«Εκείνο το κορίτσι που το έλεγαν Ανθή», ένα διήγημα της Κωνσταντίνας Βαληράκη

Μάτια μελιά και αχτίδες στα μαλλιά ξανθές,

που ο ήλιος τα ανέμιζε  και ο ερχομός της Άνοιξης

τα απαλοχάιδευε.

Εκείνο το κορίτσι, με το μέτωπο το σκεπτικό

και τη θωριά γεμάτη σχέδια και απορίες,

δειλά πατούσε και ισορροπούσε σε τρένων ράγες

και σε ασφάλτους έτρεχε να συναντήσει το όνειρο.

Μα αυτό, σκαρφάλωνε στις φυλλωσιές

και πίσω από τα σύννεφα κρυβότανε.

Κι όταν ο ήλιος, ο υποκριτής

τραχιά το φιλντισένιο σώμα σκούραινε,

εκείνη με δροσοσταλίδες προσμονής

το καθησύχαζε.

Αλλοίμονο, πώς δεν το ένοιωσε

και ούτε κάποιος  της το είχε πει,

ότι ο χειμώνας από καιρό

στο παραθύρι της είχε σταθεί να ξαποστάσει.

Τότε, κι αυτή τον καλημέρισε με μάτια σκοτεινά, μαλλιά θαμπά

και για στεφάνι, ένα ξεθωριασμένο όνειρο φορούσε.

Εκείνο το κορίτσι με τα μάτια τα μελιά,

που κυνηγούσε χίμαιρες…

…Χίμαιρες κυνηγούσε σε όλη τη ζωή της η Ανθή. Ένα βήμα μπροστά και δέκα πίσω. Δεν το έβαζε  όμως κάτω. Ήθελε όχι και τίποτα σπουδαίο, έτσι  απλά να προκόψει στη ζωή της, να γλυτώσει από τη μιζέρια της οικογένειας, αν αυτό το σχήμα δηλαδή μπορούσε να ειπωθεί οικογένεια. Ώρες-ώρες νόμιζε πως ζούσε δίπλα σ’ ένα μισάνοιχτο στόμα θηρίου και κάποια στιγμή θα βρισκόταν εντός του. Την τελευταία στιγμή όμως κάτι την τράβαγε  προς τα έξω. Σίγουρα, κάποιος άγγελος την προστάτευε. Από μικρή εξάλλου πίστευε στους Αγγέλους. Α! Όλα κι όλα! Ήταν σίγουρη ότι ένας Άγγελος ήταν σταλμένος από το υπερπέραν ειδικά γι’ αυτήν να τη βοηθάει στα δύσκολα και  να την προστατεύει. Νόμιζε πως της έσφιγγε το χέρι και ότι έκλεινε το μάτι του συνωμοτικά, σαν να  της  έλεγε «εδώ είμαι εγώ».

Α! Της άρεσε πολύ ο Άγγελος της. Μπορεί να μην τον έβλεπε, αλλά τον φανταζόταν όμορφο, ξανθό, γαλανομάτη. Πως θα ‘θελε να την αγαπήσει κάποιος, όταν μεγάλωνε, αλλά  να έμοιαζε απαραίτητα στον Άγγελο της.

Όλα της ήτανε λειψά. Μισό το ανάστημά της, η εμφάνισή της, η εξυπνάδα της. Έτσι τουλάχιστον της έλεγαν. Ακόμη και το όνομά της, Ροδάνθη της είπαν ότι είχε βαφτισθεί. Για λόγους συντομίας όμως  την φώναζαν Ανθή, που καθόλου δεν της άρεσε. Πως θα ‘θελε να τη φωνάζουν Ροδάνθη. Της θύμιζε τριαντάφυλλο, δεν τόλμησε όμως ποτέ να το πει και να το απαιτήσει, αργότερα, πολύ  αργότερα  κατάφερε να ακούει επιτέλους το γλυκό όνομά της.

Το περιθώριο ήταν η σωστή ονομασία του χώρου που μεγάλωνε. Απαγορεύονταν οι διεκδικήσεις, οι αντιρρήσεις, όσο για τα αισθήματα, έννοιες άγνωστες. Νόμιζε πως την είχαν κλείσει σ’ ένα κουκούλι για να μην φαίνεται. Σιωπή, μόνο σιωπή. Απαγορεύονταν από μέρους της οι ήχοι. Μόνο ο πατέρας είχε δικαίωμα να μιλάει, να παρατηρεί με τον πιο προσβλητικό τρόπο και να διατάζει παράλληλα. Δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Όταν έμαθε, ήταν περίπου αργά.

Ο πατέρας σκαιός. Όταν μεγάλωσε και διάβασε, τον παραλλήλισε με τον Καπετάν Μιχάλη, του Καζαντζάκη. Μονολογούσε κάποιες φορές… «δεν είσασθε μόνος κύριε Καζαντζάκη… υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσάς». Μόνο, που εσείς είχατε μια μάνα γλυκιά να σας παρηγορεί, εγώ δεν  έχω ούτε αυτό. Σαν ανύπαρκτη η παρουσία της μάνας. Το χέρι της δεν άπλωσε ποτέ στο μέρος της Ανθής. Ήταν κι αυτή στο περιθώριο και στη σκιά του αφέντη συζύγου-πατέρα. Την κοίταζε πολλές φορές στα μάτια σαν να ‘θελε να μάθει, επιτέλους, αν την αγαπάει, έστω και τόσο λίγο. Φορές τολμούσε να τη ρωτήσει «Μ΄αγαπάς μαμά;» Απόκριση δεν έπαιρνε. Ευτυχώς, που υπήρχαν και εκείνα τα ευλογημένα δάκρυα να τη γαληνεύουν. Συχνά, έβλεπε όνειρο, που την τάραζε. Μια γυναικεία μορφή έσκυβε πάνω απ’ το κρεβάτι της και την κοιτούσε, αχ! πώς την κοιτούσε. Θα ‘θελε να μην τελειώσει τ’ όνειρο, να την ξαναδεί. Τόλμησε να το πει στη μάνα, μ’ αυτή τη μάλωσε και της είπε να μην πιστεύει σ’ αυτά τα όνειρα, γιατί δεν είχαν να πούνε τίποτα και να μην την απασχολεί με όλα ετούτα, της φτάνανε τα βάσανά της. Είχε πράγματι πολλά βάσανα η μάνα, το καταλάβαινε η Ανθή. Πρόσωπο τραβηγμένο, μάτια κλαμένα τις πιο πολλές φορές, στεγνή από αγάπη,  το ένοιωθε η Ανθή, ο πατέρας καθόλου μα  καθόλου δεν την αγαπούσε, άσχημα της φερόταν.

Συχνά, τους άκουγε να λογομαχούν, να της μιλάει άσχημα, πολύ άσχημα και προσβλητικά, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, γιατί διαφωνούσαν, σαν να μιλούσαν μια άλλη γλώσσα. Τη λυπόταν τη μάνα, μα τι μπορούσε να κάνει. Κάποτε, που τόλμησε μικρό παιδί να τον ρωτήσει, γιατί της φέρεται έτσι, η απάντησή του ήταν ένα ηχηρό χαστούκι, που θα το θυμόταν μέρες, και μια απειλή μαζί. Τρόμαξε.

Αυτή όταν θα μεγάλωνε, θα ήθελε να αγαπήσει κάποιον που να μοιάζει οπωσδήποτε με τον «Άγγελό της» και να την αγαπάει πολύ. Έκανε σχέδια η Ανθή. Θα ζούσε σε ένα όμορφο σπίτι και όχι σαν και αυτό το μίζερο, που ζούσε τώρα και όταν αποκτούσε παιδιά, θα τα αγαπούσε πολύ και θα τα αγκάλιαζε. Θα τα αγκάλιαζε, θα τα φιλούσε, θα τους έλεγε παραμύθια, θα τους μιλούσε, θα τους μιλούσε συνέχεια.

Με φόβο και με λύπη μεγάλωνε και όλο μεγάλωνε η Ανθή και άρχισε να μιλάει περισσότερο, να έχει απορίες, που πάντα μένανε άλυτες και να υπόσχεται στον εαυτό της καλύτερα και ομορφότερα να ζει και έγραφε ποιήματα, πολλά ποιήματα, που όμως τα έκρυβε, γιατί φοβόταν πως θα τη μαλώσουν. Όμως αυτά γίνανε η καλύτερή της συντροφιά, γιατί μ’ αυτά μιλούσε και έλεγε τα παράπονά της και έκλαιγε πολλές φορές και ας μην την έπαιρνε άνθρωπος είδηση. Κι εκείνο πια το όνειρο πάνω που νόμιζε πως το ξεχνούσε, νάτο κ ερχότανε, να της γλυκάνει τον ύπνο. Εκείνη πάντα η μορφή, που έσκυβε πάνω από το κεφάλι της έτοιμη να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει. Αχ! πώς θα το ‘θελε. Έφευγε γρήγορα όμως το όνειρο μαζί και η μαγεία της γλυκύτητας εκείνης της γυναικείας μορφής.

Κάποια φορά, που δεν ήθελε να τη θυμάται, αλλά και που δεν μπορούσε να ξεχάσει, την είχαν τόσο πικράνει από την προηγούμενη, που γυρίζοντας από το σχολείο πήγε να πέσει σ’ ένα αυτοκίνητο. Ήθελε οπωσδήποτε να πεθάνει. Το συμφώνησε με τον εαυτό της, είπε και στον Άγγελό της ότι ήταν πολύ καλή αυτή η απόφασή  της. Δεν έφταιγε εξάλλου η ίδια, αλλά  η μεγάλη λύπη και μοναξιά της, να ησυχάσει επιτέλους. Τη γλύτωσε η σύνεση του οδηγού. Φοβήθηκε, όταν κατάλαβε τι θα γινόταν και ήθελε να το πει τουλάχιστον στη μάνα, γιατί στον Άγγελο που το ‘λεγε απόκριση  δεν έπαιρνε, ίσως από την αρχή δεν ήταν σύμφωνος με αυτήν της την πράξη και η ίδια  ήθελε κάπου να το πει οπωσδήποτε για να ησυχάσει. Σκέφτηκε ότι αυτό θα την συγκινούσε και μπορεί να την αγαπούσε λιγάκι. Μπα, δεν έδειξε καμιά έκπληξη, ούτε καν την μάλωσε. Περίεργο, τη μάλωνε για λιγότερο σοβαρά πράγματα.

Μια μέρα γύρισε στο σπίτι και βρήκε τη μάνα ακίνητη, ξαπλωμένη. Δεν κινιόταν καθόλου. Την κουνούσε, την τράβαγε, τίποτε αυτή. Έβαλε φωνές και τότε εκείνη, ανοίγοντας επιτέλους τα μάτια της, της είπε γελώντας ότι το έκανε επίτηδες, να την τρομάξει. Μα γιατί το έκανε αυτό, σκέφτηκε, εκείνη την αγαπούσε τόσο πολύ και αν πέθαινε! οπωσδήποτε θα πέθαινε και η ίδια. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε να ζήσει χωρίς τη μάνα και ας μην την αγαπούσε εκείνη, δεν πείραζε. Μικρό παιδί αθώο, γεμάτο αγάπη, που έδινε αλλά δεν έπαιρνε.

Τελικά, όλους τους διέψευσε και πιότερο τον πατέρα. Μεγάλωνε, ψήλωνε κι ομόρφαινε κι είχε κάτι μάτια μεγάλα φωτεινά, σαν αστέρια. Στο πέρασμά της τα βλέμματα γυρίζανε σαν τα ηλιοτρόπια στον ήλιο. Τους διέψευσε ακόμη και για την εξυπνάδα της που, πάντα, όχι μόνο την αμφισβητούσαν αλλά παράλληλα την χλεύαζαν.

Σε πανεπιστημιακά έδρανα κάθισε η Ανθή και ας μην το πιστεύανε και ας μην το υπολογίζανε. Μόνη, πάντα μόνη, με βοηθό τον «Άγγελο» και τα όνειρά της.

Όσο προχωρούσε και προόδευε, καταδέχθηκαν  να ρίξουν πάνω της ματιά, γιατί η πρόοδος της έδινε πόντους στην οικογένεια, που είχε τόσο λίγους. Τα όνειρα της πολλαπλασιάζονταν, αλλά  σταμάτησαν, γιατί ο πατέρας αποφάσισε, ότι επιτέλους έπρεπε να έλθει σε  γάμου κοινωνία και «φθάνανε» της ανακοίνωσε και «περισσεύσανε» αυτά που είχε μάθει. Δεν έφερε αντίρρηση  η Ανθή, πώς θα μπορούσε άλλωστε, ίσως σκεφτόταν και να γλύτωνε από την τυραννία του και από της μάνας το αδιάφορο βλέμμα.

Α!, πόσο το μετάνιωσε, που δεν αρνήθηκε και δεν επαναστάτησε και αίμα ας  χυνότανε. Από την τυραννία του πατέρα, πέρασε γρήγορα στην ασυναρτησία του συζύγου.  Έφυγε τρέχοντας από την συζυγική εστία. Ο πατέρας αναγνώρισε το σφάλμα του. Για πρώτη στη ζωή του φορά συνέβη αυτό και συμφώνησε με  την απόφαση της να δοθεί τέλος στον σύντομο συζυγικό βίο της. Ένα ψυχικό τίποτα είχε γίνει. Κι εκείνος ο Άγγελος είχε από καιρό εξαφανισθεί. «Λες να με βαρέθηκε;» σκεφτόταν μελαγχολικά –πικρά κάποιες φορές η Ανθή, «φόρτωμα είναι η αλήθεια του έχω γίνει τόσα χρόνια».

Το διαζύγιο βγήκε με συνοπτικές διαδικασίες και ελεύθερο ράκος  προσπαθούσε να ξαναβρεί τις ισορροπίες της. Βρήκε δουλειά και έφυγε για λίγο μακριά τους. Η απομάκρυνση της όμως  τους άναψε μια τόση δα σπίθα ανθρωπιάς. Λέγανε πως τους λείπει και εκείνη τους πίστεψε. Ίσως δεν είχαν κάποιον να ταλαιπωρούν. Έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξαναγυρίσει κοντά του. Τους λυπόταν και λίγο είχανε αρχίσει βλέπεις και να μεγαλώνουν. Ίσως και να γλύκανε η ψυχή τους, σκεπτόταν η Ανθή. Είχε αρχίσει κάπως να ξεχνάει. Γύρισε. Τι σφάλμα ήταν αυτό! Μια δεύτερη κόλαση άρχισε κοντά τους. Τα έβαζε με τον εαυτό της, που φέρθηκε τόσο επιπόλαια και τους πίστεψε.  Ο σύντομος Παράδεισός της έλαβε σύντομα τέλος.

Μια μέρα η μάνα πέθανε ξαφνικά. Με τόσες ταλαιπωρίες που είχε και αυτή περάσει, σχεδόν αναμενόμενο ήταν. Έκλαψε πολύ, όσο δεν είχε κλάψει στη ζωή της. Απορούσε και η ίδια πώς θρήνησε αυτόν τον άνθρωπο, που είχε τόσο ελάχιστα ενδιαφερθεί γι’ αυτήν. Δεν είχε παράπονο, μόνη δεν έμεινε. Κληρονόμησε τον «τεράστιο», με όλη τη σημασία της λέξης, πατέρα. Ανέλαβε εξολοκλήρου την παρηγοριά του, τη φροντίδα του, τη δυστροπία και την κακή συμπεριφορά του, παράλληλα με τη  νοσηλεία του, καθότι μετά την απώλεια της συμβίας του, άρχισε να καταρρέει, μιας  και δεν είχε κάποιον να ταλαιπωρεί και κάποιον να ξεσπάει σε αυτόν την οργή του. Δεύτερος, τρίτος, τέταρτος κύκλος, ούτε και η ίδια ήξερε ποιός κύκλος ταλαιπωρίας  και δυστυχίας της ήταν, που έπρεπε και αυτόν να τον βιώσει, επειδή και μόνο ήταν παιδί του.

 Άρχισε στην αρχή να δυσανασχετεί και μετά να τον μισεί. Νόμιζε πως θα διαλυθεί. Δεν είχε παράπονο, αρκετά την ταλαιπώρησε. Ένοιωθε ράκος.  Αυτό που την έκανε  πάντως να απορεί, ήταν  που εκείνος  βυθιζόταν στη σιωπή κάποιες ώρες και που κατά περίεργο λόγο ξεχνούσε τις απαιτήσεις, τις γκρίνιες και τις διαμαρτυρίες του. Αμίλητος,  βαρύς και αγέλαστος, όπως πάντα, βούρκωνε και άλλοτε πάλι έκλαιγε σιγανά, αυτός, που  δάκρυ του ποτέ δεν είχε κυλίσει όλα αυτά τα χρόνια της ταραγμένης οικογενειακής ζωής τους. Σαν κάτι να τον βασάνιζε και να μην μπορούσε να το ξεστομίσει. Πέθανε και δεν μίλησε, παίρνοντας μαζί του ποιός ξέρει πόσα μυστικά, λάθη του και αποφάσεις του σίγουρα πολύ σοβαρές. Ο θάνατός του δεν  την λύπησε ιδιαίτερα, γιατί δεν είχε παρά ελάχιστα καλά να θυμάται από αυτόν.

Πέρασαν κάποια χρόνια σχεδόν ήρεμα. Είχε αρχίσει κάπως να ξεχνάει και ορισμένες  φορές έπιανε τον εαυτό της να σκέπτεται ότι ίσως ήταν καιρός να δώσει άφεση στους νεκρούς, έτσι για να αλαφρώσει την ψυχή της και τη δική τους, αν υπήρχαν βέβαια. Κάποιες φορές τους ονειρευόταν. Ξέφτισαν είναι η αλήθεια κάπως οι μνήμες, όμως δεν έσβηναν και ταλαντευόταν ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και  το μέλλον  με συγκρατημένη αισιοδοξία, προσπαθώντας  να το διακρίνει μέσα από το τούνελ, που πάντα προχωρούσε.

Κάποιες φορές, με τρόμο όμως τώρα πια, έβλεπε μετά από πολύ μεγάλο διάστημα εκείνο το όνειρο με την γυναικεία μορφή. Μόνο που τώρα της φαινόταν  κάπως γερασμένη. Ένοιωθε παράξενα, αλλά γρήγορα το ξεχνούσε,  γιατί τα προβλήματά  της έκαναν πάντα αέναους κύκλους και την εγκλώβιζαν μέσα τους, τυραννικά. Άρχισε με μεγάλη της  χαρά μέσα στις ταλαιπωρίες της, που παράπονο δεν είχε, πάντα της κρατούσαν συντροφιά, να νοιώθει πάλι την παρουσία του Αγγέλου της. Τόσο χάρηκε που ήθελε να πιάσει κουβέντα μαζί του. «Πάει γέρασα», σκεπτόταν!

Ώσπου, το αναπάντεχο ήλθε. Στα μεσήλικά της, συγκυρίες που ο νους δεν τις βάζει, της αποκάλυψαν το μέγα έγκλημα αυτού του υπανθρώπου, που ατυχώς είχε για  πατέρα της. Μωρό παιδί, ημερών την πήρε, σχεδόν την άρπαξε, από τη φυσική της μάνα, τη δική της μάνα, με την οποία, όπως έμαθε, είχε δεσμό παράλληλα με το γάμο του, για λόγους, που ωχριούν στο μέγεθος του εγκλήματός του. Ένοιωσε το έδαφος να χάνεται από τα πόδια της. Έκλαψε, θρήνησε. Τι όφελος υπήρχε πλέον. Της ζωγράφισαν τη ζωή της όπως ήθελαν, με μαύρο ανεξίτηλο μελάνι. Την έκλεισαν  σε  κουκούλι ασυνείδητα, απάνθρωπα αυτοί. «Ανάθεμα!» η πρώτη λέξη της. «Μη!», σκέφτηκε μόνη της, «δεν μιλούν έτσι για τους νεκρούς». Ποιούς νεκρούς,  ανταπάντησε η ταραγμένη σκέψη της.  Της δείξανε της μητέρας της φωτογραφία. Νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Ήταν η μορφή της γυναίκας, που έβλεπε από μικρή στα όνειρα της.

Άρχισε να ψάχνει μήπως και την βρει. Ήθελε να προλάβει. Θα πρέπει να ήταν μεγάλη πια, αν ζούσε. Κατάφερε και την εντόπισε μέσω τρίτων. Κανόνισε να τη συναντήσει, με προσοχή μεγάλη, γιατί η υπερβολική συγκίνηση μπορεί και να  της στοίχιζε την ζωή και η Ανθή ήθελε οπωσδήποτε να την προλάβει ζωντανή.

Η μεγάλη μέρα ήλθε. Η συνάντηση είχε κανονισθεί. Η μητέρα έμενε σε μια επαρχιακή πόλη. Θα πήγαινε να την συναντήσει. Θα οδηγούσε η ίδια. Η οδήγηση την ηρεμούσε  πάντα. Ήταν όμως αναστατωμένη και υπερβολικά  συγκινημένη. «Δικαιολογημένα», σκεπτόταν. Παράλληλα  όμως δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ένα αδιόρατο φόβο που ένοιωθε  και που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξορκίσει. Έπρεπε απαραιτήτως να είναι ψύχραιμη, να κάνει καλή εντύπωση στη μητέρα.

Την ημέρα της συνάντησης σηκώθηκε χάραμα ακόμα. Ζήτημα, αν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Ξεκίνησε πρωί-πρωί. Είχε αγοράσει και ένα μπουκέτο με ξεχωριστά  λουλούδια, δεν μπορούσε να σκεφθεί  τι άλλο θα έπρεπε να έχει μαζί της. Δεν πείραζε, θα το έβλεπε αργότερα, ας γινόταν η πρώτη συνάντηση. Αγόρασε και καινούργιο φόρεμα, έφτιαξε με επιμέλεια και τα μαλλιά  της, ακριβή κολόνια, αυτήν που την είχε πάντα για πολύ ξεχωριστές περιπτώσεις. Ικανοποιήθηκε, όταν είδε τον εαυτό της στον καθρέπτη. Έπρεπε να την βρει όμορφη η μητέρα, γιατί και εκείνη υπήρξε όμορφη, όπως είχε διαπιστώσει από τις φωτογραφίες, που της είχαν δείξει.

Οδηγώντας, σκεπτόταν συνέχεια τη στιγμή της συνάντησης. Ένοιωθε αλλόκοτα. «Φταίει η συγκίνηση», καθησύχαζε τον εαυτό της. Δεν  μπορούσε να  καταλάβει,  αλλά ένοιωθε έντονη την παρουσία του Αγγέλου της. Σαν να της  κρατούσε λες το χέρι.

Για μια στιγμή ένοιωσε  το σφίξιμο αυτό να χαλαρώνει. Μα! Πώς το έκανε αυτό ο ΑΓΓΕΛΟΣ  της, που τόσα χρόνια δίπλα της, ένοιωθε το  χέρι του μες στο δικό της… Ήταν εκείνο το σταχτί  Peugeot στην Εθνική, που  μπήκε ανάμεσα τους για πρώτη φορά και οριστικά. Και από εκείνη τη στιγμή ένοιωσε  η ΡΟΔΑΝΘΗ, ότι έτρεχε να τον συναντήσει, με τα μάτια της τα μελιά και τις αχτίδες στα πάλαι ποτέ ξανθά μαλλιά της, κορίτσι όμορφο, όπως παλιά, με το μέτωπο το σκεπτικό και τη θωριά γεμάτη σχέδια και απορίες…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη