“Γυναίκα”, ένα διήγημα της Λένας Δεμερτζή

Στάθηκε μπροστά από το παράθυρό της. Είχε νυχτώσει πια. Στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μόνο τα τρελά φώτα ενός νυχτερινού κέντρου αναβόσβηναν μανιασμένα. Ο δρόμος φωτιζόταν, μαζί και η όψη της από το ασημένιο ολόγιομο φεγγάρι. Πανσέληνος σήμερα και το φεγγάρι πιο φωτεινό από ποτέ. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει πιο λαμπερό φεγγάρι και έμελλε να το δει σήμερα. Ήταν τυχερή. Της άρεσε το φεγγάρι. Καθόταν με τις ώρες και το κοιτούσε. Ήταν το φως της νύχτας. Της άρεσε το φως. Δεν μπορούσε να βρίσκεται στο σκοτάδι. Φοβόταν. Ήθελε να τα βλέπει όλα και τώρα δεν αντέχει να βλέπει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό. Θα τελείωνε όμως αυτό το μαρτύριο. Μέχρι το πρωί θα τελείωνε. Και θα τελείωνε με τον τρόπο που ήθελε αυτή.

Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε τον καθρέφτη που βρισκόταν ακριβώς απέναντί της. Πόσο πιο όμορφη φαινόταν έτσι στο σκοτάδι, να την φωτίζει μόνο το φεγγάρι! Μπορεί να είχαν περάσει κάποιες δεκαετίες από πάνω της αλλά στο σκοτάδι δεν φαίνονταν. Μήπως την άρεσε τελικά το σκοτάδι; Όχι, όχι. Ήταν το φως του φεγγαριού που την έκανε να μοιάζει όμορφη. Τα μαλλιά της δεν ήταν άσπρα. Το φεγγάρι τα έκανε να μοιάζουν ασημένια. Ένας ασημένιος χείμαρρος να πέφτει πάνω στους ώμους της και να κατεβαίνει ως την πλάτη της. Και αυτό το άσπρο νυχτικό… Θαρρείς και ήταν φορεσιά κάποιας νεράιδας που ζει σε κάποιο δάσος δίπλα σ’ ένα ποτάμι. Σαν αυτές που υπήρχαν στις ιστορίες που της έλεγε η γιαγιά της όταν ήταν μικρή, δίπλα στο τζάκι. Ήταν όμορφη. Τούτη τη νύχτα ήταν όμορφη.

Με το φως της μέρας θα γέμιζε το σπίτι της κόσμο. Και αυτά που έβλεπε θα είχαν χαθεί για πάντα. Δεν θα την έβλεπε κανείς όπως βλέπει τον εαυτό της αυτή τη νύχτα. Όλοι θα αντίκριζαν μια γερασμένη γυναίκα. Τα μαλλιά της να είναι άσπρα από το χρόνο και το πρόσωπό της γεμάτο βαθιές ρυτίδες. Κανείς δεν θα γνώριζε την ιστορία της κάθε ρυτίδας. Το συμβολισμό της κάθε ρυτίδας. Γιατί κάθε μία από αυτές συμβολίζει και κάτι.

Οι ρυτίδες γύρω από το στόμα της συμβολίζουν τα γέλια της όταν ήταν νέα. Τότε που τίποτα δεν την ένοιαζε και κάθε τι το αντιμετώπιζε με αισιοδοξία, με γέλιο, με χαμόγελο. Δεν χρειαζόταν τίποτα παρά μόνο ένα μικρό αστείο, μια καλή παρέα, και το πρόσωπό της γινόταν αμέσως φωτεινό, λαμπερό. Εκείνα τα χρόνια τα θυμάται με νοσταλγία. Είχαν άρωμα, είχαν γεύση. Είχαν ανάσα και καρδιοχτύπι. Ήταν χρόνια ζωντανά.

Οι ρυτίδες στο μέτωπο πιο βαθιές από όλες. Συμβολίζουν την αγωνία της από τη πρώτη στιγμή που έγινε μάνα. Είναι πιο βαθιές απ’ όλες γιατί από εκείνη τη πρώτη στιγμή μέχρι σήμερα, δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να αγωνιά. Είναι στο πιο ψηλό σημείο του κορμιού της γιατί εκεί έχει τα παιδιά της μέχρι και σήμερα. Πιο ψηλά και πάνω απ’ όλους. Και ύστερα, ένα-ένα τα παιδιά της έφυγαν. Άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά. Όρισαν τις δικές τους ζωές όπως αυτά ήθελαν. Με ανθρώπους που επέλεξαν να μοιραστούν χαρές και λύπες για το υπόλοιπο της δικής τους ζωής. Και αυτές οι ρυτίδες συνέχιζαν να βαθαίνουν. Γιατί τώρα αγωνιούσε διπλά. Ήταν μάνα. Και δεν ήταν καλή μάνα. Ήταν πάντα δίπλα στα παιδιά της, τα φρόντιζε με τον καλύτερο τρόπο. Τους συμπαραστεκόταν και δεν τα αμέλησε ποτέ. Αλλά καλή μάνα δεν ήταν. Πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω που μπορούσε να κάνει αλλά δεν ήξερε τι. Όχι, δεν μπορούσε να στεφθεί ως καλή μάνα. Ο χρόνος έδειξε ότι δεν είχε κάνει κάτι λάθος. Τα παιδιά της βγήκαν σωστοί άνθρωποι στον κόσμο. Όμως σίγουρα θα υπήρχε κάτι που δεν είχε κάνει.

Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια της ήταν από το κλάμα όταν της έφεραν τον άντρα της μέσα σ’ ένα κρύο, παγωμένο, σκληρό φέρετρο. Ήταν από το κλάμα όταν κλήθηκε η ίδια να πολεμήσει σκληρά για να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της. Ήταν από το κλάμα όταν ξάπλωνε μόνη της στο άδειο νυφικό της κρεβάτι χωρίς να έχει έναν άνθρωπο να μοιραστεί τους φόβους της, τις ανησυχίες της. Χωρίς να νιώσει ποτέ ξανά την συντροφικότητα, την αγάπη, τον έρωτα. Ήταν νέα. Μόλις είκοσι εφτά χρονών. Και έμεινε μόνη της. Μόνη της με τα παιδιά της. Έπρεπε να οπλιστεί με θάρρος και κουράγιο. Είχε μακρύ δρόμο μπροστά της. Και ο δρόμος αυτός ήταν ανηφορικός, κακοτράχαλος, γεμάτος εμπόδια. Δρόμο που θα τον ανέβαινε μόνη της με κόπους και θυσίες αν ήθελε να βγουν τα παιδιά της, ώριμοι πια άνθρωποι, στο ξέφωτο. Τα έπιασε από το χέρι. Σφιχτά. Μην τα χάσει στη διαδρομή και ξεκίνησε. Ανέβαινε και τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά της μεγάλωναν και εκείνη τα κατάφερνε. Και έφτασε κάποια στιγμή που ένα φως είδε να ξεπροβάλλει στο βάθος. Δεν ενθουσιάστηκε. Συνέχισε στην ανηφοριά με αργά και σταθερά βήματα. Ένα στραβοπάτημα και οι θυσίες της μπορεί και να χάνονταν.

Ανέβηκε στο βουνό. Βγήκε στο ξέφωτο. Και τότε άφησε τα χέρια των παιδιών της. Ήταν η στιγμή να προχωρήσουν μόνα τους. Και εκείνη έμεινε εκεί. Τόσα χρόνια στο ίδιο σημείο. Να τα βλέπει. Να τα προσέχει από μακριά. Να τα παρακολουθεί και να είναι έτοιμη σε κάθε στραβοπάτημά τους, εκείνη να τρέξει, να τα πιάσει από το χέρι, να τα σηκώσει. Να τους τινάξει τα ρουχάκια τους που λερώθηκαν, όπως έκανε όταν ήταν μικρά. Να τους δώσει ένα φιλί στο μέτωπο και να τους αφήσει πάλι να ξαναμπούν στον δρόμο τους. Και εκείνη να συνεχίζει να στέκεται εκεί. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Φύλακας άγγελος. Χέρι βοηθείας. Μάνα…

Μάνα… Ιδιότητα που της δόθηκε σε τόσο μικρή ηλικία. Αλλά και πατέρας. Ιδιότητα που την επωμίστηκε έτσι ξαφνικά. Με το ζόρι. Διπλές ευθύνες, διπλή αγωνία, διπλός φόβος. Σε μια στιγμή. Μια άτυχη στιγμή που τη σημάδεψε για πάντα. Τόσα χρόνια έχουν περάσει και εκείνη είναι αυτό που έμαθε να είναι πάντα. Μάνα και πατέρας. Φόβος και αγωνία. Πόνος και ευθύνες.

Κοίταξε από το παράθυρο και ένα ζευγαράκι περπατούσε πιασμένο χέρι-χέρι. Βούρκωσε. Στο πρόσωπο της κοπέλας είδε τον εαυτό της και στο πρόσωπο του νεαρού τον άντρα της. Πόσο ευτυχισμένοι ήταν. Πόσο αγαπημένοι ήταν. Ξέγνοιαστοι. Χωρίς ευθύνες. Χωρίς στεναχώριες. Περπατούσαν με τις ώρες πότε πιασμένοι από το χέρι, πότε αγκαλιασμένοι. Και γελούσαν. Μιλούσαν με τα μάτια. Από τη πρώτη στιγμή είχαν μια ιδιαίτερη επικοινωνία. Ήξερε ο ένας τι σκεφτόταν ο άλλος. Δεν χρειάζονταν ανούσια λόγια. Τα μάτια τους ήταν φλύαρα. Τα έλεγαν όλα. Όλα εκείνα που άλλοι σπαταλούν ώρες για να πουν. Ευτυχισμένοι.

Και μετά αυτό το κορίτσι ντυμένο μ’ ένα μακρύ λευκό φόρεμα ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας. Στο τελευταίο σκαλί να την περιμένει ο άντρας της μ’ ένα μαύρο κοστούμι. Γύρω τους μαζεμένος κόσμος χαιρόταν με την χαρά τους, μα εκείνοι δεν έβλεπαν κανέναν. ΄Ηταν οι δυο τους. Μόνοι τους. Ευτυχισμένοι.

Και λίγο πιο κάτω τους είδε να είναι πάλι αγκαλιασμένοι. Χειμώνας. Κρύο. Και ένα ψιλό χιόνι να πέφτει από τον ουρανό και να σταματά για λίγο στα κατάμαυρα μαλλιά της, μέχρι να γίνει νερό και να χαθεί. Και εκείνη χαρούμενη να περπατά δίπλα στον άντρα της με κοιλιά φουσκωμένη. Έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Σε λίγο από δύο θα γίνονταν τρεις. Θα κρατούσαν στην αγκαλιά τους τον καρπό του έρωτά τους. Το νόημα της ζωής τους. Την ολοκλήρωσή τους. Ευτυχισμένοι.

Μέχρι που ήρθε και η δεύτερη εγκυμοσύνη. Και τώρα περπατούσαν οι δυο τους, να κρατούν ανάμεσά τους το παιδί τους και εκείνη πάλι με φουσκωμένη κοιλιά να γελά. Αληθινά. Πραγματικά. Όταν το παιδί τους χάιδευε την κοιλιά της, το κοιτούσαν και οι δυο τους βουρκωμένοι. Γιατί έβλεπαν πως η ζωή τους δίνει απλόχερα χαρές. Περίμεναν το δεύτερο παιδί τους. Ευτυχισμένοι.

Γύρισε και κοίταξε τις φωτογραφίες των παιδιών της. Ήταν βουρκωμένη. Στην οικογενειακή φωτογραφία ο άντρας της κρατά το ένα παιδί και εκείνη το άλλο. Λάμπουν τα μάτια τους από ευτυχία. Και ακριβώς δίπλα, σε μια ακόμα φωτογραφία, είναι μόνη της με τα δυο της παιδιά. Το ένα δεξιά της, το άλλο αριστερά της. Η φωτογραφία λειψή. Κάποιος δεν βρίσκεται κοντά τους. Κάποιος βιάστηκε να φύγει. Όχι! Δεν βιάστηκε εκείνος. Εκείνος ποτέ δεν θα έφευγε έτσι. Ποτέ δεν θα την εγκατέλειπε να παλεύει μόνη της. Εκείνος ήταν αγωνιστής. Ήταν πολεμιστής της ζωής. Άλλος αποφάσισε γι’ αυτόν. Ερήμην του. Δεν του άφησε καν το δικαίωμα επιλογής. Έκανε μόνος του αυτό που ήθελε. Αυτό που αποφάσισε. Και τον πήρε από κοντά της. Τον πήγε πολύ μακριά της. Όμως θα συναντιόντουσαν ξανά. Αργά ή γρήγορα θα ήταν πάλι μαζί. Και θα περπατούσαν πάλι αγκαλιά. Οι δυο τους. Χαμογελαστοί. Σ’ έναν άλλο κόσμο. Ευτυχισμένοι.

Η ώρα είχε περάσει. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ακόμα και τα φώτα του νυχτερινού κέντρου είχαν σβήσει. Παντού σκοτάδι. Μόνο το φως από το φεγγάρι φώτιζε τον έρημο δρόμο, το σπίτι, την ψυχή της. Κάθισε στο πιάνο. Πόσα χρόνια είχε να παίξει μουσική σ’ αυτό το πιάνο… Η ίδια είχε μάθει και στα παιδιά της να παίζουν πιάνο. Η δική της αγάπη για τη μουσική έκανε και εκείνα να την αγαπήσουν. Έβαλε τα δάχτυλά της πάνω στα πλήκτρα και άρχισε να παίζει. Έκλεισε τα μάτια και είδε μπροστά της τα μικρά δαχτυλάκια των παιδιών της να προσπαθούν να πατήσουν τα σκληρά πλήκτρα. Να πελαγώνουν που δεν τα κατάφερναν και εκείνη να τους δίνει θάρρος για να μην τα παρατήσουν. Θυμάται ακόμα το χαμόγελό τους όταν κατάφεραν να παίξουν ένα ολοκληρωμένο κομμάτι. Και εκείνη να τους γεμίζει με φιλιά καθώς τα έκλεινε στην αγκαλιά της. Ήταν ευτυχισμένη. Μόνη της. Με μια πίκρα κρυμμένη καλά μέσα της για έναν άδικο χαμό, αλλά για χάρη των παιδιών της ευτυχισμένη.

Άνοιξε τα μάτια της και βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο. Να παίζει πιάνο. Όχι με τα παιδιά της, αλλά μόνη της. Πως θα ήθελε να παίξουν για μια ακόμη φορά όλοι μαζί. Ήταν αργά. Δεν μπορούσε πια να πραγματοποιηθεί αυτή της η επιθυμία. Αλλά θα κρατούσε βαθιά στην ψυχή της αυτές τις εικόνες. Αυτές τις αναμνήσεις που γέμισαν ευτυχία τα παιδιά της αλλά και την ίδια.

Σηκώθηκε από το πιάνο και πήγε στο μεγάλο τραπέζι. Σήκωσε το μπουκάλι με το λικέρ και έβαλε σ’ ένα ποτηράκι. Ήπιε μια γουλιά. Τόσα χρόνια έφτιαχνε μόνη της το ίδιο ακριβώς λικέρ. Ήταν το λικέρ που άρεσε στον άντρα της. Εκείνο που στα ευτυχισμένα κοινά χρόνια τους έφτιαχναν μαζί. Και όταν εκείνος χάθηκε, συνέχισε να το φτιάχνει μόνη της. Με την ίδια ακριβώς συνταγή. Με τις ίδιες ακριβώς αναλογίες. Για να της θυμίζει, κάθε φορά που το έπινε, εκείνα τα ήσυχα βράδια που κάθονταν αποκαμωμένοι από την κούραση της μέρας και έπιναν ένα ποτηράκι για να χαλαρώσουν. Και όταν πήγαιναν μετά οι δυο τους στο κρεβάτι και την αγκάλιαζε, η ανάσα του είχε αυτήν ακριβώς τη μυρωδιά. Λικέρ μανταρίνι.

Αυτό το βράδυ ήθελε να τον μυρίσει. Να τον σκεφτεί και να τον νιώσει λίγο πριν τον συναντήσει. Γιατί όταν τον συναντούσε, ήθελε τα χείλη της να έχουν γεύση λικέρ μανταρίνι. Να την φιλήσει και να γευτεί λίγο τη γλύκα του. Να την αναγνωρίσει. Να καταλάβει αμέσως ότι είναι εκείνη. Ότι ήρθε να τον βρει και να την πάρει μαζί του. Να της απλώσει το χέρι και να προχωρήσουν. Όπως τότε, που ήταν νέοι.

Άρχισε να ζαλίζεται. Δεν το άντεχε το αλκοόλ. Πάντα ζαλιζόταν ακόμα και με ένα ποτηράκι λικέρ. Σηκώθηκε. Προχώρησε μέχρι το παράθυρο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Το φως του φεγγαριού φαινόταν πιο αδύναμο μπρος το φως του ήλιου που ξεπρόβαλλε. Πήγε στη κρεβατοκάμαρα. Έπιασε τα λευκά μαλλιά της σ’ έναν αυστηρό κότσο. Φόρεσε ένα μακρύ λευκό φόρεμα. Άφησε στο κομοδίνο ένα κλειστό φάκελο. Ήταν για τα παιδιά της. Τους έλεγε όλα αυτά που ήθελε να τους πει αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα. Όλα αυτά κλεισμένα μέσα σε δυο λέξεις. «Σας αγαπάω».

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και χαμογέλασε. Άνοιξε τα μάτια και τα κράτησε καρφωμένα στο ταβάνι. Ήταν ήρεμη. Έβλεπε τον εαυτό της να πετάει. Να φεύγει προς τον ουρανό. Και όσο απομακρυνόταν άλλαζε μορφή. Γινόταν εκείνο το ανέμελο κορίτσι που ήταν κάποτε. Και το έβλεπε να την χαιρετάει. Την χαιρετούσε και χαμογελούσε. Είχε ησυχάσει πια. Πήγαινε να συναντήσει εκείνο το παλικάρι. Το παλικάρι που το ερωτεύτηκε μόλις τον αντίκρισε. Αρκετά χρόνια είχαν ζήσει χώρια. Έφτασε η ώρα να σμίξουν ξανά.


Το διήγημα “Γυναίκα” της Λένας Δεμερτζή, παρουσιάζεται στη Λόγω Γραφής σε πρώτη δημοσιεύση.


[Η Λένα Δεμερτζή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικεί έως και σήμερα. Είναι παντρεμένη και έχει έναν γιο. Τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στο Τμήμα Αρχαιολογίας, χωρίς ποτέ να ασχοληθεί επαγγελματικά με αυτό. Σήμερα εργάζεται ως ιδιωτική υπάλληλος. Η φαντασία της ήταν αυτή που την ώθησε στο να αποτυπώσει στο χαρτί όσα γεννούσε το μυαλό της.]

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη