«Δεν σου δίνω το σώμα μου, το χαρίζω στον αέρα [1]», γράφει η Μαρία Πανούτσου

Οι τέσσερις  εποχές [2]  του χρόνου είναι μια εναλλαγή   αγαπημένη και απαραίτητη. Η  καλύτερη εποχή για μένα είναι η Άνοιξη  και η αμέσως επομένη αγαπημένη, το Φθινόπωρο. Με καταπιέζει  αφάνταστα, η  γενική ευθυμία του καλοκαιριού και η εμμονή του ήλιου.

Απολαμβάνω περισσότερο τις πολλαπλές εναλλαγές του φωτός, στη διάρκεια του Φθινοπώρου. Το παιχνίδι  του ουρανού με τα σύννεφα  και την επέμβαση της βροχής, που  πια συντονίζει το παιχνίδι. Και  βέβαια τα άπειρα χρώματα που εμφανίζονται γύρω μας,  στην ατμόσφαιρα. Αυτές οι δύο εποχές του χρόνου,  γεμάτες αστάθεια, μου θυμίζουν πιο πολύ το παροδικό  της ζωής  και της  φύσης και μου αρέσει η διαλλακτικότητα  και η δραματικότητά τους.

Το Καλοκαίρι και ο Χειμώνας  με τη σταθερότητα  και τη σκληρότητα που  έχουν,  είναι εποχές  δημιουργίας, παραγωγικότητας και κοινωνικότητας  αν και ίσως βαθιά μέσα μου, πολύ βαθιά, που μόνο στα όνειρα το παραδέχομαι, πιστεύω στο ανέφικτο  των παραπάνω  εκδηλώσεων. Αναρωτιέμαι  τι είναι η δημιουργικότητα, η παραγωγικότητα, η κοινωνικότητα. Όλα φθείρονται αν  δεν τα ανανεώσεις, αν  δεν δεις  την χρησιμότητά τους. Μήπως  πια δεν έχουν λόγω ύπαρξης. Ιδιότητες  που πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε από  δεκαετία σε δεκαετία και ατομικά και συλλογικά.

Μέσα από την Άνοιξη και το Φθινόπωρο νομίζω ότι μια παρένθεση ανοίγεται προς  έναν παράδεισο που  μπορεί κανείς να βιώσει, μέσα από την αγάπη και την απλότητα. Το καλοκαίρι, λοιπόν, με εντυπωσιάζει με τις σκληρές σκιές που προκαλεί ο ήλιος,  κάποιες ώρες την ημέρα. Αυτό έχει ενδιαφέρον. Μια αίσθηση που ενώνεται με το εσώτερο εγώ μας, με διεργασίες λίγο  άγνωστες σε μας.

Για είκοσι και πλέον χρόνια  κάθε καλοκαίρι ‘βαδηπορούσα‘  πάνω και γύρω από  τις μικρές Κυκλάδες του Αιγαίου, διασχίζοντας την θάλασσα από νησάκι σε νησάκι. Τα νησάκια αυτά μικρά   περπατιούνται εύκολα. Το λιοπύρι, το ξερό τοπίο,  ο αέρας  του Αιγαίου,  σαν αντίδραση  στην όχι και τόσο μεγάλη αγάπη για την εποχή του καλοκαιριού, με έσπρωχναν πέρα από τα όρια μου  και αυτό  με κέρδισε τελικά. Η λιτότητα και η αυστηρότητα  του τόπου.

[Μαρία Πανούτσου, Ανάφη 1989.]

Ξεκινούσα  το πρωί και  επέστρεφα το σούρουπο, όταν ο  ήλιος έχει δύσει καμιά φορά  δεν επέστεφα,  παρά την άλλη μέρα και όλη τη νύχτα την περνούσα ξυπνητή δίπλα στο κύμα. Η   ξηρασία  των νησιών αυτών,  η αυτοκρατορία του ήλιου την δεδομένη εποχή, με δυνάμωναν για  το υπόλοιπο  της χρονιάς. Ό,τι είχα  φορτώσει το σώμα μου και την ψυχή μου με τη ζωή στην πόλη όλο τον χειμώνα,  τα ξεφόρτωνα από πάνω μου τις μέρες της ασκητικής ζωής.

Έμενα  με τη σκηνή  δίπλα στην θάλασσα,  για πάνω από ένα μήνα,  τρώγοντα πεταλίδες,  που μάζευα από τα βράχια και παξιμάδια με λίγο νερό, από τις πηγές που έβρισκα  στην πεζοπορία. Δεν ήμουν μόνη  σε αυτές τις διακοπές. Πάντα  με τον  σύντροφο μου  και   πολλούς φίλους που  γνώριζα  εκεί  στις απόμακρες αμμουδιές που  κατασκήνωνα.  Βέβαια, τον περισσότερο καιρό τον περνούσα μόνη,  μόνο έτσι  βίωνα  τον τόπο και το χρόνο. Όταν  έφευγε  ο ήλιος,  λες και ξύπναγε από μέσα μου μια ενέργεια  που είχε  τα χαρακτηριστικά της  αιωνιότητας.

Όση αντίδραση και αν έχω για το Καλοκαίρι,  άλλες  τόσες  έχω έντονες  μαγικές μνήμες  να θυμηθώ, όπως  το ηλιοκαμένο σώμα και μετά την αντίδρασή του στο άγγιγμα ενός   δροσερού  χεριού. Τις διαφορές της θάλασσας  στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, την αλμύρα, την άμμο,  το ψάρεμα, τις φωτιές στην παραλία, τις κακαβιές τις νύχτες, το κοινοβιακό  δείπνο γύρω από την φωτιά,  τις πεταλίδες  και τους αχινούς. Το τραγούδι των θαλασσοπουλιών και το τραγούδι του  γρύλου τις νύχτες. Αλήθεια μπορεί  κανείς να μην  του αρέσει κάτι και συγχρόνως  να το βιώνει ως κάτι υπέροχο; Kαι βέβαια μπορεί. Το  γυμνό σώμα  τις ημέρες εκείνες ,  αποκτούσε  τόση ελευθερία μακριά από τα ρούχα και το ντύσιμο γενικότερα. Ξεχνάς όλες τις αναστολές και αποκτάς πάλι μέρος της χαμένης  αθωότητας. Δεν είναι πια το φετίχ της σεξουαλικότητας, αλλά το εργαλείο  της  ύπαρξης το σώμα.

Θυμάμαι μια νύχτα αργά, όταν η φωτιά είχε σβήσει  και όλοι κοιμόντουσαν έξω από τις σκηνές και άλλοι μέσα, περπάτησα και απομακρύνθηκα  αρκετά  και ξάπλωσα  στην άμμο κοιτώντας τα άστρα. Και ξαφνικά ενώ έβλεπα  προς την μεριά της θάλασσας, είδα την στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει πάνω από το επίπεδο  της γης που βρισκόμουν, σαν ένα κουνιστό κύμα. Και γέμισε ο ορίζοντας με ένα βαθύ σκούρο υγρό. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά  δυνατά στην αρχή  αλλά αφέθηκα  στο αίσθημα της ανησυχίας μέχρι να κοπάσει. Έκλεισα τα μάτια  με εμπιστοσύνη  στη ζεστή  άμμο και αποκοιμήθηκα. Μετά από αυτό  δεν είχα κανένα φόβο, ένοιωθα άτρωτη. Οι εξορμήσεις αυτές στη θάλασσα του Αιγαίου οφείλουν πολλά  στον σύντροφο μου  εκείνων των χρόνων 1980-1990 τον  Ζακυνθινό  Διονύση Πάλμα, ζωγράφο, γλύπτη και αγιογράφο. Του οφείλω εν μέρη την εκπαίδευσή μου στη φυσική ζωή. Το υπόλοιπο το οφείλω  στην εκπαίδευσή μου στην Πολωνία.


[1] Ο τίτλος του κειμένου «Δεν  σου δίνω το σώμα μου, το χαρίζω στον αέρα» προέρχεται από την Ποιητική Συλλογή «Έρημη Πόλη», της Μαρίας Πανούτσου.

[2] Ξαναβλέποντας κάποιες σημειώσεις σε ημερολόγια της δεκαετίας του ’80.


[Copyright ©  Μαρία  Σκουλαρίκου-Πανούτσου]  

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη