«Ευθύβολος συμβιβασμός», ένα διήγημα της Φιλαρέτης Βυζαντίου

Σύρθηκε ως την άκρη του κρεβατιού.
Δοκίμασε να σηκωθεί… μετάνιωσε.
Γιατί να σηκωθεί; Τι έχει να κάνει; Πού έχει να πάει;
Ποιος τον περιμένει τώρα πια;
Κοίταξε τη γυναίκα του ξαπλωμένη στο πλάι του, σχεδόν αμέριμνη.
Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που τη γνώρισε… Ήταν πάλι όμορφη… Τα εβένινα μαλλιά της -βαμμένα πια, στο χρώμα το παλιό, το γνώριμο, το φυσικό τους-  ατίθασα πλοκάμια διάσπαρτα πάνω στα σεντόνια…
Τσιμπήθηκε για πολλοστή φορά η καρδιά του… την είχε αδικήσει, την είχε απογοητεύσει, την είχε συντρίψει…
Πήρε τα όνειρά της όλα -που του τα είχε δώσει πολύτιμο ενέχυρο κάποτε- και της τα ξόδεψε ασυλλόγιστα στους πέντε ανέμους.
Τώρα πώς να της ομολογήσει ότι έπαιξε με τη ζωή, έπαιξε με την εμπιστοσύνη της επιπόλαια… και έχασε…
‘Εχασε τα πάντα… Τη δουλειά του, την περιουσία του, την αξιοπιστία του, την αξιοπρέπειά του, τον αυτοσεβασμό του, το θάρρος του, το χαμόγελό του, τη δύναμή του, την ελπίδα του, τη διάθεση να αναπνέει κάθε πρωί.
Κάθισε ανήμπορος μισοξαπλωμένος στα μαξιλάρια του.
Έξω είχε πάρει να ροδίζει μια καινούργια μέρα.
Τη μισούσε τη μέρα αυτή… όπως και κάθε άλλη που ξημέρωνε.
Γιατί φώτιζαν την ελεεινότητα της κατάστασής του, του μαχαίρωναν την κάθε αισιόδοξη σκέψη που βλάσταινε δειλά τα βράδια στην αγκαλιά της.
Αχ! Αυτή η αγκαλιά της… Πόσο μαλάκωνε τους πόνους του, πόσο δρόσιζε τις φλεγόμενες σκέψεις του, πόσο νάρκωνε ηδονικά την κατάντια του.
Αλλά, εδώ και πολύ καιρό, δεν μπορούσε να καταλάβει τι μύριζε αυτή η τόσο γνώριμη και επιθυμητή αγκαλιά…
Δεν ήξερε αν αυτό το άρωμα το αδιόρατο ήταν από τα γιασεμιά της πρώτης αγάπης ή από τους καχεκτικούς βασιλικούς του οίκτου, της στοργής και της συμπάθειας για τον πατέρα των παιδιών της…
Ευτυχώς κοιμόταν βαθιά και δεν θα έβλεπε τα δάκρυα που κύλησαν ανεμπόδιστα στα μικρά, θολά του πια μάτια.
Ευτυχώς δε θα χρειαζόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις της για το τι του συμβαίνει… Πόσο αστεία του φάνηκε τώρα αυτή η ερώτηση…
Τι να του συμβαίνει άραγε; Ε… όχι σπουδαία πράγματα… Απλά είχε κλείσει δύο χρόνια άνεργος, χρωστούσε παντού και κρυβόταν, είχε αναγκαστεί η γυναίκα του να ξενοδουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί, τα παιδιά του τον κοιτούσαν στα μάτια κάθε πρωί για το χαρτζιλίκι, που δεν είχε να τους δώσει… Κι όταν εκείνα πια σταμάτησαν να τον κοιτούν, εκείνος κατέρρευσε μέσα του αμετάκλητα.
Ναι! Δεν ήθελε να ξημερώνει… Η νύχτα είναι πιο στοργική, πιο τρυφερή από τη μέρα. Αυτή η τελευταία είναι αδίστακτα ειλικρινής, είναι ανελέητα ωμή. Και απαιτεί να την αντιμετωπίσεις. Σε προκαλεί να παλέψεις μαζί της, να της επιτεθείς, να κυλιστείς, να κονταροχτυπηθείς και να τη νικήσεις…
Ω!!! Ναι!!! αυτό θέλει με κάθε τρόπο… Την ήττα της από τον Άνθρωπο… Θέλει να τον δοξάζει, να τον στεφανώνει, που αναδείχτηκε άξιος αντίπαλός της και την κέρδισε…
Άκουσε το ξυπνητήρι να κουδουνίζει σαν τρελό μέσα στον διαλυμένο του νου.
Έπρεπε να ξυπνήσει όλους για τις υποχρεώσεις τους… Τα παιδιά για το σχολείο, την καλή του για τη δουλειά…
Σηκώθηκε αποφασιστικά. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.
Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές, συντονισμένες από έναν αόρατο καραγκιοζοπαίχτη…
Εμπρός, λοιπόν… Η παράσταση αρχίζει… Φοράει το χαμόγελο, την εύθυμη φατσούλα του, ακονίζει τη χροιά της φωνής του στη ρύθμιση: ”ανέμελο”… και όλα είναι έτοιμα και πάλι να συμβαδίσουν με το ζεστό ήλιο, που ξανασκαρφαλώνει στον ουρανό, για την αιώνια πορεία του…
Ένιωσε το χέρι της να περνάει μέσα από τα μαλλιά του, που είχαν σε λίγους μήνες γκριζάρει ανέλπιστα. Η φωνή της ήρθε σαν θρόϊσμα φυλλωσιάς στα αυτιά του: ”Καλημέρα, αγάπη μου… Πώς κι άργησες να μας ξυπνήσεις σήμερα; …”
Του έσιαξε το φανελάκι του, ξαναχάϊδεψε το πρόσωπό του και του ψιθύρισε ” ήσουν πολύ γλυκός χθες βράδυ…. Δεν πειράζει που δεν είχες διάθεση… Άλλη φορά… Κι εγώ κουρασμένη ήμουν…”
Τη φίλησε άνευρα, με κάποια συγκατάβαση και έφυγε για την κουζίνα… Την είδε που σκούπισε ένα δάκρυ βιαστικά, να μην τη δει… Αλλά εκείνος την είδε… Όπως την είχε δει κι όλες τις άλλες φορές…
“Ποιος ήταν εκείνος ο συγγραφέας και πώς το έλεγε έτσι ωραία, μωρέ;” σκέφτηκε.

…”Ο άνεργος άνδρας είναι ένας ευνουχισμένος άνδρας”.

Πόσο δίκιο είχε… αλλά σε ποιόν να επιρρίψει ευθύνες για το παρόν του ή για το μέλλον του;
Βάλθηκε να τα βάζει με τον εαυτό του… Ήταν άλλωστε ο πιο κοντινός και εύκολος στόχος… και ήξερε καλά πώς να τον
πετύχει κατάστηθα…
Στη ζωή είχε μάθει να είναι ευθύβολος με τέτοιους στόχους.
Όσο για τους πραγματικά αιτίους της δυστυχίας του, ένιωθε πολύ μικρός κι αδύναμος να κάνει κάτι…
Είχε παραιτηθεί από την ελπίδα, γιατί είχε συμβιβαστεί με τη δυστυχία του.
Δυστυχώς!!!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη