«Δεν συμφωνείτε;», ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

–Καλημέρα σας. Με λένε Αντώνη και δεν είμαι καλά. Θα  μου πείτε, και με το δίκιο σας, ποιος είναι καλά σήμερα, μ’ όλα αυτά που περνάμε; Αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου καλά γιατρέ, σας βεβαιώνω. Με συγχωρείτε, είμαι λίγο τρακαρισμένος. Πρώτη φορά βλέπετε που διαβαίνω το κατώφλι ενός ψυχολόγου. Όχι, δηλαδή, πως είμαι απ’ τους ανθρώπους που αμφισβητούν τη δουλειά σας -γιατί υπάρχουν και τέτοιοι, να το ξέρετε- αλλά, πώς να το πω, δεν έτυχε ποτέ ως τώρα να χρειαστώ τη βοήθειά σας. Είναι, που λέτε, πολλοί εκεί έξω που το βλέπουν ακόμα σαν ταμπού να σε παρακολουθεί ένας ψυχολόγος. Εγώ, αντίθετα, είμαι από εκείνους που υποστηρίζω πως η ψυχή είναι αυτή που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη να είναι υγιής και πως όταν κάτι δε πάει καλά πρέπει να τρέξεις στον κατάλληλο άνθρωπο για να σε γιατρέψει όπως, ας πούμε, θα έτρεχες σε έναν ορθοπεδικό αν σε πονούσε το πόδι σου, ή σε ένα γαστρεντερολόγο εν πάση περιπτώσει αν σε πονούσε το στομάχι σου… Δεν συμφωνείτε;

Ας αρχίσουμε, όμως, απ’ την αρχή για να μπορέσετε να με καταλάβετε καλύτερα. Που λέτε γιατρέ, η ζωή μου άλλαξε ραγδαία από τη στιγμή που έχασα τη δουλειά μου. Από εκείνη την αποφράδα που λέτε μέρα, έχασα και την εκτίμηση της γυναίκας μου. Αυτά πάνε μαζί ξέρετε, αυτό συμπέρανα δηλαδή εκ των υστέρων.  Προ κρίσης γιατρέ μου όλα καλά. Και με τη  γυναίκα μου καλά, δεν είχα κανένα παράπονο. Νοικοκυρά από τις λίγες, αφοσιωμένη στα παιδιά μας και στο σπίτι μας. Κι όμορφη πολύ, πρέπει να σας το τονίσω αυτό γιατί πιστεύω παίζει σημαντικό ρόλο. Έρωτας κεραυνοβόλος ο δικός μου, μόλις την αντίκρισα για πρώτη φορά. Μπαμ και κάτω, που λένε. Και, προσέξτε παρακαλώ, λέω ο δικός μου, επειδή αυτή ποτέ δεν έδειξε ιδιαίτερα αισθήματα απέναντί μου, ερωτικά εννοώ. Φαινόταν η διαφορά, θέλω να πω, πως εκείνη δεν τρελαινόταν κιόλας για μένα.

Εντάξει κι εγώ το καταλάβαινα πως εμφανισιακά υστερούσα, δεν ήμουνα στα μέτρα της. Όπου περνούσαμε -εδικά όταν πηγαίναμε στο χωριό μου- όλοι γύριζαν και μας κοιτούσαν. Όλοι τη θαύμαζαν τη γυναίκα μου, δεν ήμουνα κάνας χαζός να μην το αντιλαμβάνομαι. Και  έλεγα τότε, από μέσα μου, πως θα αναρωτιούνται όλοι τι μου ζήλεψε και με πήρε. Καταλάβαινα πως της έπεφτα λίγος μα δεν με πείραζε, μου έφτανε που την είχα πλάι μου,  γιατί τη λάτρεψα από την πρώτη στιγμή.  Αφού με διάλεξε, σκεφτόμουνα και ηρεμούσα, θα πει πως μου βρήκε άλλα χαρίσματα. Ψυχικά κυρίως, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Και δεν το λέω για να το παινευτώ γιατρέ μου, αλλά όσοι με γνωρίζουν από κοντά έχουν να το λένε. Είμαι θησαυρός… συναισθηματικός. Φιλότιμος, πονεσιάρης, σκύβω πάνω από τα προβλήματα όλων, αλτρουιστής με λίγα λόγια, έτσι δε  λέγεται; Δεν κάνω λάθος. Αααα κι εργατικός! Αυτό πού το πάτε; Να με εκγαταλείψει η γυναίκα μου στα κρύα του λουτρού μετά από δέκα χρόνια έγγαμου βίου, επειδή είμαι άνεργος! Άνεργος είμαι κυρία μου, όχι τεμπέλης. Έχει διαφορά. Και στο κάτω-κάτω ποιος έχει δουλειά σήμερα; Περισσότεροι είμαστε οι άνεργοι απ’ τους ενεργητικούς… Δεν συμφωνείτε;

Τέλος πάντων. Εργατικός κι ανοιχτοχέρης υπήρξα πάντα. Ήμουνα ένας άνθρωπος έξω καρδιά. Ποτέ δεν υπολόγισα τα υλικά αγαθά.  Βίρα τα λεφτά τους καλούς καιρούς για να κάνω όλα τα κέφια της κυρίας μου.  Ό,τι ζητούσε η ψυχή της το είχε. Η μάνα μου η καψερή, πάντως,  με το που τη γνώρισε μου το είπε… ‘’Τι τη θες παιδί μου αυτή; Η ομορφιά έχει κι απαιτήσεις. Δεν κάνει αυτή για σένα.’’  Καταλαβαίνετε βέβαια τι ήθελε να πει με λίγα λόγια. ‘’Θα σου τα φορέσει…’’ που έλεγε κι ο Ζήκος, ο αγαπημένος μου ηθοποιός. Εγώ, όμως, γιατρέ μου ερωτευμένος φουλ τότε μαζί της -και τότε και μετά και τώρα ακόμα δηλαδή- για να λέμε την πάσα αλήθεια, δεν άκουγα κανέναν. Δεν μου έδωσε βέβαια και ποτέ δικαίωμα η γυναίκα μου, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Πιστή και αφοσιωμένη στην οικογένειά μας ήταν και με το παραπάνω. Τώρα τι έκανε πίσω απ’ την πλάτη μου δεν το γνωρίζω βέβαια, αλλά ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να το ψάξω. Δεν ήμουνα ζηλιάρης, όπως μερικοί που παρακολουθούνε τους συντρόφους τους και καταλήγουν να τρελαίνονται στο τέλος από τη ζήλεια. Εγώ είχα πάντα αυτοπεποίθηση και βεβαίωνα, όπως σας είπα και πριν, κατά καιρούς τον εαυτό μου πως αν δε με αγαπούσε η γυναίκα μου δεν θα ήταν μαζί μου.

Όλα κυλούσαν ήρεμα στην καθημερινότητά μας γιατρέ μου πριν την κρίση. Τι άλλο να σας πω για να σας το βεβαιώσω; Από τη μέρα που έχασα τη δουλειά μου, όμως, έγινε άλλος άνθρωπος. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω… Και τι δεν της έλεγα για να την καλμάρω κάθε μέρα που γύριζα σπίτι άπραγος και αδέκαρος. Να κάνει λίγο υπομονή και να μην απελπίζεται της ζητούσα και τη βεβαίωνα πως όλα θα φτιάξουν και θα γίνουν όπως πρώτα, όταν με το καλό βρω μια δουλίτσα. Τέλος πάντων, να μην πολυλογώ και τρώω και τον πολύτιμο χρόνο σας, αφού είδα και απόειδα και δουλειά δεν έβρισκα με τίποτα, της πρότεινα τότε να πάμε πίσω στο χωριό μου να δουλέψω στα χωράφια του πατέρα μου. Οι γονείς μου ζουν ακόμα και θα μας βοηθούσαν κι εκείνοι, ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό.

‘’Όχι… ψάξε να βρεις δουλειά αλλιώς θα μας χάσεις…’’ μου πετούσε κατάμουτρα κάθε φορά που της ανέφερα αυτή την εκδοχή.  Πολύ σκληρή γυναίκα. Κι έτσι έγινε. Πήγα μια μέρα σπίτι μας και το βρήκα άδειο. Άδειο, όμως, στην κυριολεξία. Είχε γίνει καπνός. Κι αυτή και τα παιδιά μου γιατρέ, καταλαβαίνετε τι συμφορά με βρήκε; Ούτε τηλέφωνα σηκώνει,  ούτε τίποτα. Έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Η μάνα της κι ο αδερφός της δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα. Έπεσαν από τα σύννεφα οι άνθρωποι όταν τους είπα τα καθέκαστα. Αναστατώθηκαν κι εκείνοι. Έχω απελπιστεί, δεν ξέρω τι να υποθέσω.

Και το χειρότερο ξέρετε ποιο είναι γιατρέ μου; Πώς να ομολογήσω στους δικούς μου τη συμφορά που με βρήκε; Οι γονείς μου μας περιμένουν όλους αύριο μεθαύριο να πάμε κοντά τους, τους το υποσχέθηκα πως θα το κάνουμε. Τις τελευταίες μέρες βλέπετε η αθεόφοβη έπαιζε μαζί μου. Εγώ της μίλαγα για το χωριό και για τη ζωή μας εκεί κι αυτή δεν έφερνε καμιά αντίρρηση. Έδειχνε με τη συμπεριφορά της πως τελικά την αποδέχεται την πρότασή μου, αφού σιωπούσε και δεν ήταν κατηγορηματική και αρνητική όπως πριν. Αυτή όμως, όπως αποδεικνύεται, οργάνωνε κρυφά τα δικά της σχέδια να με εγκαταλείψει. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως μου έπαιξε τέτοιο παιχνίδι. Στο σπίτι μου δεν μπορώ να περάσω ούτε μια ώρα τώρα πια μονάχος μου. Τρελαίνομαι, με καταλαβαίνετε; Πολύ θέλει ο άνθρωπος για να του λαλήσει; Εσείς θα το γνωρίζετε καλά αυτό βέβαια, πως αν μια βίδα του μυαλού στρίψει για τα καλά, όλα μετά πάνε στράφι. Έτσι δεν είναι; Δεν συμφωνείτε;

Τι να κάνω; Τι να κάνω; Δώστε μου μια συμβουλή, σήμερα όμως, αν είναι δυνατόν. Γιατί κοιτάξτε, ένα πενηντάρι έχω στην τσέπη μου, τελευταίο. Κι επέλεξα να το δώσω σ’ εσάς, μπας και καταφέρετε να μ’ αποτρέψετε από το κακό που έχω στο νου μου. Κοιτάξτε σας παρακαλώ, είναι τα τελευταία μου χρήματα. Δεν πήγα να φάω  κάτι κι ας είμαι νηστικός τρεις μέρες, όχι μόνο λόγω χρημάτων αλλά και  συναισθηματικής φόρτισης, καταλαβαίνετε τι εννοώ…. Ποιος έχει όρεξη για φαγητό όταν είναι ψυχικά ράκος; Δεν συμφωνείτε;

Αχ και να ξέρατε τι καλά τα είχα οργανώσει όλα μες στο μυαλό μου για την επιστροφή μας. Τι όνειρα έκανα για μας τους τέσσερις… Τα όνειρα θα ξέρετε γιατρέ μου πως σου δίνουν δύναμη κι ελπίδα. Είναι τα εφόδια στη ζωή. Όποιος σταματάει να ονειρεύεται σταματάει και να ελπίζει για μένα. Τώρα που έφυγε εκείνη και τα παιδιά μου, πέταξαν μακριά μου και τα όνειρα. Μου τα έκλεψε γιατρέ, με καταλαβαίνετε; Μου γκρέμισε όλα όσα εγώ πάσχιζα ολόκληρες νύχτες να χτίσω για μας. Και, πιστέψτε με, είχα καταφέρει τόσα πολλά στα όνειρά μου. Βασίλισσα θα την είχα και στο χωριό. Στα ώπα-ώπα! Νύχτα μέρα θα δούλευα στα χωράφια για να περνάει αυτή καλά και τα παιδιά μου…

Μα τι πάθατε; Κλαίτε; Τόσο πολύ λοιπόν σας συγκίνησα; Συγχωρέστε με σας παρακαλώ. Σας ζητάω ταπεινά συγνώμη που σας στενοχώρησα τόσο με τα βάσανά μου. Μα τι περνάτε κι εσείς κάθε μέρα με τόσα προβλήματα που καλείστε να ακούσετε; Πώς είναι δυνατόν να μη λυγίσει μια ψυχή μπροστά σε τόσα βάσανα; Στο τέλος, μου φαίνεται πως θα πρέπει να σας παρακολουθεί κι εσάς κάποιος γιατρός, για να μπορείτε να αδειάζετε κι εσείς το μέσα μας. Γιατί, πιστέψτε με γιατρέ, αυτό είναι το καλύτερο φάρμακο για μένα. Να μπορεί ο άνθρωπος να ακουμπάει και να εμπιστεύεται τα βάσανά του σε κάποια άλλη ψυχή, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αμέσως ξαλαφρώνει, όπως εγώ τώρα καλή ώρα. Νομίζω πως λιγόστεψαν και συρρικνώθηκαν οι συμφορές μου μ’ αυτή την εξομολόγηση. Μπροστά στα δακρυσμένα μάτια σας μίκρυναν όλα. Αλήθεια σας λέω. Μου δώσατε τόση δύναμη μ’ αυτή σας τη συμπόνια. Σα να τραβήξανε τα μάτια σας ξαφνικά έναν κινητήριο μοχλό μέσα μου και άντλησα δύναμη και κουράγιο. Αχ, μη μου το κάνετε αυτό, με συγκινείτε πολύ κι εμένα τώρα. Στην κατάσταση που είμαι δε θέλω και πολύ να βάλω τα κλάματα ξέρετε… Ορίστε, ορίστε τα τελευταία μου χρήματα. Πάρτε τα σας παρακαλώ και ηρεμείστε. Δε θέλω τίποτα άλλο από σας. Δε θέλω να σπάσετε το κεφάλι σας και να προβληματηστείτε άλλο με τα δικά μου. Δε μου χρειάζεται πια η συμβουλή σας, αλήθεια σας λέω. Μου δώσατε, ήδη, αυτό που είχα ανάγκη. Ξαλάφρωσα πραγματικά. Σας υπόσχομαι πως θα βγάλω απ’ το μυαλό μου οτιδήποτε κακό, σας το υπόσχομαι. Αρκεί να μου χαρίσετε ένα χαμόγελο για να μπορέσω να συνεχίσω. Έτσι μπράβο… Σας ευχαριστώ από καρδιάς για την καλοσύνη σας. Και να μην τα παίρνετε όλα τόσο σοβαρά γιατρέ μου, ακόμα και τα βάσανα των άλλων βαραίνουν πολύ το μέσα μας, να το ξέρετε. Να πηγαίνετε κάπου κι εσείς να ξαλαφρώνετε απ’ αυτά. Ακούστε τη συμβουλή μου, σας παρακαλώ, θα σας κάνει καλό πιστέψτε με… Όπως εμένα καλή ώρα, δεν συμφωνείτε;

Ίσως σας αρέσει και

1 Σχόλιο

  • Μαριάννα Γληνού
    12 Φεβρουαρίου 2018 at 22:02

    Νίκη, συμφωνούμε, δεν συμφωνούμε; Θα ψάξω άμεσα να βρω το πενηντάρικο, πες μου εσύ το όνομα του γιατρού… Μου άρεσε πολύ!

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη