“Βρασίδας”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ποιο φωτεινό μυαλό είχε την ιδέα να τον ονομάσουν Βρασίδα δεν θα το ανακάλυπτε ποτέ. Πώς στο καλό τούς είχε έρθει  αφού μάλιστα δεν ήταν και χριστιανικό όνομα και γιόρταζε με τον σωρό, όλοι οι μη- χριστιανοί κατ’ όνομα των Αγίων Πάντων. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία όμως! Κι ίσως εκεί γύρω στα πενήντα του να ανακάλυπτε πως το όνομά του γιορταζόταν εντέλει, ας πούμε ταίρι-ταίρι με την Παγκόσμια μέρα οργασμού!

Χα-χα-χα! Τι τον ένοιαζε τον Βρασίδα! Οι γονείς του είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο –ακαριαία- κι οι παππούδες που είχαν αναλάβει την ανατροφή του είχαν μεγαλώσει τόσο, κάτι λίγο η ηλικία, κάτι λίγο η άνοια, τι να τους ρωτούσε και να τους παιδεύει; Ποιος ο λόγος; Ύστερα μόνο η περιέργειά του θα ικανοποιούνταν. Σίγουρος δεν θα ήταν. Τα γερόντια μπέρδευαν την πραγματικότητα με τη φαντασία τόσο αριστοτεχνικά που φορές-φορές νόμιζες πως η φαντασία ήταν η αλήθεια κι η αλήθεια ψέμα. (Για τούτη την περίτεχνη ικανότητα μπορούσαν να παινευτούν πολλοί και δεν ήταν ανάγκη να πάσχουν από άνοια. Να βρίσκουν χαζούς να τους πιστεύουν χρειαζόταν μόνο!)

Ο παππούς  του ο Λάκης, λοιπόν, μάρκα μεγάλη! Σαν αυτή την ακριβή των αυτοκινήτων που επισκεύαζε ο Βρασίδας. Όνομα δεν λέμε μην παρθεί κι ως έμμεση διαφήμιση και μας ζητούν από την εφορία τα διαφυγόντα κέρδη! Στον καιρό που φτάσαμε όλα έπρεπε να τα προσέχει κανείς. Όχι σαν τον καιρό του παππού που ξεκινούσε από το σπίτι με την τσέπη του πανταλονιού του τίγκα στο χιλιάρικο για να πάει στον καφενέ να στρωθεί στον «θανάση». Α! Nα! Από την αγάπη του για το ομώνυμο παιχνίδι είχε ονομάσει τον πρώτο  γιό του, τον πατέρα του Βρασίδα δηλαδή, έτσι.  «Σάκη», τον φώναζε χαϊδευτικά η γιαγιά του, μπερδεύοντας τον εγγονό της με τον γιό της. Να ήταν, άραγε απλό μπέρδεμα, ή το μυαλό είχε βρει το απάγκιό  του, της ήταν αβάσταχτος ο ξαφνικός  χαμός του παιδιού της κι είχε βρει έτσι τον τρόπο της να τον μαλακώνει… Τι σου είναι το μυαλό! Τι αποθηκούλες  μικρές και κρυφές στήνει, τι περβάζια σκαρώνει, τι ομπρελίτσες ανοίγει για να σκιάζει στις ζέστες,  τι στεγανά για να προφυλάσσει απ’ τις βροχές τ’ ανεκτίμητα!

«Έλα να σε χαρώ, Σάκη μου, παιδί μου να φάμε. Τηγάνισα κάτι πατατούλες, έφτιαξα και λίγα ντοματάβγουλα και λίγο ανθοτύρι απ’ το χωριό, μια χαρά θα φάμε και σήμερα. Μου το ‘στειλε η αδελφή μου απ’ το χωριό, έλα που σ’ αρέσει!» Ποια αδελφή απ’ το χωριό; Ο Βρασίδας- Σάκης το είχε αγοράσει από κάτι Κωμιακίτες που έφτιαχναν τυριά. Ένας τους είχε πάει από το μαγαζί , ήρθε η κουβέντα για καλά τυριά, του είπε ο λεγάμενος ότι είχε άκρια στο χωριό στη Νάξο, να σου το ανθότυρο στο τραπέζι της γιαγιάς.

Ο Βρασίδας τις περισσότερες φορές γελούσε με το ταίριασμα. Όχι μόνο του παππού του με τη γιαγιά του. Το ταίριασμα που έκαναν κι οι δυο τους των πραγμάτων. Ογδόντα-πέντε ο παππούς ο Λάκης, γύρω στα ογδόντα η γιαγιά. Είχε κυλήσει πολύ νερό στους χειμώνες της ζωής τους, πολλά ζεστά, ανυπόφορα καλοκαίρια. Χωρίς τις ανέσεις που απολάμβαναν τώρα. Με τα πρώτα του λεφτά, ο Βρασίδας είχε αγοράσει ένα air-condition και τα καλοκαίρια δεν ήταν τόσο βαριά. Ούτε τα πρωινά τους χειμώνες. Το άναβε στο ζεστό λίγο πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του, στο σαλόνι κοιμόταν σε ένα παλιό κασελοντίβανο που το ‘χε η γιαγιά του για καναπέ. Το σπίτι ήταν μικρό και δεν υπήρχε και πρόβλεψη για τ’ απρόσμενο!  Ύστερα ποιο ανθρώπινο μυαλό μπορεί το κάνει; Να υπολογίζει το απρόσμενο, λέω…

Ναι. Ο Βρασίδας  άντρας πια, έμενε με τα δυο γερόντια. «Άντε, ρε, τράβα  και μίλα της. Τι ντρέπεσαι, κοτζάμ  μαλάκας!», του έλεγε ο φίλος του ο Νώντας, άλλο όνομα και τούτο, μιλώντας για τη λεγάμενη. Ναι, ναι! Ο Βρασίδας είχε πέσει σε βαθύ-έρως! Έτσι το ‘λεγε, ο Νώντας, λες κι έφτυνε την τύχη του φίλου του. Σε βαθύ σκότος έλεγε πως είχε πέσει. Και σε πένθος επίσης. Πώς να την πιάσεις την κυρά! Όταν έβγαινε απ’ τ’ αμάξι, ένα σύννεφο αρώματος περικύκλωνε τον Βρασίδα, σα θολούρα του μυαλού, των άκρων, σαν ένα τώρα λιποθυμώ, πιάστε με ένα πράγμα. Όχι που να το παινευτεί, αλλά ήταν ωραίος άντρας ο Βρασίδας μας. Ψηλός, όχι άχαρος, ούτε κρεμανταλάς. Με τα διαβάσματα δεν το είχε από μικρός, από σώμα όμως! Ιδίως πλάτη και πιο κάτω, ίδια ο Ερμής του Πραξιτέλη! Εκεί εστίαζε κι η κυρά, όταν ο Βρασίδας έσκυβε πάνω από τη μηχανή του αυτοκινήτου. «Ρε, βουρ στον πατσά, σου λέω, γουστάρει το κούγκαρ, τυφλίτιδα έχεις; Ρε, πού ‘ναι το τσαγανό σου;» , τον πυρπολούσε ο κολλητός με αναπάντητες για κείνον ερωτήσεις. Όχι, δεν ήταν άμαθος, ούτε πρωτάρης. Τα είχε τα χρονάκια του. Ήξερε πώς να ρίξεις ένα κορίτσι.  Το ‘χε το παιχνίδι. Γλυκοκοιτάγματα, γλυκόλογα, κανένα ταβερνάκι, λίγη κουλτουρίτσα αν ήταν ανάγκη και το σύκο το γευόμαστε. Στα σαράντα του ένας άντρας δεν ξέρει;

Μα τούτο το πράγμα, πώς να το πει να τον καταλάβουν; Ετούτο ήταν κάτι «άπιαστο». Από πού να ξεκινήσεις; Δεν ήταν πια παιδούλα. Από ότι έκοβε ο Βρασίδας θα έπρεπε να είχε πατημένα τα πενήντα. Στα μάτια της όμως είχε μια παιδική αθωότητα, από εκείνες που ρωτάνε να μάθουν όλο τον κόσμο από την αρχή. Να τους τον μιλήσεις εσύ, γιατί μόνο έτσι θα μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Κι εκείνος κι εσύ μέσα του!  Πού να τον καταλάβει ο κολλητός. Αυτός ήταν της επίθεσης. Λες κι όλος ο κόσμος ήταν μια τρύπα. Κατούρα ρε και λίγο, γιατί θα το κάψεις το μηχάνημα!

«Κοιτάξτε», της έλεγε κοιτώντας στα μάτια. «Δεν πρέπει να τσιγκουνευτείτε στην αγορά ελαστικών για το αυτοκίνητό σας. Η πρόσφυση στην άσφαλτο είναι ζωτικής σημασίας. Πρέπει να ξοδευτείτε, το καταλαβαίνω, αλλά από τη «μάνα» του  το αμάξι σας «φοράει» ακριβά λάστιχα. Δεν αξίζει να έχετε ένα τόσο ακριβό εργαλείο που θα γλιστράει στο οδόστρωμα με την πρώτη βροχούλα. Εκτός αν είναι χρηματικό το θέμα. Τότε, πάω πάσο, (νάτο το γονίδιο από τον  παππού), εσείς αποφασίζετε. Εγώ σας λέω το σωστό. Ένα τέτοιο εργαλείο δεν είναι να σου γλιστράει.»

«Μπράβο, ρε Βρασίδα! Την τρέλανες τη λεγάμενη στα υπονοούμενα. Άντε, με την ευχή μου!», τον επιδοκίμασε ο Νώντας όταν του έλεγε ο Βρασίδας για την τελευταία της επίσκεψη.

«Και πού είσαι; Μετά δεν σου έδωσε το τηλέφωνό της;»

«Αυτό το ‘χω από καιρό. Θα με πάρει, είπε, να μου πει την τελική της απόφαση.»

Ο κόσμος για τον Βρασίδα δεν ήταν με γωνίες. Δεν ήταν «χτυπάω» κι αυτό το «…νάκι» και προχωράω.  Ζώντας με τους παππούδες του, βλέποντας τους μέσα στο χρόνο, η ζωή για κείνον είχε αρχίσει να έχει περισσότερα στρογγυλέματα, παρά γωνίες.  Δεν σήμαινε πως είχε πάψει να θυμώνει, να βάζει όρια στους απαιτητικούς και επεκτατικούς. Δεν σήμαινε πως είχε πάψει να βλέπει τα συρματοπλέγματα. Τους τοίχους που χωρίζουν τους ανθρώπους. Αλλά τα γαληνεμένα νερά , μια θάλασσα «λάδι» σε ποιον δεν αρέσει; Ποιος δεν θα θελήσει να κολυμπήσει μέσα της; Ποιος δεν θα ήθελε δυο μάτια παιδικά να τους μαθαίνεις   τον κόσμο; Κι ας είναι  πολλών χρόνων!

Δεν ήταν προικισμένος με πτυχία κι αξιώματα. Ήξερε όμως να δίνει στη ζωή την αξία της. Να γεύεται το λίγωμα τού έρωτα σαν να ήταν σχολιαρόπαιδο. Είχε περιμένει αρκετά χρόνια. Έψαχνε αυτά τα δυο μάτια. Ο αρχαίος συνονόματος του στρατηγός των Σπαρτιατών φημιζόταν για τη στρατηγική του ικανότητα και η αποφασιστικότητά του είχε αποδειχτεί καταλυτική για την έκβαση πολλών νικηφόρων αναμετρήσεων.  Ετούτος, ο δικός μας Βρασίδας, πίστευε, φαίνεται, πως η σπουδαιότερη και πιο επίπονη, σίγουρη όμως πάντα για το αποτέλεσμα της στρατηγική είναι η υπομονή.

«Πρέπει να περιμένεις  να ‘ρθει η σωστή στιγμή. Το «πλήρωμα» του χρόνου. Μέχρι τότε, ας είναι καλά όλα τα παιδικά μάτια όλου του κόσμου, κι εκείνα που ξέρουν  να τα αγαπάνε.»

Κατάλαβες ρε Νώντα;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη