“Ευθαλία”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ο καφές, κατέβαινε από τον λαιμό σαν ένα πηχτό, σχεδόν ημι-στερεό υγρό, παρασύροντας μαζί του την άκρη της νύχτας. Πέντε και σαράντα- ένα, ένα μόλις φως, αντανακλώντας στους νοτισμένους απ’ την χθεσινή βροχή τοίχους, σχημάτιζε μαύρο-μπλε τα δέντρα, καθώς ήδη, τα κοτσύφια και τα άραγε πού κρυμμένα πετεινάρια, εδώ στην άκρη της πόλης, φώναζαν, όχι τόσο δυνατά για να ξυπνήσουν, αλλά αρκετά ηχηρά για ν’ ακουστούν, τη νίκη της ζωής. Αυτής της «μεγάλης», που ξεπερνάει τους ανθρώπους στον χρόνο κι ορίζει τους ήχους και τις εικόνες, και τους ανθρώπους μαζί, στο σύνολό τους. Αυτής που παίρνει σβάρνα τις άλλες, τις μικρές μας ζωές και τις καταπίνει, ξεχασμένες, ασήμαντες, πηχτές, να, σαν τον καφέ στο καταπιόνα της. Πότε ευχαριστημένης απ’ το κατάπιομα, ζεστός, αρωματικός, γεμάτος καϊμάκι,  πότε πηχτός  αλλά χλιαρός, γεμάτος πίκρα, χωρίς άρωμα.  Ακολουθώντας τη προδιαγεγραμμένη της πορεία. Προορισμός μοναδικός, απλά, η ζήση.

Μάταια είχε προσπαθήσει πολλές φορές η Ευθαλία να δώσει μια εξήγηση στην επιλογή του ονόματός της, καθώς δεν ακουγόταν καμιά γιαγιά και καμιά θεία. Γιόρταζε αρχές Μάρτη. Ούτε χειμώνα, ούτε άνοιξη. Εκεί στο περίπου από εποχή . Αλλά, είδος σε αφθονία. Που, καλώς, πολύ καλώς, ευδοκιμούσε. Κι όχι. Το όνομα δεν είχε καμία σχέση με τον Τάλω, τον φύλακα- γίγαντα της Κρήτης. Είχε όμως με το «θάλλω», και πολύ με το ομόηχό του. Το «σφάλλω». Ένα σφάλμα. Ποιανού και γιατί; Αναπάντητα ερωτήματα.

«Μισοριξιά», σχεδόν, ένα πλάσμα ίσα με ένα κι εξήντα, σε ανάταση, να περπατάει πάνω- κάτω, ανεξάρτητα από τις φάσεις και τη βαρύτητα των γεγονότων. Ένα συνεχώς κινούμενο σημείο στον ορίζοντα, εύκολα να οριστεί ως κατάσταση μόνο σε ώρες ύπνου. Ψάχνοντας κι εκεί να βρει κανείς με δυσκολία στιγμές πλήρους ακινησίας.

Ε, ναι! Δεν ήταν της αέναης ξάπλας η Ευταλία! Μια σιέστα, ναι, κλειδί για την καλή διάθεση και σύμφωνα με μελέτες  ιατρικές, σωτήρια για την υγεία της καρδιάς! Όχι πού με χάνεις πού με βρίσκεις, τεντωμένο στο κρεβατάκι!  Πέτρα που κυλάει, δεν χορταριάζει, έτσι δεν λέει ο σοφός λαός; Μωρέ η Ευταλία ήταν σοφότερη! Τα είχε καταφέρει και σ’ αυτό. Πέτρα μαλλιαρή είχε γίνει απ’ το χορτάριασμα! Κι όχι σαν κι αυτή που κυνηγούσαν να ψαρέψουν οι κοπελιές  της Αναλήψεως στα ρηχά, πιάνοντας έτσι, συμβολικά, την τύχη τους! Τι να πιάσει η Ευταλία; Τα μαλλιά της; Να τα τραβάει έπρεπε! Και μετά να πλέκει  κουβάρια τύχες! Σε διάφορα χρωματάκια, κατά επιλογή του ζητούντος!

Αυτό! Η αυτό- εκτίμηση ταυτισμένη με τη σημασία της. Για να παίρνουν αξία οι άλλοι: Χα,χα! Να, τώρα έβρισκε γιατί μερικοί άνθρωποι βρίσκονταν με ελλείμματα! Όχι ουσιαστικά. Από τη φύση τους, εννοώ. Με ελλείμματα στην εκτίμηση του εαυτού τους. Για να βρίσκουν κάποιοι άλλοι που είχαν ένα φροντισμένο υπέρ-εγώ και καλό-βόλεμα το πάτημά τους! «Πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» .

Έτσι, λοιπόν, στο όνομα της ισορροπίας, είχε για σύζυγο ένα άντρακλα ίσαμε το ταβάνι! Κάτι το ύψος, κάτι η κορμοστασιά, που δύσκολα να παραδεχτούμε μπορούσε να πηγαίνει τρέχοντας μέσα στον χώρο, θα βρόνταγε η γης στο τρέξιμο και θα σκιάζονταν οι γειτόνοι ότι γινόταν σεισμός, ο άντρακλας ήταν της ιδέας «παίρνω το χρόνο μου». Με το πάσο μου. Ποια η διαφορά του χρόνου; Δεν ήταν καλύτερα να επιτελούνται τα πράγματα σιγά- σιγά για να υπάρχει σύνεση, προσεκτική οργάνωση, έρευνα αγοράς, σχεδιασμός, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ταυτόσημο της τελειότητος;  Κι όχι για το πέος Αλεξανδρούπολη;

«Ευταλία, παραφέρεσαι! της έλεγε με σιγουριά και στόμφο ο σύζυξ! Τι τρόπος εκφοράς λόγου εστί τούτος; Τι παιδιά θα προσφέρουμε στην κοινωνία; Να σε ακούν να ομιλείς τη σκέψη σου; Τι θα τους μάθουμε; Να μιλούν ξεδιάντροπα; Να ξέρουν όταν θυμώνουν κι έχουν δίκιο να το λένε; Ή να κάθονται στωικά και συνετά, να ακούν πρώτα, και μετά  να επιλέγουν την ορθότερη των επιλογών, την αποχή;  Η αποχή από τα συναισθήματα τα άμεσα είναι ο τρόπος! Αν κατεβάζουν απ’ το  μυαλό τις σκέψεις  κι αν ανεβάζουν απ’ την ψυχή άμεσα και χωρίς επεξεργασία τα συναισθήματά τους , θα καταντήσουν σαν κι εσένα Ευταλία! Θερμοκέφαλα κι αγόρια; Καταστροφή!»

Σωστά!  Πήγε μπροστά, ποτέ, ο κόσμος με μισοριξιές; Το «θ» στο όνομα το είχε καταπιεί η γρηγοράδα του λόγου! Θ,Θ Θ, μετά από δίφθογγο! Σαν να ψευδίζεις ένα πράγμα! Και η συγκρότηση χαρακτήρος του συζύγου δεν μπορούσε να επιτρέπει το ψεύδισμα. Η προς την λαϊκότερη προσφώνηση της συζύγου ήταν κάτι τις πιο ανεκτική! Και η καταστροφική της στάση, να τρέχει πάνω- κάτω, εκτός των πολλαπλών επιλογών.

Η Ευθαλίτσα, λοιπόν, είχε βρει τον τρόπο της. Είχε κάνει καλή δουλειά ο Θεοχάρης! Την είχε πείσει για την ορθότητα των σκέψεων του και της στάσης του στη ζωή! Την είχε μάθει να γλυτώνει απ’ τις αλήθειες που έρχονται και στήνονται μπροστά σου θες δε θες. Τα ετερώνυμα έλκονται! Έτσι εξηγούσε η φύση την έλξη! Κι η Ευθαλία την ανηφόρα! Που δεν είχε να κάνει καθόλου με την οικονομική κατάσταση του σπιτιού. Τα καμάρια τους είχαν μεγαλώσει σε απλωσιές. Με τ’ αγγλικά, το πιάνο, ύστερα την κιθάρα, τα ιδιαίτερα στο σπίτι σε όλα τα μαθήματα που επιθυμούσαν, και κατέληξαν δυο χορτασμένα καλομαθημένα θρεφτάρια. Θαρρώντας και τη ζωή για άπλωμα. Ιδεών, φαγητών, ρούχων, ταξιδιών, βάλε ό,τι φανταστείς… Τι σοκ έπαθαν όταν κατεβαίνοντας μια φορά στην Αθήνα είδαν σε μια είσοδο πολυκατοικίας κουβέρτες στρωμένες σαν σε κρεβάτι κι ένα σώμα τυλιγμένο τριγύρω τους, δεν λέγεται! Δεν ήταν ότι σκέπτονταν πως όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να μένουν σε ένα σπίτι, να κοιμούνται σε ένα καθαρό κρεβάτι, να μην περιμένουν το φαγητό από το συσσίτιο για να χορτάσουν. Όλα αυτά τα είχαν δεδομένα. Αυτή η κατάσταση ήταν πέρα της φαντασίας. Ναι, ήταν. Ήταν ζωή. Όχι όμως η δικιά τους. Έλειπε η τηλεόραση. Η συσκευή. Και η συνδρομητική επίσης!

Εθισμένοι στην καλοπέραση,  και με τις ευχές της μάνας τους. Γιατί τα παιδιά της ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Κι έπρεπε να έχουν, εκτός από τα πάντα, και την καλύτερη τύχη. Αν εκείνη από τη φύση  της δεν ήταν της ξάπλας και της άπλας, και φρόντιζε για τα πάντα, έτσι οφείλει να κάνει η σωστή μάνα. Για να μπορεί να είναι το παράδειγμα. Και να έχει το δικαίωμα να είναι και  πεθερά-πρότυπο!

Πότε-πότε όμως, σε ένα μικρό γύρισμα της σκέψης, σαν μια σκιά που περνάει από μπροστά σου και στο τέλος λες, «Ιδέα μου, ήταν!», αναδυόταν από κάπου πιο βαθιά μια ερώτηση, «Μήπως όλα έπρεπε να ήταν αλλιώς;», που έμενε αναπάντητη, καθώς εξίσου ανεξήγητο ένα «αϊ-σιχτίρ» τις φορές που ο Θεοχάρης ξεχνούσε τη χάρη του και τη συγκρότησή του. Και πυρπολούσε την Ευθαλία με πολλαπλά επίθετα, όλα κάτω του μετρίου, αν τύχαινε και δεν την έβρισκε «σωστή». Κι αν ακουγόταν δυνατά το σιχτίρισμα ήταν γάτα η Ευθαλία. Στην ευδοκίμηση τα σιχτιρίκια! Ουχί σε σένα, καλέ μου!

Να είχε καταλάβει η Ευθαλία το αραχνοΰφαντα  υφασμένο, σχεδόν αόρατο δίκτυο μονόδρομων της ζωής;

Άραγε να ήταν μετά από συνειδητή σκέψη η ικανότητά της να συνεχίζει να τρέχει, αποδεχόμενη τη φύση της και τη φύση των πραγμάτων;

Να είχε εντρυφήσει  στην ουσία του νοήματος του καθημερινού ανέκδοτου , «Μπαμπά, είναι μακριά η Αμερική;»/ «Σκάσε και κολύμπα». Να είχε ομολογήσει στον πάνσοφο Θεοχάρη της το αποτέλεσμα των ερευνών της;

Στους μονόδρομους, μόνο μπροστά πας. Αν σώσεις και βάλεις όπισθεν, το πιθανότερο είναι να βρεις σε τοίχο.

Τελικά, αϊ-σιχτίρ κι οι τοίχοι κι οι μονόδρομοι.

Μια ζωή είναι…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη