“Ελπίδα”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Έβγαζε πάνω από το μαύρο  παλτό της, μία προς μία τις μικρές τριχούλες και τα χνούδια, σχεδόν τα μετρούσε, σαν να πετούσε μέσα από τη ζωή της γράμμα στο γράμμα τις άχρηστες λέξεις, τα’ άδεια κοιτάγματα, τα άδεια χρόνια… Κι είχε τόσες πολλές!

«Ο παλιατζής…» ακουγόταν από το βάθος του δρόμου κι όλο κοντοζύγωνε, «όλα τα παλιά, καθαρίζω αποθήκες, ταράτσες, υπόγεια», μια μηχανή καθαρισμού κήπων, στον ίδιο μονότονο θόρυβο, ένα καναρίνι να τραγουδάει την άνοιξη που θα ερχόταν δεν θα ερχόταν; «Μόνο μια φορά το χρόνο, έρχεται πάντα», ποιος και γιατί, ανείπωτες ερωτήσεις, καμία απάντηση, καμιά δικαιολογία…

Τζάμια καθρέφτες, τραβηγμένες κουρτίνες, ζωή ακίνητη σ’ αντιφέγγισμα…

Το φύσημα του ανέμου, μόνο, δεν καθρεφτιζόταν. Αυτό το βλέπεις πάντα κοιτάζοντας ίσια. Στ’ ανεμισμένο σεντόνι, στο φουσκωμένο πανί, στ’ άσπρο πάνω στο κύμα, στο ζύγισμα των φτερών, στο γύρισμα των σύννεφων, στην άκρη των ματιών που τρέχει ένα μικρό δάκρυ. Φύσηξε πάλι και τα μάτια κλαίνε!

Έτσι, λοιπόν, καθισμένη η Ελπίδα σε μια πλαστική καρέκλα καλοκαιριού, έσμιξε τα χέρια σε ισορροπία. Μετρημένη κίνηση, δείγμα αποδοχής, ένας μικρός ησυχασμός, ένα κατέβασμα του κεφαλιού, σαν κατάνυξη.

Τα χείλη της ψέλλισαν μια μικρή ευχή. Μια μικρή, συρρικνωμένη μπαλίτσα, ψυχή, κορμί και σκέψη, χωμένη, στριμωγμένη κάπου δεξιά στο ύψος του συκωτιού. Τι μπορεί να κάνει μια μπαλίτσα ψυχή;

Στ’ αυτιά της ήχησαν παραδομένα λόγια: «Αλίμονο στους ηττημένους».

Δεν ήθελε να την σκέπτονται έτσι. Δεν είχε, ακόμη, ηττηθεί. Ευχόταν μια μικρή νάρκωση, μία άδεια -έστω και άνευ αποδοχών- να απέχει. Να της δοθεί η ευκαιρία να μην υπάρχει για λίγο, να μην απαντά στο όνομά της, να μην μιλάει την ανάγκη της, να μην ορίζει. Ένα μικρό σαλιγκαράκι φορτωμένο το καβούκι του, ποιον πειράζει;

Όταν οι άνθρωποι δεν σου επιτρέπουν το ύψος σου ή το βάθος σου, είναι απόλυτα φυσιολογικό να γίνεις μια μικρή μπαλίτσα σαλιγκαράκι. Γιατί κουράζεται κι η ελπίδα.

Να φτιάξει τύψεις και γι’ αυτό; Να φταίει και για την κούραση; Φταίνε τα πουλιά για τα σπασμένα φτερά; Οι απελπισμένοι για την απελπισία τους; Οι νεκροί για το θάνατο;

Είχε κουραστεί η Ελπίδα το ψέμα.

Όταν η ζωή περνάει και φτάνει να κάθεται καθισμένη σε μια καρέκλα, χέρια να κινούνται σύμφωνα με το όνειρο, μετρημένα βήματα, συρτά στο πάτωμα, το πολύ ως το μπαλκόνι, η ελπίδα κάθεται απέναντι και παρατηρεί. Μια μικρή μπαλίτσα από κάτι που κάποτε ήταν. Και τα τζάμια καθρέφτες.

Με το μέλλον αβέβαιο.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη