιώσει για δικό της, αφού από πάνω έμενε η κουνιάδα της και της έκανε τη ζωή δύσκολη και να πάει και να μένει στο πατρικό εκεί που είχε όμορφες αναμνήσεις. Σιγά-σιγά κουβαλούσε μερικά πραγματάκια, είχε τινάξει τα μπουριά από  την ξυλόσομπα και είχε παραγγείλει να της κουβαλήσουν και ξύλα.

Μετά την  Λειτουργία στην εκκλησία αποφάσισε να πραγματοποιήσει την επιθυμία της.

Τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα μέχρι αργά το απόγευμα και είδαν φως στο σπίτι των Σεβαστών και το μπουρί της σόμπας να καπνίζει!

Στο χωριό διαδόθηκαν αμέσως τα νέα.

Μαζί με το μέτρημα από τα χρήματα που είχαν βγάλει οι μικροί καλαντάρηδες, ενημέρωναν πως στο σπίτι έμενε η μια αδερφή και μάλιστα τους είχε δώσει και καλό μπαξίσι.

-Έχει και στεφάνι Χριστουγεννιάτικο στην εξώπορτα!

-Μας έδωσε και σοκολατάκια!

-Μα δεν ξέρω ποια από τις δίδυμες είναι!

Οι πληροφορίες έδιναν κι έπαιρναν και είχαν γίνει το κυρίαρχο θέμα στα γιορτινά τους στρωμένα τραπέζια.

Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν η πόρτα χτύπησε στο πατρικό της Ματούλας. Στην αρχή κοφτά,δειλά… και μετά πιο δυνατά.

Η Ματούλα έβαλε ένα πλεκτό σάλι και τις παντόφλες της και πήγε να δει ποιος τη ζητούσε νυχτιάτικα.
Μισάνοιξε την ξύλινη πόρτα και αντίκρυσε τον εαυτό της απέναντί.

-Χρόνια πολλά αδερφή! άκουσε την κουκουλωμένη Σταθούλα να λέει.

Στα χέρια κρατούσε ένα μπουκάλι και μια σακούλα με φαγητά.

Οι καρδιές τους σκίρτησαν καθώς αυτό το αντάμωμα το είχαν ονειρευτεί χρόνια και οι δυο τους.

-Έλα μέσα αδερφή!

Η Ματούλα ελευθέρωσε τα χέρια της αδερφής της από τα πράγματα και την έμπασε στο σπίτι.

Η ξυλόσομπα έκαιγε και η ζέστη είχε απλώσει σε όλη την κουζίνα.

Καθήσαν στον καναπέ και κοιταχτήκαν προσπαθώντας να διακρίνουν η μια στην άλλη τα σημάδια που είχε αφήσει ο χρόνος στο πρόσωπο και στα κορμιά τους.

-Γεράσαμε! διαπίστωσαν με μια φωνή.

Η Σταθούλα κοίταξε το τραπέζι. Πάνω του υπήρχαν απλωμένες ζωγραφιές.

Ζωγραφιές με κάρβουνο και μπογιές που είχε κάνει η ίδια πριν από δεκαετίες και απεικόνιζαν οι περισσότερες αυτές τις δυο. Να κάνουν κούνια στον κήπο, να μαζεύουν λουλούδια, να παίζουν με τις γάτες…

-Τις κράτησες; η φωνή της Σταθούλας ράγισε καθώς μια κοιτούσε τις ζωγραφιές και μια την αδερφή της.

-Τις είχα πάντα μαζί μου! απάντησε η Ματούλα και σκούπισε τα δάκρυα που είχαν κυλήσει από τα ρυτιδιασμένα μάτια της.

Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. Μιλούσαν, τρώγαν και πίναν μονιασμένες και η Γέννηση του Θεανθρώπου τις βρήκε μαζί, έτσι όπως τις είχε γεννήσει και η μάνα τους, τη μια δίπλα στην άλλη.

Προτού ξεκινήσουν για την πρωινή Λειτουργία στην εκκλησία, η Ματούλα είδε μια καινούρια ζωγραφιά.

Δυο χαμογελαστές φιγούρες πάνω στον καναπέ αγκαλιασμένες.

Σήκωσε τα μάτια ψηλά και σταύρωσε τα χέρια της ευχαριστώντας την Παναγιά και τους Αγίους.

-Καλά Χριστούγεννα αδερφή! μουρμούρισε η Σταθούλα δίνοντάς της ένα πακέτο.

-Χρόνια μας πολλά καλή μου! απάντησε η Ματούλα.

Από μακριά ακούγονταν οι χαρμόσυνες καμπάνες! Διέδιδαν το ελπιδοφόρο άγγελμα της Γέννησης Του Θείου βρέφους και διαλαλούσαν  τα μηνύματα της αγάπης και της ειρήνης που Εκείνος είχε υποσχεθεί για όλη την Οικουμένη!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη