“Βυθισμένη πολιτεία”, γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ και Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ενίοτε, γράφουν, δημιουργούν, όντες λυπημένοι είτε από ένα χωρισμό, μιαν απώλεια, είτε αισθανόμενοι από ένα είδος μαζοχισμού ότι να, όπου να ‘ναι, φτάνει το τέλος του κόσμου, κυρίως του ΔΙΚΟΥ τους. Και βέβαια στα έργα τους ρέει το δάκρυ ποταμός. Και όσο πιο δακρύβρεχτα τόσο και πιο μεγάλη η ανταπόκριση από το κοινό.

Προσωπικά ανήκω σε ένα περίεργο είδος δημιουργού, που δεν μπορεί και δεν τον ενδιαφέρει να γράψει δυο αράδες  ή να συνθέσει δυο μέτρα σε μια παρτιτούρα, ευρισκόμενος σε παρόμοια ψυχολογική κατάσταση. Όταν εγώ έχω τις μαύρες μου το βρίσκω σαδιστικό να θέλω να τις μοιράζομαι όχι γιατί ‘’πόνος εξομολογούμενος μισός πόνος’’, αλλά να κάνω και τον κόσμο να πονάει με τα δικά μου βάσανα; Αρκετά τα δικά του, εκτός ολίγων περιπτώσεων αναγνωστών που όντες μακάριοι και ευτυχείς, γνωρίζουν μέσα από τα δακρύβρεκτα πονήματα και την σκοτεινή πλευρά της σελήνης και γίνονται ευτυχέστεροι συνειδητοποιώντας το μέγεθος της δικής τους ευτυχίας.

Σπανίως γράφω για τα κακώς κείμενα της Κοινωνίας. Υπάρχουν άτομα που το κάνουν αυτό με περίσσια ικανότητα, έχοντας το ταλέντο να περνούν στον κόσμο σωστά μηνύματα και απόψεις. Και εγώ αρκούμαι στο να τα διαβάζω.

Πρόσφατα, συνέλαβα τον εαυτό μου να επιθυμεί να ‘’βαδίσει’’ σε διαφορετικές ατραπούς από τις συνηθισμένες μου, γράφοντας παραμύθια κάπως λυπητερά, μέσα στο βαρκάκι μου το φουσκωτό. Το φαντάζεστε; Ανοίγομαι στο πέλαγο, μόνος εγώ στο αχανές μπλε, ελπίζοντας να μπορέσω κάποια στιγμή να φτάσω στο σημείο που το μπλε της θάλασσας ενώνεται με το γαλάζιο του ουράνιου θόλου.

Πολλές φορές σβήνω το μοτέρ και αφήνω το κυματάκι να με λικνίζει καθώς γράφω, παρέα με την έμπνευση, την ομορφιά, την αρμύρα και τον ήλιο. Απίθανη η αίσθηση αυτής της ιδιότυπης μοναξιάς της Φύσης, που συχνά πυκνά την διακόπτει κανένα φιλικό δελφίνι ή καμιά παρέα αφρόψαρα που με τριγυρίζουν από περιέργεια ίσως, για τον παράξενο επισκέπτη του χώρου τους, που όμως δεν είναι μέσα στο νερό. Φευγαλέα καταλαβαίνω τα συναισθήματα που τα διακατέχουν. Και μη νομίζετε ότι το συναίσθημα είναι μόνον ανθρώπινο προνόμιο. Λίγο πολύ όλα τα έμβια όντα το νιώθουν. ΤΙ ΔΗΛΑΔΗ, Η ΜΟΝΗ τους έγνοια είναι η άγρα τροφής; Δεν το πιστεύω.

Σε μια από αυτές τις βαρκάδες μου να τις πω, ανακάλυψα, όχι βέβαια πρώτος εγώ, εκεί στην Παλαιά Επίδαυρο, κάτι που με μάγεψε, που σκλάβωσε τις σκέψεις μου και εξίταρε τη φαντασία μου.

Ένας ολόκληρος Αρχαίος Οικισμός ποντισμένος σε μικρό σχετικά βάθος. Πλέοντας πάνω του, μπορούσα να διακρίνω καθαρότατα μέσα από την γαλάζια διαφάνεια, ερείπια, απομεινάρια σπιτιών, αυλών, και δρομίσκων ανάμεσά τους.

Ανέκαθεν, τα αρχαιολογικά ευρήματα με έκαναν να ταξιδεύω σε κόσμους παλιούς, κάνοντάς με να συνειδητοποιώ την ασημαντότητά τόσο την δική μου όσο και όλων μας. Σε μόλις μερικές εκατοντάδες χρόνια από τώρα, κι εμείς, Αρχαίοι θα λογιόμαστε. Κόκκοι άμμου στην απεραντοσύνη ενός Σύμπαντος φιλικά διακείμενου όμως, προς τον άνθρωπο, το αγαπημένο του και ξεχωριστό κατά πώς φαίνεται όντος του. Σ’ αυτή μέσα την μήτρα κυοφορούμαστε, γεννιόμαστε, πεθαίνουμε και φτου κι από την αρχή. Για ποιον σκοπό; Εικασίες μόνο σαν απάντηση στο πάντα καυτό ερώτημα του νοήμονος όντος.

Λοιπόν δεν θα το πιστέψετε, αλλά έκανα έναν ολόκληρο Χάρτη του Αρχαίου οικισμού, δίνοντας ονόματα στους δρόμους και μοιράζοντας οικόπεδα και σπίτια σε αόρατους προγόνους μας.

Π.χ., σ’ αυτό το σπίτι με τη στρογγυλή μεγάλη αυλή, που αντί για δέντρα τώρα είναι καλυμμένη με φύκια και κοράλλια, ζούσε ο Αριστόδημος με την γυναίκα του και τους δυο αχαΐρευτους γιούς του, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το γυμναστήριο και τα κορίτσια. Το φρούτο αυτό των νέων ευδοκιμεί σε όλη τη γη ανεξαρτήτως χρονικής περιόδου. Γνωστόν.

Στο απέναντι σπίτι, έμενε ο μπάρμπα Διογένης, όχι αυτός που ήθελε να μην του ταράσσουν τους κύκλους του, αλλά ένας άλλος συνονόματος αγγειοπλάστης, που έφτιαχνε τα πιο ονομαστά αγγεία του οικισμού του . ‘’Διογένης εποίησε’’, έγραφε πάνω του ένα  ευμέγεθες κομμάτι αγγείου που κοσμεί τώρα πια, το Μουσείο του Τόπου.

Στην άκρη του Καρόδρομου ένα βράχος που θυμίζει έντονα το σουλούπι όνου. Μπορεί να είναι και κανένα γλυπτό προς τιμήν γαϊδάρου που λάξεψαν εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά και την ιώβειο υπομονή του. Μπορεί βέβαια, η Φύση να είναι ο δημιουργός του, θυμίζοντας στους ανθρώπους τους επιλήσμονες και αχάριστους, ότι πρέπει να τιμούν και άλλα OΝΤΑ πέρα από τη δική τους φάρα…

Και νερό, νερό, πολύ νερό να σκεπάζει την Αρχαία συνοικία και να διατηρεί ανά τους Αιώνες τα ερείπιά της. Δεν θα ήταν ΑΣΦΑΛΩΣ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ, κανένας μεγάλος σεισμός θα είναι ο αίτιος του καταποντισμού ή άλλη φυσική καταστροφή, γιατί, για να φταίει ο άνθρωπος δεν νομίζω. Ακόμη δεν ήταν ούτε τόσο ‘’δυνατός’’ αλλά ούτε και  τόσο βλάξ σαν τους συνανθρώπους του των επόμενων χιλιετιών!

Η Ενάλια Αρχαιολογία έχει τις απαντήσεις, αλλά προσωπικά δεν θέλησα να μάθω το ΤΙ και το ΠΩΣ. Σας είπα, μου άρεσε να πλάθω ολόκληρες ιστορίες και να δίνω την ΔΙΚΗ ΜΟΥ εκδοχή είτε για τον ποντισμένο οικισμό, είτε για τους κατοίκους του.

Μία από τις ιστορίες αυτές, αυτά τα παραμύθια να πω καλύτερα, που εκείνο  που την κάνει ιδιαίτερη είναι το  γεγονός ότι σ’ αυτήν παρεισφρέει και η δική που παρουσία, ρέει ως ακολούθως:

Έκανα δηλαδή, μιαν αντίστροφη διαδρομή στη Μηχανή του Χρόνου και βρέθηκα εκεί, στο σπίτι ΜΟΥ της οδού Πλουτάρχου και Παρμενίωνος γωνία. Ήμουν πεταλωτής το επάγγελμα και όπως τώρα, έτσι και τότε, είχα το ψώνιο του γραψίματος. Έγραφα τους λόγους για τους επαγγελματίες ρήτορες της Αγοράς γιατί ο ίδιος είχα ένα είδος αγοραφοβίας και έτρεμα και μόνο στη σκέψη να πω δυο λόγια μπροστά σε κοινό.

Ήμουν ερωτευμένος λέει, με την κόρη του οινοποιού Καλλικράτη –ουδεμία σχέση έχοντος με τον γνωστό μας αρχαίο, της Ακρόπολης και -πράγμα περίεργο- αν και πέρασαν χιλιάδες χρόνια εγώ την αγαπάω το ίδιο δυνατά. Όπως της το είχα υποσχεθεί άλλωστε, όταν τα πρωτοφτιάξαμε. ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΚΡΑΤΩ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΘΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ ΑΙΩΝΙΩΣ! Και πιο ‘’αιωνίως’’ από τόσους αιώνες, υπάρχει; Ποιο το περίεργο λοιπόν;

Ένα πρωινό του Καλοκαιριού, ξεκίνησα την βαρκάδα μου για τα παλιά μου λημέρια, να πω την καλημέρα μου στην αγαπημένη μου Ερατώ, όταν ακούω από το πουθενά μια γυναικεία φωνή, να μου λέει:

‘’Πάρη’’, (όχι βρε παιδιά δεν ήταν η Ελένη, είπαμε, την αγάπη μου την έλεγαν ΕΡΑΤΩ, έτσι την είχα βαφτίσει. Αλήθεια, πώς έπαιρναν τα ονόματά τους οι θρησκευόμενοι του Δωδεκάθεου; Να θυμηθώ να το ρωτήσω), ’’Πάρη, μην πηγαίνεις στην παλιά σου γειτονιά σήμερα. Γύρνα στο σημερινό σου Κόσμο αυτόν της στεριάς, γιατί μάθαμε εξ εγκύρου πηγής, ότι ο Ποσειδώνας είναι τόσο θυμωμένος με μια βρωμοδουλειά που έκανε ο γιος του Αριστόδημου σε βάρος του Θεού, που θα ξεσηκώσει τέτοια τρικυμία – νομίζω ότι σήμερα την λένε τσουνάμι – που θα καταποντίσει  και σημερινούς παραθαλάσσιους οικισμούς και επομένως κινδυνεύει η ζωούλα σου η πολύτιμη.’’

‘’Έλα τώρα καλή μου. Τσουνάμι την λες ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ; ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΤΕΤΟΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ ΣΕΙΣΜΟΣ; ΚΑΙ εγώ παρόλο  που είμαι σε βάρκα ούτε που κουνήθηκα διόλου’’.

‘’Μα δεν με αφήνεις να ολοκληρώσω . Αυτό προσπαθώ να σού πω τόσην ώρα μαλακά, μαλακά, μην σε τρομάξω, όπου να είναι αρχίζει, να, ξεκινά.’’

Αν και τα λόγια της ήταν αποκαρδιωτικά και μόνον που ήταν κοντά μου και την άκουγα, δεν σκέφτηκα μήτε στιγμή να το βάλω στα πόδια, τρόπος του λέγειν βέβαια, καλύτερα να πω, ούτε που θέλησα να βάλω το μοτέρ στο  φουλ και να φτάσω στην στεριά και από κει όσο πιο μακριά γίνεται, γιατί καμιά τρικυμία δεν ήταν ικανή να επισκιάσει  την δική μου τρικυμία της καρδιάς και των αισθήσεών μου.

Όμως σε λίγο, σε πολύ λίγο, άρχισε ένα κούνημα που το υπολόγιζα επτάρι ΡΙΧΤΕΡ. ΤΟ Βαρκάκι μου πετάρισε σαν ξερό φυλλαράκι στο  φύσημα του Βαρδάρη και μόλις που πρόλαβα και το έφερα στα ίσια του. Μωρέ μπράβο οι νεκροί πρόγονοί μου, είχαν ανάμεσά τους κανέναν Βαρώτσο και απλωμένα ΒΑΝ στην Επικράτειά τους;

Κύματα βουνό, που μια το ανέβαζαν σε δυσθεώρητα ύψη και μια το κατέβαζαν σε αβυσσαλέα βάθη. Ήμουν ξεγραμμένος πια και άρχισα να το συνειδητοποιώ. Ούτε ο ίδιος ο  Ποσειδώνας μπορούσε να με σώσει. Μια. κοντά στον ήλιο σαν τον Ίκαρο και μια στις πέτρες των ερειπίων της αρχαίας μου πατρίδας. Τα χρειάστηκα. Δεν ήθελα και να πεθάνω τόσο άδικα όσο την άλλη μου φορά, τότε που πήγα καλιά μου με το πάτημα δηλητηριώδους αχινού!

Η Ερατώ μου όμως είχε ξαναζήσει έναν τέτοιο χαμό και γι΄ αυτό έκανε τα πάντα για να μη χαθώ.

ΜΑ ΑΥΤΑ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΥΜΑΤΑ. Ήταν ανήμερα θεριά. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν ότι θα πήγαινα ζούπητος στο Αρχαίο μου σπίτι, δια ιδίων μέσων και ουχί με το στενόχωρο βαθυσκάφος που είχε ο Κουστώ δωρίσει στην Ελλάδα που αγαπούσε και είχε τον λόγο του κι’ αυτός.- Αυτό δεν το  ξέρατε; Αλήθεια; – Θα πήγαινα λοιπό στο σπιτάκι μου που με περίμενε τόσες χιλιετίες. Θα ήμουν λίγο άβολα βέβαια με τόσο ερείπιο γύρω μου και μέσα μου, αλλά σιγά σιγά όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους τον σωστό, αφού η παλιά πολιτεία, ένα τέτοιο τσουνάμι περίμενε για να αναδυθεί, διώχνοντας το αφιλόξενο νερό από πάνω της και να ξαναγεννηθεί. Κι΄ εγώ, πανευτυχής με την Ερατώ μου, που σημαίνει: ‘’την αγάπη και μίαν καλύβη’’ έστω, που λέγαν οι παλιοί.

Φαίνεται όμως ότι ο Ποσειδώνας, δεν ήταν απλά θυμωμένος αλλά έξαλλος, τα δε κύματα βουνά, μεγαλύτερα από εκείνα που σήκωσε ο στραβός Κύκλωπας ρίχνοντας πελώρια βράχια για να πνίξει τον Οδυσσέα που τον τύφλωσε, καθώς αυτός προσπαθούσε να γυρίσει (τάχα μου-τάχα μου) στην Ιθάκη του και στην θεόχαζη Πηνελόπη, που τον περίμενε μόνη και ανέραστη μεταξύ τόσων πειρασμών επί δέκα ολόκληρα χρόνια ενώ αυτός καθόλου δεν κακοπερνούσε, με πριγκιποπούλες, με μάγισσες ονομαστές και καλλονές φημισμένες της Αρχαίας Εποχής. Τελικά ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει στην νοοτροπία των ανθρώπων που λέει πόσο ελαστικοί είμαστε όταν πρόκειται να κρίνουμε αρσενικό και πόσο διαφορετικά και σκληρά όταν κρίνουμε μια κερατωμένη μέχρι τα μπούνια σύζυγο!!! ΚΑΙ το λέω εγώ, ο άντρας, που μένω πιστός και μόνος ανά τους αιώνες. Μα εγώ δεν υπολογίζομαι ει μη μόνον ως εξαίρεση στον άγραφο  κανόνα.

Συνεχίζω. Θα έχετε ακούσει τον Ποσειδώνα να βρυχάται, σε ταινίες του ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ, με την Οδύσσεια του Ομήρου. Καμία λοιπόν σύγκριση. Εγώ τον άκουγα να βρυχάται live. Tα ντεσιμπέλ δεν συγκρίνονται, γιατί απλά δεν υπάρχει καν μέτρο σύγκρισης.

Έτσι, κάποια στιγμή το φουσκωτό μου δεν άντεξε άλλο. Όχι δεν μπάταρε. Κάποιο τερατώδες κύμα ή κήτος δεν πολυκατάλαβα, μυτερό  σαν τρίαινα, ή μπορεί ακόμη και η ίδια η πιρούνα του θαλάσσιου Θεού, του ενός εκ των Δώδεκα, τρύπησε καίρια την κοιλιά του σκαφιδιού μου και το ξεφούσκωσε σαν μπαλόνι παιδικό από τρύπημα καρφίτσας Και βρίσκομαι στο νερό. Για καλή μου ή κακή τύχη, ένα συμπονετικό δελφίνι βρέθηκε κάτω από το σώμα μου κι’ εγώ ανεβασμένος πάνω του, όπως ‘’το παιδί με το δελφίνι στην ταινία με τη Σοφία Λώρεν, αν την θυμάστε.

Θύμωσα.

Ποιος είπε στο κήτος να ανακατευτεί στ δικό μου ναυάγιο; Ρώτησε εμένα αν ήθελα να σωθώ με αυτό που εκείνο λογάριαζε σαν σωτηρία για μένα; Εγώ πια ήθελα να πάω στο βυθισμένο μου σπίτι, να πάρω αγκαλιά ή μάλλον να χαθώ στην αγκαλιά της Αγάπης μου. (Και ύστερα έχουμε να λέμε για τη χαζή Πηνελόπη. Πιο χαζός από εμένα υπάρχει;)

Όμως μη το πλατειάζω κι άλλο λοιπόν, το νοήμον κήτος, με έβγαλε σώο και αβλαβή στην ακτή, ούτε καν κουρελιασμένο ή γυμνό, σαν τον παμπόνηρο Οδυσσέα, το σύμβολο του απανταχού ξύπνιου Έλληνα καλοπερασάκια  Βασιλέα.

Και ευτυχώς να λες, γιατί όπως έμαθα πολύ αργότερα η Ερατώ μου δεν ήταν χαζή Πηνελόπη και δεν άντεξε να περιμένει τόσα ατέλειωτα χρόνια τον ερχομό μου. Είδε και απόειδε και πήγε να ζήσει στα παλάτια του ενάλιου Θεού όπου ζούσε ζωή ΘΕΪΚΗ.

Και τότε;

Τότε ποια ήταν η φωνή που μού μιλούσε στην θεομηνία;

Ήταν μια από τις θεραπαινίδες της πρώην αγάπης μου που την έστειλε να με προειδοποιήσει για τα φοβερά γεγονότα που έμελλε να λάβουν χώρα. Όσο να‘ ναι δεν ήθελε να πάθω κακό. Άπιστη ναι, μα συμπονετική άπιστη. Και εδώ που τα λέμε καλύτερα αυτό, παρά να ήταν χαζή, δεν θα μπορούσα να της το συγχωρήσω.

Μόλις ακούμπησαν τα πόδια μου σε στέρεο έδαφος ξύπνησα.

Δίκιο έχουν όσοι λένε ότι οι παραισθήσεις από μία ηλίαση  μοιάζουν αληθινές.

Βλέπω τον κυρ Βαγγέλη τον ψαρά να τρέχει προς το μέρος μου.

«Αφεντικό ζεις; Όλοι σε είχαμε για ξεγραμμένο. Μα να παλεύεις με τούτο το ξαφνικό μελτέμι των δέκα μποφόρ; Άγιο είχες. Δόξα σοι ο Θεός, τυχερός ήσουνα».

ΗΜΟΥΝΑ ΟΜΩΣ;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη