“Δεν είμαι μόνη”, ένα διήγημα της Νίκης Μπλούτη-Καράτζαλη

[Αφιερωμένο με αγάπη στην όμορφη πόλη μου.]

  Εφτά με εννιά το απόγευμα ήταν οι ώρες μας το καλοκαίρι. Δυο ώρες τις μοιραζόμασταν εδώ, σ’ αυτό το παγκάκι. Αγναντεύαμε το όμορφο κεφάλι της Έρκυνας, απέναντι, χαζεύαμε τους περαστικούς και σχολιάζαμε διάφορα. Πρώτα σταματούσαμε στο περίπτερο κι εκείνος μου αγόραζε ένα παγωτό σε κύπελλο. Για τον εαυτό του, έπαιρνε πασατέμπο, που τον μοιραζόταν κι αυτόν μαζί μου όταν τέλειωνα το παγωτό. Απόλαυση μεγάλη το παγωτό. Απόλαυση κι η συντροφιά του. Ομιλητικός, τρυφερός, γελαστός, χειμαρρώδης… μ’ ένα γάργαρο γέλιο σαν τα νερά του ποταμού, που κυλούσε μπροστά μας και μας κρατούσε συντροφιά. Ήταν ο άνθρωπός μου. Πάντα τον θαύμαζα κρυφά, από μέσα μου, χωρίς να του το λέω. Γιατί δεν του το είπα ποτέ; Γιατί δεν μοιραζόμαστε τα πιο σημαντικά πράγματα με τους ανθρώπους μας, τις πιο κρυφές μας σκέψεις;

  Τον χειμώνα κατεβαίναμε πάντα τα πρωινά, επειδή νυχτώνει νωρίς και κάνει κρύο. Η υγρασία, κυρίως, μας τρυπούσε τα κόκκαλα. Εμείς, όμως, δεν το βάζαμε κάτω. Έντεκα με μια, πιάναμε τη θέση μας στο δικό μας παγκάκι. Κουκουλωνόμασταν καλά με τα κασκόλ και τα παλτό κι ύστερα απολαμβάναμε τους λουκουμάδες μας, που αγοράζαμε στο μικρό μαγαζάκι της γέφυρας.

  Η πιο όμορφη απ’ όλες τις εποχές ήταν για μας η άνοιξη! Όπως σήμερα. Μεγάλη Παρασκευή κι ο τόπος μοσχοβολάει απ’ τις βιολέτες και τις πασχαλιές! Οι καμπάνες χτυπάνε λυπητερά όλη μέρα και καλούν τους ανθρώπους ν’ ανάψουν ένα κεράκι στον σταυρωμένο μας Χριστό. Η καρδιά μου χτυπάει κι αυτή στον ίδιο μονότονο λυπητερό σκοπό.

  Μιλάω στον άνθρωπό μου συνέχεια, μέρα νύχτα. Μοιράζομαι πια τα πάντα μαζί του. Λέω τις σκέψεις μου φωναχτά, μες στο σπίτι, γιατί νιώθω πως μ’ ακούει. Είμαι σίγουρη πως μ’ ακούει. Όπως τώρα. Έχω στήσει έναν μονόλογο, από μέσα μου και του περιγράφω ότι βλέπω γύρω μου. Τα πλατάνια γυαλίζουν απ’ τις δροσοσταλίδες που ‘ναι κρεμασμένες πάνω τους σαν δάκρυα… Η Έρκυνα λούζεται αμέριμνη και ξέγνοιαστη στα νερά του ποταμού… Δυο τρία πιτσιρίκια έχουν βουτήξει και πλατσουρίζουν χαρούμενα στην όχθη του…  Κάποιες ξεφτισμένες αχτίδες του ήλιου που ξέφυγαν απ’ το κυνηγητό τους με τα σύννεφα, περνάνε μέσα απ’ τα φύλλα των δέντρων και φωτίζουν τα μελαχρινά πρόσωπα των παιδιών… Οι μανάδες τους έχουν βουτήξει τα φουστάνια τους στο ποτάμι να τα πλύνουν. Μια απ’ αυτές μαλώνει τα παιδιά να βγούνε απ’ το ποτάμι και τα φοβερίζει πως θα τα φάνε οι νεροφίδες…

   Μια ακόμη ώρα κατρακυλάει απ’ το πέτρινο ρολόι της πόλης και φτερουγίζει μακριά σαν σπουργίτι. Τα μάτια μου θολώνουν απ’ την ομορφιά του τοπίου. Η ομορφιά δεν αντέχεται αν δε τη μοιράζεσαι. Είναι σαν τη μοναξιά. Κι αυτή δεν αντέχεται. Δε θέλω να φύγω. Εδώ να μείνω για πάντα, να τον αισθάνομαι δίπλα μου. Αυτός ο τόπος, μας ένωνε παράξενα. Μονάχα εδώ, νιώθαμε, πως ήμαστε οι δυο μας. Στο σπίτι χανόμασταν. Ένας εδώ, άλλος εκεί… Εγώ να ‘χω στο νου μου το μαγείρεμα, το σιγύρισμα, το πότισμα των φυτών, το καντηλάκι… Όλο και κάτι θα ‘βρισκα να ασχοληθώ, να ξεφύγει το μυαλό μου.  Κι εκείνος να χαζεύει στη τηλεόραση και να με φωνάζει να πάω κοντά του… ‘’Έλα ρε πουλάκι μου να ξεκουραστείς μια στάλα. Τι μ’ αφήνεις μόνο μου; Έλα να πούμε μια κουβέντα. Καμιά μέρα θα φύγω και θα με ζητάς…’’ μου είπε, λίγο καιρό πριν φύγει. Λες και το ‘ξερε! Έφυγε και τον ζητάω, όπως το προφήτεψε. Μα δεν τον βρίσκω πουθενά. Μονάχα εδώ έρχεται και μ’ ανταμώνει. Κάθεται δίπλα μου, αμίλητος και χαμογελαστός και μ’ αφήνει εμένα τώρα να μιλάω. Καμιά φορά σταματάω για ν’ ακούσω τη μουρμούρα του ποταμού. Δυο πουλιά έρχονται και στέκονται στην πλάτη  στο παγκάκι. Βγάζω απ’ την τσέπη μου το κουλούρι που μου ‘μεινε απ’ το πρωί και το τρίβω σε ψίχουλα μπροστά στα πόδια μου. Σ’ ένα λεπτό τα εξαφάνισαν. Συνεχίζουν να με τριγυρίζουν και να περιμένουν.

   Ήξερε όμορφες ιστορίες, ή μάλλον σκαρφιζόταν ωραίες ιστορίες. Ήταν μεγάλος παραμυθάς. Είχε φαντασία, κάτι που εμένα μου έλειπε. Εγώ ήμουνα πάντα η λογική στη σχέση μας, η ορθολογίστρια. Σε σχέση με άλλες γυναίκες που είναι συνήθως πιο συναισθηματικές από τους άντρες. Αυτός ξεχώριζε σε όλα. Συναισθηματικός στο έπακρο. Μια μέρα μου τραγουδούσε ψιθυριστά ένα τραγούδι που άκουσε στο ραδιόφωνο και του άρεσε πολύ. Μας ταιριάζει, μου είπε την πρώτη φορά και μου το αφιέρωσε. ‘’Συ μου ‘μαθες πως αγαπούν πως παίζουν πως γελούνε… Μάθε με τώρα δυο καρδιές πώς ζουν σαν χωριστούνε…’’ Το έλεγε και τα μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα, όπως τώρα τα δικά μου.

   Ο Θεός δε μας χάρισε παιδιά. Αυτός ήταν κι ο λόγος που δεθήκαμε τόσο πολύ οι δυο μας. Ο ένας για τον άλλον μια ολόκληρη ζωή. Καθόμασταν εδώ, στο παγκάκι μας, χειμώνα καλοκαίρι και χαζεύαμε τα παιδιά των άλλων. Αυτός τα φώναζε, κιόλας, πάντα κοντά μας. Όλο και κάτι έβρισκε να τους πει, ή να τους δώσει. Η τσέπη του δεν άδειαζε ποτέ από ψiλά ή καραμέλες, για να τις μοιράζει στα πιτσιρίκια. Με τους μικρούς Ρομά που παίζουν τώρα στο ποτάμι, είχε δεθεί πολύ. Κάθε μέρα μας περίμεναν πως και πως για να πάρουν το χαρτζιλίκι τους και τις καραμέλες τους. Τώρα, γεμίζω κι εγώ τις τσέπες μου με καραμέλες, μα ντρέπομαι να φωνάξω τα παιδιά κοντά μου.

 Τα νερά του ποταμού συνεχίζουν να κυλάνε ορμητικά. Η όμορφη νύμφη Έρκυνα συνεχίζει να λιάζεται και να αγναντεύει τους περαστικούς που την προσπερνάνε. Οι μικροί Ρομά πλατσουρίζουν ακόμα, γελώντας δυνατά κι απολαμβάνουν το μπάνιο τους. Όλα εδώ, στη θέση τους. Όπως τότε, όπως πάντα. Μονάχα αυτός λείπει. Ή μάλλον είναι αόρατος. Για τους άλλους είναι αόρατος. Για μένα είναι δω. Πλάι μου. Αρχίζω ξανά να του μιλάω κι αυτή τη φορά φωναχτά. Έχω ανάγκη ν’ ακούσω τη φωνή μου. Μου λείπει η φωνή μου. Κι η δικιά του.

–Σε ποιον μιλάς; Αφού δεν είναι κανένας κοντά σου… με ξαφνιάζει η φωνή του παιδιού που στέκεται πίσω απ’ το παγκάκι.

  Γυρίζω με κόπο το κεφάλι μου, να καταλάβω ποιος μου μιλάει. Είναι ο μικρός Ρομά, ο φίλος του, που ερχόταν κάθε μέρα να του δώσει τις καραμέλες και τα ψιλά. Είναι γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Οι δροσοσταλίδες λάμπουν στο μελαχρινό κορμί του. Τα μαλλιά του στάζουν και μοιάζουν με στεφάνι γύρω από το όμορφο πρόσωπό του. Χώνω τα χέρια μου στις τσέπες να βγάλω τις καραμέλες και να του τις δώσω.

–Πού είναι ο κύριος που καθόταν μαζί σου; Επιμένει ο μικρός αφού δεν πήρε απάντηση στην πρώτη ερώτηση.

  Χαμογελώ ξανά. Απλώνω το χέρι μου και του δίνω μια χούφτα καραμέλες.

–Εδώ δίπλα μου… Δεν τον βλέπεις; Ορίστε κι οι καραμέλες του… του κάνω τρυφερά και το παιδί μπερδεύεται.

  Με κοιτάει απορημένο. Σίγουρα θα σκέφτεται πως δεν είμαι και τόσο στα καλά μου.

–Και τα ψιλά του; Με ρωτάει ξανά, καθώς βλέπει στη χούφτα του μονάχα τις καραμέλες.

  Βάζω το χέρι μου ξανά στην άλλη τσέπη να βγάλω και τα ψιλά.

–Ορίστε και τα ψιλά, του λέω χαμογελώντας.

–Ευχαριστώ κυρία… φωνάζει το παιδί αρπάζοντας τα ψιλά και τρέχει να συναντήσει τους φίλους του.

  Τον παρακολουθώ από μακριά. Με δείχνει με το χέρι του και κάτι τους λέει. Μάλλον, πως μου σάλεψε και πως μιλάω μόνη μου. Αλλά κανείς δεν ξέρει πως είσαι πλάι μου. Χαμογελώ ασυναίσθητα κι αρχίζω το τραγούδι δυνατά.

‘’Συ μου ‘μαθες πως αγαπούν, πως παίζουν πως γελούνε… Μάθε με τώρα δυο καρδιές πως ζουν σαν χωριστούνε… ‘’

  Το ποτάμι συμμερίζεται τον πόνο μου και με συνοδεύει στο τραγούδι. Δεν νιώθω πια μόνη. Δεν είμαι μόνη.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη