[Στον άγνωστο στρατιώτη]
και εκείνη μίλαγε με τις σκιές,
τις οδηγούσε,
τις έλεγε,
που να γλείψουν,
χωρίς ν’ αφήσουν σημάδια
επί τον τύπον των ήλων
ψέλλισε,
και χωρίς ντροπή,
βύθιζε τα δάχτυλά της,
στην άγνωστη σάρκα
έμοιαζε με κέρινη κούκλα
το σώμα του,
έβγαινε μιας πνοής άκουσμα,
και πάλι ξανά,
από κάθε πόρο
εκείνη, από άγγελος
μεταμορφωνόταν
σε σφαχτό,
σε θυσιαστήριο
ξυπνά η ερημιά και αναζητά,
μια αγκαλιά αιώνια,
μια πίστη,
στο σώμα ακέραιη,
μια φλόγα,
που γεννιέται και πεθαίνει
ευθύς,
με το πρώτο άγγιγμα
ένα κερί με γυροφέρνει,
ζεσταίνει τα σκέλια,
καίει τις τρίχες,
τραβάει τα κόκαλα,
που γίνονται
βουλιμίας τροφή,
είμαι ένα χάδι,
δεν έχω εικόνα,
κανένα είδωλο
δεν με καλύπτει,
μόνο ο αέρας,
που φέρει το όνομά του
αλλά γατί ανησυχώ,
θα έρθει το θεσπέσιο
κλάμα,
να με λυτρώσει,
σαν την βροχή,
μετά από τον βαρύ ουρανό,
έτσι όπως η ξεραμένη γης,
ρουφά άπληστα νερό,
έτσι και εγώ,
θα αναδυθώ,
από τo ίδιο μου τo δάκρυ
ο έρωτας δεν χαρίζεται,
κερδίζεται
με αίμα και ιδρώτα,
παρακαλώ,
κυρίες και κύριοι,
συγχωρείστε με,
δεν θα ξαναμιλήσω,
με λέξεις
πνιγμένες
θα ορθωθώ στη λεωφόρο
της καθημερινότητας
[Copyright © Μαρία Σκουλαρίκου-Πανούτσου]
Αφήστε το σχόλιο σας