“Η βλακεία”, ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Ο ΑΪΝΣΤΑΪΝ συνήθιζε να λέει:

“Δύο πράγματα είναι άπειρα. Η ΒΛΑΚΕΙΑ και το ΣΥΜΠΑΝ. Για το δεύτερο δεν είμαι σίγουρος!…”

«Λοιπόν Μαρία μου θα σε παρακαλέσω όσο πιο θερμά γίνεται να μεταβιβάσεις το απόφθεγμα αυτό, του Μεγάλου Γερμανού Φυσικού στον αγαπητό μου κατά τα άλλα boss σου και να του πεις ότι του το αφιερώνω με όλη μου τη καρδιά.

 Στο πρόσωπό του βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του.

Καθόλου δεν μου αρέσει να κακολογώ ανθρώπους, πόσω μάλλον αν είναι φίλοι μου και συνάμα πελάτες. Αλλά κορίτσι μου, ο Γιώργος, μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι.

Μα είναι ποτέ δυνατόν;

Έκανε μια βλακεία τέτοιου βεληνεκούς και το θυμήθηκε ΤΩΡΑ μετά τόσον καιρό να μας το εξομολογηθεί ζητώντας τη βοήθειά μας να τον βγάλουμε από το λάκκο που μόνος του έσκαψε και έπεσε μέσα;

Μας ζητά να βρούμε λέει παραθυράκια στους Νόμους εμείς οι Νομικοί του σύμβουλοι, για να τον ξελασπώσουμε.

Να του πεις, μακάρι να βρούμε, μα όχι για να τον σώσουμε, αλλά να τον εκπαραθυρώσουμε, και να ξεμπερδεύουμε μαζί του μια και καλή, που ο διάβολος να τον πάρει.

Και μας το ζητάει έτσι, ανερυθρίαστα!…

Τέτοια απροσμέτρητη βλακεία.

Είχε λέει, υπογράψει με τη γυναίκα του, (χωρίς καν να ρωτήσει εμάς τους συμβούλους του) προγαμιαίο συμβόλαιο, με κάτι όρους που δε βάζει ο νους λογικού όντος.

“Είχε, λέει, εμπιστοσύνη”!

Εμείς όλοι, ο εξής ένας, δηλαδή εγώ, δεν εμπιστεύομαι παρά μόνο το Μάρκο τον σκύλο μου. Και να πεις ότι δεν το ξέρει; Του το έχω πει άπειρες φορές. Είναι ένα σλόγκαν μου βγαλμένο από την πολύχρονη πείρα της δουλειάς μου.

 Εκείνος όμως με έγραψε, τόσο σαν φίλο, όσο και σαν δικηγόρο του.

 Βρε που να τον πάρει ο διάβολος το γερομπισμπίκη, τον ξεμωραμένο πανίβλακα!

Τι σου τα λέω τώρα και σένα όλα αυτά γραμματέας πράγμα;

Μα σε κάποιον έπρεπε να τα πω να ξεθυμάνω, για να μη με τσιμπήσει κανένα εγκεφαλικό από αυτά που τελευταία σέρνονται, θαρρείς και έχουν λάβει επιδημική μορφή.

Γεια σου κορίτσι μου. Τα ξαναλέμε. Θα περάσω μόλις μου τηλεφωνήσεις ότι είναι εύκαιρος και σε παρακαλώ, φρόντισε να ζητήσεις μια ολιγόωρη άδεια όσο εγώ θα είμαι μαζί του, γιατί αυτά που θα του πω, δεν είναι για αυτάκια σαν τα δικάσου, θα κάνεις έμετο αν μείνεις. Σου το υπογράφω…

Ηχομόνωση έχει το γραφείο σας;

Όχι;

Κακώς, πολύ κακώς».

Δεν είχε άδικο ο άμοιρος ο δικηγόρος που ήταν έτσι έξαλλος.

Όταν κάνεις business ερωτικές, οφείλεις να βάλεις τους συναισθηματισμούς σου και την προαναφερθείσα εμπιστοσύνη σου μέσα σε ένα όμορφο και ευρύχωρο κουτάκι, να το διπλοκλειδώσεις και να φυλάξεις το κλειδί. Και λέμε “ευρύχωρο”,  γιατί θα χρειαστείς στην πορεία, να κλειδώσεις και άλλα πράγματα εκεί μέσα.

Τώρα ο δικηγόρος σου είναι υποχρεωμένος να διαβάζει τους Νόμους ξανά μανά, πράγμα που έχει να το κάνει, εδώ που τα λέμε, χρόνια και χρόνια. Ε, πώς να το κάνουμε; Δεν του ζητάνε και τόσο συχνά να ψάχνει προς ανεύρεση παραθύρων πράγμα κουραστικό και με επιπλέον διάβασμα του συνήθους!

Να μην είναι λοιπόν εξαγριωμένος ο επιστήμων;

Δεν γνωρίζουμε εάν ο εντολέας του θα πληρώσει εκτός της προβλεπόμενης αμοιβής και παράβολο βλακείας. Αυτό δεν το ξέρουμε και τούτο γιατί αγνοούμε εάν ένα τέτοιο παράβολο υπάρχει.

Υπάρχει αλήθεια;

Ναι, ε;

Για δες που μας διέφευγε.

Μα λέμε και λέμε και λέμε και το τι έγινε ακριβώς, δεν το αγγίζουμε.

Τι συνέβη λοιπόν τελικά;…

Ιδού:

Ο εν λόγω βλαξ, έτυχε, πεντηκοντούτης ων και κάτι ψιλά, να ερωτευτεί άγρια, παράφορα, μια αιθέρια ύπαρξη εκ Ρωσίας ορμώμενη (πολύ όμορφη όμως η άτιμη) και να χάσει το νου του.

Η εν λόγω νεαρή -γιατί περί νεαρής πρόκειται- εκτός όλων των προσόντων της ορατών τε και αοράτων, (κυρίως αυτών των δεύτερων), είχε και ένα σοβαρό μειονέκτημα που το γνώριζε μόνον η ίδια. Ήταν ολίγον πονηρή και απατεώνισσα, ολίγον επίσης περισσότερο του συνήθους για γυναίκα της ηλικίας της και του τόπου προέλευσής της, πράγματα μη αναγραφόμενα στο βιογραφικό της μα ούτε και σε κανένα εκ των επισήμων εγγράφων, της ταυτότητάς της μη εξαιρουμένης.

Της ζήτησε να τον παντρευτεί. Με γάμο κανονικό και όχι λευκό προς απόκτηση βίζας και μόνο ή νόμιμης άδειας παραμονής της, πράγματα πολύ συνηθισμένα στις μέρες μας.

Της το ζήτησε ο έχων τα διπλά της χρόνια συν καμιά δεκαριά ακόμα για καβάντζα, που κουβαλούσε στις πλάτες του.

 Και η πτωχή, πλην πανέμορφη πρώην Σοβιετικιά, του ζήτησε κάτι το πολύ απλό ως αντάλλαγμα. Να υπογράψει ένα χαρτί που να λέει ότι σε περίπτωση διάλυσης του γάμου τούτου (κούφια η ώρα που τ΄ ακούει), για λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλύσουμε, γιατί θα τελειώσει και το διήγημα που καλά-καλά δεν άρχισε, ο εν λόγω ερωτευμένος παλίμπαις όφειλε να της “δωρίσει”  το ήμισυ της κινητής τε και ακίνητης περιουσίας του ακριβώς.

Δια του ΔΥΟ όλα, από όσα είχε και δεν είχε.

OΛΑ.

Εκτός μόνον των ΔΙΚΩΝ του ατομικών “τριών”, που δεν διαιρούνται ει μη μόνο αχρηστεύονται ή και παροπλίζονται, λόγω αλόγιστης… χρήσης (τι λέω Θεέ μου!).

Όλα απολύτως νόμιμα. Σε συμβολαιογράφο με σφραγίδες και βούλες και σαν επισφράγιση, ένα κραγιονάτο φιλί από εκείνα τα βαθιά λαρυγγάτα που τον τρέλαιναν τον Χριστιανό.

Δεν διανοήθηκε ούτε για μια και μόνο στιγμή να πάρει τη γνώμη του Νομικού του Συμβούλου και φίλου του, για το ότι έβαζε την υπογραφή του σε ένα κείμενο που βαριόταν ακόμη και μια ματιά να του ρίξει. Ήταν λέει προσωπική του υπόθεση και είχε τυφλή εμπιστοσύνη στο μωράκι του, σ‘ αυτό το κορίτσι το τόσο υπεράνω συμφερόντων (και λίγα λέμε και λίγα λέμε…)

Αφού, να σκεφτείς, ότι δεν του ζήτησε να βάλει την υπογραφή του για δωρεά και ολόκληρης της περιουσίας του, ενώ το μπορούσε, συστήνοντας του μάλιστα, ότι σαν άντρας όφειλε να είναι προσεκτικός για το πού βάζει την υπογραφή του, και την…!!!

 (Θού Κύριε φυλακήν τω στόματί μου).

Μωρέ, μη και αυτός δεν το ήξερε αυτό, όπως και όλοι οι άντρες; Το ήξερε. Και το τηρούσε απαρέγκλιτα σε όλη του τη ζήση. (Πώς αμέ;…)

Μα αυτός ήταν έξυπνος και τυχερός γιατί αποτελούσε την εξαίρεση. Αφού η τύχη δεν του έστειλε καμιά φιλοχρήματη και άπληστη γυναίκα σαν εκείνες που ακούει και βλέπει ακόμη και μεταξύ των στενών του φίλων ….Αχ,  αχ…

Ήταν πιο σίγουρος για την εικοσάρα Ρωσίδα του από το αν τον ρωτούσαν αν ήταν σίγουρος ότι ο ήλιος ανατέλλει πάντοτε στην ανατολή χωρίς εξαίρεση .

Έρωτας+ παλιμπαιδισμός+ σιγουριά+ αυτοπεποίθηση +αντρικός ναρκισσισμός= βλακεία > του Σύμπαντος.

Αφού πέρασε έτσι ο μήνας του κάντιο-μέλιτος και τμήμα του Πρώτου κιόλας χρόνου του έγγαμου βίου, ο επιχειρηματίας πανίβλακας έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του πόσο τυχερός ήταν, ευχαριστώντας έναν Θεό δικής του επινόησης,( μηδέ μία σχέση έχοντος με τον Πανάγαθό μας), που του χάρισε έναν επίγειο Παράδεισο και τον άφησε να ζει εκεί χωρίς φίδια και μηλιές παρέα με το μωρό του.

Ξάφνου, στον ουρανό του τον ανέφελο, στις πανέμορφες αλκυονίδες μέρες του, με θερμοκρασίες 20 βαθμών υπό του μηδενός που ζούσε ο υπόλοιπος πληθυσμός, εμφανίστηκε ένα τόσο δα μικρό σύννεφο που \ καμιά σημασία δεν του έδωσε στην αρχή.

“Σύννεφο είναι” μονολόγησε, “και αυτή είναι η δουλειά του. Να βγαίνει πού και πού στον καταγάλανο ουρανό για να κάνει ένα κοντράστ με τη λάμψη του ουράνιου θόλου”.

Τα φυσικά φαινόμενα, γι’ αυτόν μετρούσαν διαφορετικά απ’  ό, τι σε όλους εμάς τους άλλους ανθρώπους.

Π. χ. μια και αρχίσαμε με τον Αϊνστάιν, ας πούμε κάτι για την απλοποιημένη απόδοση της Θεωρίας της Σχετικότητας:

«Αν βάλεις το χέρι σου σε μια θερμάστρα για ένα λεπτό θα σου φανεί αιώνας. Αν δίπλα σου καθίσει ένα όμορφο κορίτσι για μία ώρα θα σου φανεί σαν ένα λεπτό…»

Ακριβώς αυτό συνέβαινε με τον πενήντα εξάρη ήδη επιχειρηματία.

Και ο καιρός περνούσε όπως το συνήθιζε, για άλλους γρήγορα, για άλλους αφόρητα αργά.

Ο παλίμπαις, τον Χρόνο δεν τον καταλάβαινε, μα εκείνος θες για να τον εκδικηθεί που δεν του έδινε τον προσήκοντα σεβασμό, καθώς κυλούσε αδυσώπητα,  άφηνε κάθε τόσο κάποιο σημάδι τόσο στην εμφάνιση όσο και στις δυνάμεις και αντοχές του επιχειρηματία. Παρ’ όλες δε τις βιταμίνες και τις δίαιτες που του συνέστησε ένας διάσημος γιατρός ειδικός στις αφαιμάξεις του πορτοφολιού των εχόντων και κατεχόντων, του οποίου την συμβουλή ζήτησε και πήρε έναντι αστρονομικής αμοιβής, η κατεδάφιση δεν σταματούσε.

Το κοριτσάκι άνθιζε

Και το παλικάρι γερνούσε.

Το κοριτσάκι ομόρφαινε,

Το παλικάρι ζάρωνε.

Επιπλέον, να ολίγη πίεση μεθ’ ολίγου σακχάρου, να ολίγες ανησυχητικές αρρυθμίες, να κάτι ύπουλες ζαλάδες και πονοκέφαλοι, και παράλληλα, μυστηριωδώς παρατηρήθηκαν και τραπεζικά φαινόμενα. Οι καταθέσεις του μειώνονταν από κάτι αντιστρόφως ανάλογες αναλήψεις.

Σκέφτηκε να ρωτήσει την αγαπούλα του, έτσι από περιέργεια, σαν τι τα θέλει τα τόσα χρήματα που τραβάει και ξανατραβάει από το κοινό λογαριασμό τους. Δεν ήταν δα και κανένας μεγαλο- πολιτικός να έχει χρήμα με ουρά σαν και αυτούς που ακούμε και μας πιάνει ίλιγγος. Ήταν ένας απλός πάμπλουτος, που το χρήμα το κέρδιζε με ιδρώτα και αίμα. Δεν ήταν μιζαδόρος σαν τους γνωστούς πολικούς μας που προσφάτως, σαν να έχει πέσει επιδημία, αφήνουν  τα ακριβά προάστια και τα σαλέ στις Άλπεις και γεμίζουν ασφυκτικά τον Κορυδαλλό…

Η αλήθεια είναι ότι “δεν την καταλάβαινε τη σημερινή γενιά και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού δεν αποτελούσε πλέον κομμάτι της”, είπε ένας σοφός του οποίου το όνομα μου διαφεύγει (πολύ ξεχνώ τελευταία!).

 Και άρχιζε να ζηλεύει που το μωράκι του είχε τέτοια λατρεία στο Μαμωνά.

“Λες να τον αγαπά πιο πολύ από μένα;” συλλογιζόταν .

Μια φορά, τόλμησε να την ρωτήσει για το ακανθώδες τούτο ζήτημα, μα το κορίτσι του, που ήταν υπεράνω χρημάτων, έβαλε τα κλάματα προσβεβλημένο βαρύτατα…

Τον κατηγόρησε ότι δεν την αγαπούσε πια. Και να, τα συνηθισμένα δάκρυα.

 Και αυτός, τι να κάνει; Σκέφτηκε ότι ναι μεν ήταν ένας ευφυής άνθρωπος, που συνήθως έλυνε μικρά και μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζονταν στις επιχειρήσεις του άλλοτε με ευκολία άλλοτε με δυσκολία, μα στα προσωπικά του δεν τα κατάφερνε το ίδιο καλά.

Για το ότι ήταν Βλάκας, ούτε που του πέρασε από το μυαλό.

“Δε βαριέσαι. Και σαν τι αξία έχουν τα χρήματα μπροστά στην αγάπη μου;”  Ξανασκέφτηκε.

Α, όλα κι‘ όλα. Σ’ αυτό είχε δίκιο ο άνθρωπος. Η Αγάπη πάνω από όλα. Σύμφωνοι.

Για δες όμως που υπάρχουν κάτι χαρακτήρες που είναι οπαδοί του αποφθέγματος :

“ Όσο λιγοστεύει ο παράς, αβγαταίνει η μιζέρια και η γκρίνια”.

Και όταν αβγαταίνει η γκρίνια λιγοστεύει η Αγάπη. Να την και πάλι η ΣΧΕΤΙΚOΤΗΤΑ.

Και η αγαπημένη Ρωσίδα του επιχειρηματία ήταν φανατική της ρήσης αυτής.

Αν και στην ουσία, το χρήμα ναι μεν είχε λιγοστέψει με την εξής όμως ειδοποιό διαφορά: Δεν είχε εξαφανιστεί. ΑΠΛΑ είχε αλλάξει χέρια.

Η αγάπη όμως της πρώην Σοβιετικιάς (μωρέ ποια αγάπη μη Χέ…_ άρχισε να πετάει γι‘ αλλού κι αλλού και ήλπιζε γρήγορα να υλοποιήσει τη φαντασίωσή της να στεγάσει στα παλατάκια που αγόρασε, μια καινούρια ολόδροση αγάπη, η οποία, και άκουσον άκουσον, δεν την ένοιαζε αν ήταν και φτωχιά. Ας ήταν ολόδροση και αυτό της έφτανε.

Ήθελε να κολυμπήσει σε φρέσκα καθάρια νερά, τα βαρέθηκε φίλε μου το κορίτσι τα ακίνητα τα βαλτωμένα νερά της λίμνης που δεν έχουν ζωή μέσα τους παρά μόνο κάτι σάπια βρύα.

Ήθελε μια αγάπη “δυνατή” απ’ αυτές που τραβούν ανθρώπους με χαμηλή ηθική σαν την δική της.

Επόμενο ήταν να αρχίσουν τα καβγαδάκια τα χωρίς λόγο και αιτία. Και επιτέλους το ζώον, ο βλαξ, κατάλαβε το παιχνίδι που παίχτηκε στο σπίτι του μέσα,( σπίτι του είπατε;).

Το παραμύθι λοιπόν τελείωνε και μαζί με αυτό το βιος του. Ό,τι και αν έκανε, οι υπογραφές ήταν υπογραφές . Δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν. Τις έβαλε εκεί που δεν έπρεπε όπως και το κάτι άλλο του… Τώρα πάει.  Πλήρωσε ακριβά τα δεδουλευμένα της καλής του. Παρηγορούταν όμως ότι θα μπορούσε να είχε πάθει χειρότερα. Δε βαριέσαι. Του έμειναν κάτι ολίγα.

Παράλληλα συνειδητοποίησε ότι υπήρξε ηλίθιος. Και αυτή είναι η διαφορά του από έναν άνθρωπο ευφυή. Ο δεύτερος έχει όρια. Το κατάλαβε αυτό, ναι αλλά πότε;  ΤΟΤΕ;   Όοοοχι. Το κατάλαβε ΤΩΡΑ.

ΤΩΡΑ, που άρχισε να ξεστραβώνεται.

 Συνήθως, η στραβομάρα σαν πάθηση, βαίνει διαρκώς αυξανόμενη.

Στραβομάρα σαν τη δικιά του έχει όμως τούτο το καλό. Οφείλεται σε μια τσίμπλα περίεργη που ναι μεν σε στραβώνει αλλά η πάθηση είναι αναστρέψιμη. Και μπορείς να σώσεις την όρασή σου την στιγμή που θα την αντιληφτείς.

ΜΟΝΟ που αυτά που θα δεις δεν παίρνω καθόλου όρκο πως θα σου αρέσουν και έχω την υποψία ότι πολύ θα ήθελες να είχες παραμείνει θεόστραβος, φτωχός μα ευτυχής…

Και ο φίλος μας ο Γιώργος, βάζει τώρα λυτούς και δεμένους δικηγόρους γνωστούς και άγνωστους, να ψάξουν να βρουν παραθυράκια.

Φίλε κούλαρε.

Έτσι που πας, πριν πάψει η εν λόγω κυρία να είναι σύζυγός σου, πριν διαλυθεί δηλαδή ο γάμος σου, εσύ θα ψοφήσεις από τον καημό σου και η ανθούσα μα και πενθούσα νεαρά θα τσεπώσει και τα εναπομείναντα ψιχία που ευγενώς φερόμενη σου άφησε στην τσέπη.

Γι’ αυτό άσε την να πάει στο διάβολο.

Μα εδώ που τα λέμε και συ καλόν τρύγο έκανες τόσα χρονάκια. Να μη τον πλήρωνες;

Σύμφωνοι. Τον πλήρωσες πανάκριβα. Μα ομολόγησε ότι ήταν ένας τρύγος πλούσιος. Τον φχαριστήθηκες.

Έτσι είναι αυτά.

Την ίδια λεμονίτα αν την πιεις στο σπίτι σου αγορασμένη από το σούπερ μάρκετ, το ίδιο θα σε ξεδιψάσει  όσο αυτή που θα αγοράσεις σε ένα πλοίο μια καυτή  καλοκαιριάτικη μέρα;

Την απολαμβάνεις ηδονικά και αδιαμαρτύρητα μαζί με το μπάτη και ας την πληρώνεις βαπορίσια…!

Και πού ‘σαι;

Τώρα πια είσαι εξηντάρης. Δεν τελείωσαν όλα.

Αν μυαλό δεν έβαλες με το κάζο που έπαθες, με τα ψίχουλα που σου απόμειναν, ξανακάνε το πείραμα.

Αν περάσουν άλλα πέντε χρόνια ευδαιμονίας (χωρίς αυταπάτες πια )εκμεταλλεύσου την όποια ευκαιρία σου δοθεί.

Ναι μεν η βλακεία είναι πάθηση ανίατη και μη αναστρέψιμη έχει όμως και σημεία τρελής ευδαιμονίας.

Πες μας εσύ που ξέρεις, αξίζει τον κόπο;…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη