Έβρισκε πάντα χώρο
στα όνειρά μου η Άνοιξη.
Λικνιστικά ερχότανε,
άνοιγε τις αυλόπορτες του νου
και χτύπαγε με μίσχους λουλουδιών τα παραθύρια.
Και την καλοδεχόμουν και την έβαζα
στα τρίσβαθα να ξαποστάσει της ψυχής μου.
Αλλοίμονο! Ένα μονάχα πέρασμα κι ύστερα
στου αποχαιρετισμού το κατευόδιο,
χανότανε μαζί με τ’ όνειρο.
Κι εγώ, την κοίταζα να φεύγει
και αναρωτιόμουνα,
αν θα θυμότανε το παραθύρι του ονείρου μου
να το ξαναχτυπήσει…
Αφήστε το σχόλιο σας