“Η δεξίωση”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Aπ’ όταν ήταν νήπιο, όλοι έλεγαν ότι το παιδί αυτό σαν μεγαλώσει, θα γίνει είτε ένας διάσημος επιστήμονας ή ένας επίσης διαβόητος εγκληματίας, απ’ αυτούς που όποιο έγκλημα κι αν κάνουν ποτέ δεν αποδεικνύεται η ενοχή τους. Όταν λέμε ‘’εγκληματίας’’ δεν εννοούμε απαραίτητα, φονιάς, δολοφόνος κατά ανθρώπινης ζωής, αλλά κακουργήματα που άπτονται της καραμπινάτης παρανομίας, όπως εμπορία ναρκωτικών και λευκής σαρκός, μεγαλολαθρεμπορία όπλων, πυρομανία και το κορδόνι πάει λέγοντας. Δεν αποκλείουμε βέβαια και την αφαίρεση ζωής που για τύπους σαν αυτόν δεν έχει τη παραμικρή αξία.

Από πολύ νέος ακόμη, άφησε να φανεί η ευφυΐα του που την διοχέτευε στο ‘’κακό,’’ το δε μυαλό του το κατέτασσε υπεράνω γραμμάτων και σπουδών. Παρά την απέχθειά του για σχολεία και Σχολές και την αποχή του απ’ αυτές, έπαιζε στα δάκτυλά του που λένε, από Αστικό δίκαιο μέχρι Ναυτικό και Eμπορικό, ίσως γιατί τα ενδιαφέροντά του κινούνταν σ’ αυτούς τους τομείς και όφειλε να κατέχει γνώσεις ανάλογες. Και εκεί ήταν που φάνηκε το ταλέντο του που είχαν διαβλέψει οι ειδικοί στα μικράτα του.

Κάποτε η Αθήνα αναστατώθηκε (η σωστή λέξη)από ένα μυστήριο έγκλημα τα αίτια του οποίου εκ πρώτης όψεως έκλιναν στο να είναι ερωτικά. Το θύμα, σύζυγος μεγαλοτραπεζίτη, πανέμορφη και λίγο περισσότερο του επιτρεπτού ζωηρούλα, είχε τεράστια διαφορά ηλικίας από τον σύζυγο. Εκείνος, έχοντας επίγνωση του αταίριαστου του πράγματος έκανε τα στραβά μάτια στα τσιλιμπουρδίσματα της συμβίας του. Φημολογούταν δε, ότι οι εξωσυζυγικές της σχέσεις ήταν κορφολογημένες πάντα από το πλούσιο φυτώριο των εγκληματιών που  προαναφέραμε. Μ’ αυτούς τους τύπους την εύρισκε η ερίτιμος κυρία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ενστερνιζόταν ή και συμμετείχε στις βρομοδουλειές και παρανομίες τους. Εραστής της ο διαβόητος ας τον πούμε Δημήτριος Γραντζής και ήταν επόμενο οι υποψίες από την αρχή ακόμη να πέσουν επί της όμορφης ευφυούς κεφαλής του. Τα βρήκε λοιπόν σκούρα και ζήτησε την βοήθεια της επίσης ευφυούς Δικηγόρου, Αντριάνας Β. ονομαστής για την ικανότητά της να ξελασπώνει τους κακούργους και να τους βγάζει τελικά άσπιλους κι αμόλυντους, ήταν η Θεά τους. Όμως από ένα σημείο και μετά ‘’επέλεγε’’ τις υποθέσεις που αναλάμβανε, είτε γιατί την κατέλαβαν κάποιες τύψεις, είτε γιατί δεν την ενδιέφερε πια ο πακτωλός των χρημάτων, μιας και είχε φτιάξει τη ζωή της μέχρι τρίτης μετέπειτα γενεάς, είτε για λόγους που μόνον εκείνη ήξερε. Εν γνώσει της, εγκληματία, φονιά, δεν υπερασπιζόταν πια και αυτό το γνώριζαν οι πάντες.

Όταν λοιπόν ο Δημήτριος  Γραντζής ζήτησε την συνηγορία της εξηγήθηκε από την πρώτη στιγμή μαζί του λέγοντάς του: ’’επί τω λόγω της επαγγελματικής και προσωπικής τιμής μου δεν πρόκειται να σε προδώσω στις αρχές αν μού πεις ΟΤΙ ΕΣΥ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΕΣ. Από την απάντησή σου θα εξαρτηθεί αν σε αναλάβω ή όχι. Στην περίπτωση ενοχής σου θα σου συστήσω τους καλύτερους συναδέλφους μου που θα το θεωρήσουν σταθμό στην καριέρα τους αν καταφέρουν να βγεις αθώος. Σε περίπτωση που μου πεις ψέματα και το ανακαλύψω θα με βρεις τόσο απέναντι, που θα ευχόσουν να μην με είχες γνωρίσει. Συνεννοηθήκαμε; Ακούω λοιπόν’’.

O Δημήτριος διέρρηξε τα ιμάτιά του ισχυριζόμενος ότι ήταν παντελώς αθώος του αίματος την μακαρίτισσας της καλής του. Έτσι, αφ’ ενός η ευγλωττία της ονομαστής δικηγόρου και η γνώση των δικαστών ότι η συνήγορος αυτή  ανελάμβανε υποθέσεις ΑΝΑΙΜΑΚΤΕΣ ΜΟΝΟΝ, όσον αφορούσε τον πελάτη της, βάρυναν προς το τάσι του Δημητρίου στο να θεωρηθεί αθώος από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ακροαματικής διαδικασίας. Τελικά αποφυλακίστηκε από την προσωρινή του κράτηση ως υπ’ αριθμόν ΕΝΑ υπόπτου. Θρίαμβος.

Ο Δημήτριος, για να γιορτάσει το γεγονός, έδωσε μια μεγάλη δεξίωση στις αίθουσες μεγάλου Αθηναϊκού Ξενοδοχείου, για την  οποία μιλούσαν επί μέρες και μέρες οι δεκάδες δεκάδων καλεσμένοι καθώς κι εκείνοι που δεν παρευρέθησαν και που θα ξόδευαν μια περιουσία για να πάρουν μια πρόσκληση για το χορό αυτό.

Ο Δημήτριος διατυμπάνιζε ότι το πάρτι δινόταν προς τιμήν της δικηγόρου του που τον απάλλαξε και τη οποίαν αυτός λάτρευε.

Έκανε τα πάντα για να την εντυπωσιάσει σαν γυναίκα και όπως η ευφυΐα του δεν περιοριζόταν μόνον στις μεγάλο-απατεωνιές αλλά και στην γυναικεία κατάκτηση, τα κατάφερε να συγκινήσει την Αντριάνα Β. και αυτή να ενδώσει. Έγιναν ζευγάρι.

Απορία των πάντων και δη των συναδέλφων της αν ή ίδια εκτός από ερωμένη  ήταν και συμμέτοχος στις λαμογιές του καλού της, και μιλάμε για λαμογιές υψηλών προδιαγραφών. Της την είχαν στημένη που λένε. Να την ζήλευαν; Να μην την ζήλευαν; Να ήταν δίκαιη η αγανάκτηση αυτών των υπηρετών της Θέμιδος κατά της ‘’επιόρκου’’ συναδέλφου των όπως μετ’ επιτάσεως και εντέχνως διέδιδαν; Ποιος να ξέρει!

Μα και ‘’επίορκος’’ πάλι γιατί; Έρωτας ήταν η αιτία, ή όχι;

Και ο καιρός περνούσε και η Αντριάνα όλο και περισσότερο κατέληγε στο γεγονός ότι ο αγαπημένος της ήταν ένα σπάνιο όντως λουλούδι του κακού, της βρομιάς και της απατεωνιάς και άρχισε να αναρωτιέται μήπως και εκείνη η υπόθεση αθώωσής του δεν ήταν και ό, τι το καλύτερο είχε να δείξει η φημισμένη καριέρα της. Και άρχισε να το ψάχνει. Στην αρχή κρυφά, αλλά στη συνέχεια όλο και πιο φανερά.

Και πότε το κάνουμε αυτό ω ποιητά μας;

ΟΤΑΝ έστω και ολίγον, ο έρωτάς μας αρχίζει να φθίνει ε;

ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ.

Εκείνος, στην αρχή, όταν αντελήφθη τις κινήσεις και τους προβληματισμούς της εξεπλάγη. Λίγο λίγο όμως, άρχισε να θυμώνει (και ο θυμός σε τέτοιου είδους άτομα ως γνωστόν βλάπτει σοβαρά την υγεία). Κυρίως ίσως και να φoβόταν μήπως εκείνη, την εξυπνάδα της οποίας καθόλου δεν υποτιμούσε, ανακάλυπτε κάποια στιγμή όλη την αλήθεια. Και τότε, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν θα δίσταζε να ζητήσει αναψηλάφηση της δίκης, που θα σήμανε την δική του καταδίκη σίγουρα. Και έβαλε μπρος τον μηχανισμό της ύφανσης σχεδίου εξόντωσής της.

Καθένας μπορεί να φανταστεί πώς θα πρέπει να ένιωθε εκείνη που έβλεπε εξ’ ενστίκτου τις αλλαγές στην συμπεριφορά του που ναι μεν ήταν αδιόρατες, αλλά που έκρυβαν μία απειλή, πράγμα για το οποίο ήταν πλέον απολύτως σίγουρη.

Φρόντιζε λοιπόν με χίλια δυο προσχήματα να μην βρίσκεται ποτέ μόνη μαζί του. Αλλά κι εκείνος, είπαμε, ήταν ένας ευφυής Αλ Καπόνε και δεδομένου ότι και ο έρωτάς του για την Αντριάνα είχε κάνει φτερά θα ήταν γι’ αυτόν παιχνιδάκι να βρει τρόπο να απαλλαγεί από την υφέρπουσα απειλή της. Θεωρούσε αστείο στην τελική το απόρθητο κάστρο της μεγαλοφυΐας του να αλωθεί εκ των έσω, και πιο ‘’ΕΣΩ’’ από την Αντριάνα μπορούσε να υπάρχει;

Έδιναν μία δεξίωση στην πολυτελή βίλα του.

Η δικηγορίνα είχε ικετεύσει την κολλητή της φίλη με το πέρας της γιορτής και με κάποιο αληθοφανές πρόσχημα να μη φύγει εκείνο το βράδυ αλλά την επομένη το μεσημέρι.

Από την άλλη, ο Δημήτριος είχε υποσχεθεί σε μία κυρία φίλη του να την συνοδεύσει σπίτι της. Επειδή δε η Αντριάνα γνώριζε το πόσο πολύ του γούστου του ήταν η εν λόγω κυρία, ήλπιζε ότι όλο το βράδυ θα έμενε εκείνος  σπίτι της. Το πράγμα όμως στράβωσε, όταν η μεν φίλη της Αντριάνας αναγκάστηκε να φύγει εσπευσμένα καθώς ένα από τα παιδιά της , όπως την ειδοποίησαν, είχε τροχαίο, ο δε επίδοξος εραστής φαίνεται ότι αλλιώς τα περίμενε και αλλιώς του ήρθαν γιατί έφαγε ‘’πόρτα’’ από την ωραιοτάτη κυρία η οποία δεν ήθελε να ξεπεράσει το όριο του στενού φλερτ μη επιτρέποντας του να ανέβει σπίτι της για ένα τελευταίο ποτό ως είθισται να λέγεται το πήδημα. Οπότε επέστρεψε σπίτι του και βρήκε  χαλί στρωμένο που λένε. ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ. Μόνη της η λεγάμενη επιτέλους. Θα την σκότωνε πρώτα έτσι εν ψυχρώ και μετά θα σκεφτόταν με το ευφυές του μυαλό πώς και ποια μέσα θα μετήρχετο για να δικαιολογήσει την πράξη του. Άλλωστε αυτή ήταν πάντοτε η πάγια τακτική του και δόξα σοι ο διάβολος, μέχρι στιγμής τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο. Καθένας με το στυλ του…

Η Δικηγόρος, όταν έμεινε μόνη της τίποτα άλλο δεν μπορούσε να κάνει από το να βρίσκεται σε εγρήγορση. Γιατί ύπνος γι΄ αυτήν ίσον θάνατος. Και όταν άκουσε τα αυτοκίνητό του να επιστρέφει πήρε το πιστολάκι της (είχε ζητήσει και είχε λάβει άδεια οπλοκατοχής και οπλοχρησίας λόγω του επικίνδυνου του επαγγέλματός της) το απόθεσε στο στήθος της και καμώθηκε την κοιμισμένη, καθώς πια ήταν σχεδόν ξημέρωμα.

Μπαίνει εκείνος στην κρεβατοκάμαρά τους και λέει χλευαστικά:

«Δεν κοιμάσαι. ΚΑΙ ΞΕΡΩ ΤΟ ΓΙΑΤΙ. Εν πάση περιπτώσει μη σε κρατάω ξυπνητή. Το έχω σκοπό να σε κάνω να κοιμηθείς μια και καλή τον ύπνο του δικαίου γιατί η περιέργεια καλή μου ως γνωστόν σκότωσε τη γάτα. Ειρήσθω εν παρόδω, τι στο διάβολο σκαλίζεις την παλιά μας υπόθεση; Εσύ δεν ήσουν που με αθώωσες; Γιατί το έκανες μού λες; Γιατί με αγαπούσες την εποχή εκείνη; Κι τώρα που η αγάπη σου πήγε περίπατο, θέλεις να στείλεις και μένα στον αγύριστο βρίσκοντας στοιχεία για την ενοχή μου. Μη μπαίνεις στον κόπο. Να σού πω, ότι είμαι πολύ υπερήφανος που κατάφερα να ξεγελάσω ακόμη και εσένα. Η περιέργεια όμως αγαπητή μου, είναι νομίζω, ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και οφείλω να την εξαλείψω από το σπιτικό μου και την ευρύτερη περιοχή. Άντε γεια».

Και προτείνει το όπλο του εναντίον της.

Έκπληκτος το βλέπει να ανατινάζεται από το χέρι του. Νόμιζε στην αρχή ότι αυταναφλέγη. Όταν όμως ένιωσε την δεύτερη σφαίρα να του διαπερνά το στήθος κατάλαβε αυτό που πάντοτε πίστευε, ότι εκείνη δεν ήταν υποδεέστερη εκείνου σε εξυπνάδα και πονηρία και τον πρόλαβε. Και αυτή ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε στη γη.

Άσχημο τέλος για ένα πάρτι χλιδάτο και λαμπερό. Και δεν ήταν το μόνο. ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΚΙ ΑΛΛΑ, ΠΟΥ ΘΑ ΓΡΑΦΤΟΥΝ ΣΕ ΑΛΛΟ… ΔΙΗΓΗΜΑ!!!

Συνέβη όμως και κάτι καλό. Ξεβρόμισε ο τόπος από έναν κακοποιό απόφοιτο της cosa nostra που όλοι οι εγχώριοι ‘’νονοί’’ ωχριούσαν μπροστά του σε λαμογιά πολλών αστέρων. Ήταν και αυτό κάτι…

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαριάννα Γληνού
    27 Σεπτεμβρίου 2017 at 23:12

    Σε κάποια άλλη συζήτησή μας, τα είπαμε και τα συμφωνήσαμε, νομίζω, ας τα ξαναπούμε να το πιάσουμε σωστά! Ο έρωτας τους μεν επίορκους δικαιώνει, τους δε δολοφόνους- ψεύτες, τιμωρεί. Άμα τη λήξη του μόνο; Ή έτσι κι αλλιώς; Σωστά; Ανυπομονούμε για τη συνέχεια….

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη