“Η αναμονή”, ένα διήγημα της Λένας Μαυρουδή-Μούλιου

Η γιατρίνα είχε αργήσει και τα καθορισμένα ραντεβού της έγιναν πολλά και κατέλαβαν τον χώρο του μικρού… σαλονιού να το πούμε.

Να’ σαι άρρωστος, να περιμένεις βοήθεια από την καθ’ ύλην αρμόδια και η αρμόδια απούσα.

Ο εφιάλτης.

Δεν υπήρχε βέβαια και γραμματέας για να ειδοποιηθεί για την καθυστέρηση και αυτή με τη σειρά της να ενημερώσει τους αναμένοντες ασθενείς, που είχαν αρχίσει ν’ αδημονούν. Κάποιου μάλιστα τα νεύρα τεντώθηκαν  περισσότερο και άρχισε να κατεβάζει καντήλια. Ένας τρόπος εκτόνωσης του Χριστιανού πάσχοντα που τον αγνοούν, ενώ πέρασε από συμπληγάδες έως ότου τα καταφέρει να κλείσει τούτο το έρμο το ραντεβού του. Είχε σηκωθεί από το χάραμα για να είναι από τους πρώτους στην εξασφάλιση του μαγικού αριθμού, ελπίζοντας βέβαια να είναι ακόμη ζωντανός όταν έρθει η σειρά του να εξεταστεί. Για το αν θα το κατάφερνε να είναι ζωντανός πολύ το φοβόταν γιατί, όπως έβλεπε, τα πράγματα είχαν επιδεινωθεί.

 ΜΕΤΑ ΑΠΟ 15 ΗΜΕΡΕΣ!!!

Πολύς χρόνος φίλε μου, πολύς χρόνος…

Και το 15νθήμερο πέρασε και τον βρήκε να είναι ακόμα ζωντανός και ίσως να τον βοηθήσει η γιατρός (γιατί για το Θεό δεν έπαιρνε και όρκο) να επιμηκύνει το διάστημα της άχαρης φθαρτής ζωής του. Εδώ και μέρες, κοιμόταν και ξυπνούσε με το μυαλό στο ραντεβού.

Τι θα πει στη γιατρό.

Ποια από τα συμπτώματα χειροτέρεψαν.

 Θα ζητούσε να τον βεβαιώσει αν ήταν σε θέση να παίρνει από το σχολείο του τον μικρούλη του εγγονό, μιας και η μάνα του εργαζόταν και δεν το μπορούσε.

Και η μέρα της απόφασης για το ΑΝ ζήσει ή ΑΝ πεθάνει ήρθε, όπως ήρθε και εκείνος στο ιατρείο… Μα η γιατρός δεν ήρθε.

Και τώρα τι γίνεται παιδιά;

Ποιος θα σου απαντήσει ασφαλισμένε (ασφαλισμένε… καλά τώρα) για τα θέματα της υγείας σου;

Και τι είναι καλέ μου η γιατρός, Πυθία;

Μωρέ Πυθία δεν είναι, δυο πραγματάκια όμως για το πρόβλημα υγείας σου θα τα κατέχει η επιστήμων, δεν μπορεί.

Και οι μαύρες σκέψεις σε ρυθμό πυροβόλου όπλου γίνονταν από μαύρες κατάμαυρες και από κατάμαυρες σε έρεβος…

Μα στάσου. Να ‘την η γιατρίνα που καταφτάνει σινάμενη – λιγάμενη.

Δόξα σοι ο Θεός να λες.

Ρίχνει μια ματιά στον κόσμο που την περίμενε, δεν χαιρετάει καν, ούτε απαντά στο ηχηρό ‘’επιτέλους’’ που ακούστηκε και υπεροπτικά μπαίνει στο εξεταστήριό της και κλείνει την πόρτα.

Κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε ότι ΑΜΕΣΩΣ θα καλούσε τον πρώτο ασθενή της, μα περιμένουν και περιμένουν και μήτε φωνή, μήτε σημάδι από τη γιατρό.

Μη και της συνέβη κάτι τις;

Μάλλον όχι, γιατί κάτι γελάκια ακούστηκαν καθαρά, που έδιναν σε όλους να καταλάβουν ότι η επιστήμων μιλούσε στο τηλέφωνο, μα στο σταθερό, μα στο κινητό της, τι σημασία να’ χει;

Και πια ο ψίθυρος των αναμενόντων έγινε έντονος και έφτασε μέχρι τα επιστημονικά αυτάκια της γιατρίνας, η οποία εν εξάλλω καταστάσει διατελούσα, ανοίγει ορμητικά την πόρτα της και λέει ευγενικά:

«Σκασμός. Ησυχία ήθελα να πω… Τι τρόπος είναι αυτός ο δικός σας; Πού υποτίθεται ότι νομίζετε πως είστε; Στον καφενέ της γειτονιάς σας;»

«Συγγνώμη καλέ κυρία κυρία…. Στον καφενέ δεν είμαστε αλλά το θέμα είναι ότι δεν ξέρουμε και πού ακριβώς βρισκόμαστε. Εγώ πάντως ο πάσχων, ομολογώ ότι δεν το ξέρω. Μήπως και τυγχάνει να γνωρίζετε εσείς;»

«Μμμ να τες και οι εξυπνάδες μας… Για βουλώστε το όλοι σας μη σηκωθώ και φύγω από δω και μη με είδατε».

«Ενώ τώρα που σας βλέπουμε η υγεία μας βαδίζει μακάρια σε μια ονειρεμένη ανηφοριά, πλησιάζοντας το σημείο το ποθητό της πλήρους ίασής της. Αυτό δεν μας λέτε;»

«Για κοίταξε φίλε μου ακόμη δεν πάτησα το πόδι μου, τι ανυπομονησία έχει  καταλάβει τους ανθρώπους;»

«’’ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ’’ μήπως να λέγατε καλύτερα; Που υποφέρουν, που πονούν και που όπου να΄ ναι θα χάσουν τις αισθήσεις τους και την μάχη γενικώς;»

Και ο άνθρωπος, λέγοντας τα λόγια αυτά, πέφτει στο κέντρο του σαλονιού και μένει ακίνητος.

«Ορίστε κατάσταση. Τι κάνω εγώ τώρα;»

«Μήπως να τον εξετάζατε;»

«Να τον εξετάσω και να πω τι; Χωρίς αιματολογικές, έναν υπέρηχο, ένα τρίπλεξ καρδιάς, μια ακτινογραφία θώρακος, μία αξονική ή και μαγνητική;»

«Ε, άφησέ τον γιατρέ να δροσίζει τον απαυτόν του στις μαρμαρόπλακες. Τα ακουστικά τι τα έχεις; Να πηγαίνουν για φιγούρα δώθε κείθε σαν το εκκρεμές του Φουκώ; Τι τα’ χεις, λοιπόν, έτσι για σήμα κατατεθέν μαζί με την άσπρη σου τη μπλούζα; Δες μωρέ αν ο άνθρωπός ακόμα ζει»…

Αντ’ αυτού όμως η επιστήμων τηλεφωνεί στο 166 και είτε γιατί το θέμα ήταν σοβαρότατο, είτε γιατί ήταν ΜΙΑ ΓΙΑΤΡΟΣ που τους κάλεσε, αυτοί έφτασαν σε δύο λεπτά. Πήραν αστραπή τον άνθρωπο, νεκρό, ζωντανό, ποιος ξέρει και έφυγαν προς άγνωστον κατεύθυνση.

«Συγγνώμη φιλενάδα. Θα σε πάρω σε λίγο. Έχω λίγη δουλίτσα. Ναι, μου έπεσε μαζεμένη.

Τα λέμε. Και πάλι συγγνώμη»…

*

Μάγος είσαι;

Αυτό ακριβώς και έγινε, με υποδειγματική ευσυνειδησία και ιατρική δεοντολογία.

Αμήν…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη