“Βασώ και Κωστάκης”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Είχε βάλει η Βασούλα  ένα κουτσουράκι που κρατούσε λίγη από τη βραδινή  θράκα του μέσα στη σόμπα, ακούμπησε δίπλα του, έτσι τυχαία, δυο τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες, από πάνω κομμάτια ξεραμένες κληματόβεργες και κάτι ψηλά ξυλαράκια, άνοιξε το συρταράκι για να περνά ο αέρας και περίμενε. Μέσα απ’ τη σόμπα ακουγόταν μια σχεδόν απαλή κίνηση, σαν ένα πουλάκι κάτω από τα φρύγανα μια ζεστή μέρα καλοκαιριού, που κάνει να κινήσει κι ύστερα κοντοστέκεται κι αφουγκράζεται πού να ‘σαι και το κοιτάζεις.

Και μετρούσε την ώρα  που θέλει από μια θράκα τόση δα να γίνει φλόγα κι όταν είδε καπνό σκέφτηκε: «Δεν λάθεψα. Καπνό χωρίς φωτιά έχει, δεν έχει!» Μα πουθενά η φλόγα.

Πήρε, λοιπόν κι εκείνη το μπλε οινόπνευμα, μια γρήγορη ριξιά, φωτιά, και παρανάλωμα  τα ξεραμένα κλήματα! Και μέσα τους, στον ήχο τους, όλα τα «αχ» του κόσμου!

Τυχαία, λέτε, πως ονομάστηκαν η φωτιά, η γυναίκα κι η θάλασσα τα τρία πιο μεγάλα κακά; Και τα τρία ρομπάκια της. Το πώς μεταλλασσόταν απ’ το ‘να στ’ άλλο, μυστήριο. Κι ο μικρός Κωστάκης δεν το ‘χε καν φανταστεί πως ετούτο το μικρό πραγματάκι που του ‘χε δοθεί έτσι απλόχερα, ήταν σαν κύβος του Ρούμπρικ  που ‘θελε σκέψη να ταιριάζεις τα τόσα τετραγωνάκια που γύρναγαν μεν με δικές σου κινήσεις, αλλά κρατούσαν τη δική τους δυναμική, πώς να τα κουλαντρίσεις;

Δεν ήταν και της πολλής σκέψης, η αλήθεια να λέγεται. «Δεν θέλει να ταιριάξει το ρημάδι, άστο να καίγεται στη δυναμική του!» Εκείνος έφταιγε που συναίνεσε στη θαλπωρή τής ζεστασιάς της και χουχούλιασε, το χρυσό μου, σκεπασμένο τη σιγουριά του;  Σαν ξυπνούσε, η άλλη θα του μιλούσε για όνειρα, θαλασσινά ταξίδια, σπηλιές μ’ όστρακα και κοράλλια, γοργόνες και θησαυρούς, όνειρα ζωγραφισμένα τα χρώματα της καρδιάς της. Συντροφεμένα άλλοτε με τον ήσυχο παφλασμό στην άκρη της, κι άλλοτε, όταν το όνειρο γινόταν εφιάλτης, με το δυνατό χτύπημα του κυμμάτου πάνω στα βράχια, ν’ αφρίζει και να βρυχάται το θεριό και τα μάτια της Βασώς να τρέχουν θαλασσένια δάκρυα…

Α! Όλα κι όλα! Δεν τα παρήγγειλε  αυτά εκείνος!  Μια απλή κοπελίτσα γνώρισε ένα κι εξήντα πέντε, σχεδόν απολειφάδι, που ήταν ανοιχτοχέρα κι ήσυχη. Και νοικοκυρά. Και έμπιστη. Και χωρίς προηγούμενο ιστορικό. Πλαστελίνη νόμιζε στα χεράκια του κι αυτός ο πλάστης. Αμ, δεν ήξερες, δεν ρώταγες; Ετούτο το μηχάνημα τα πλακώνει τα γκάζια, Κωστάκη!

«Η μάνα του ήταν πέρδικα κι ο αφέντης του σαΐνι». Κι εσύ πώς την είδες, στοχεύουνε, μάνα μου, πέρδικες με σφεντόνα; Δεν ήταν, λοιπόν, του κυνηγιού! Λίγο της μπάλας, ναι, αυτό ήταν!

Η Βασούλα καταπέλτης! Έφτιαχνε πιτσούλα κι άνοιγε μπυρίτσα για να συντροφεύεται το άθλημα. Αλλά ποια ήταν τα τρία πιο μεγάλα κακά στον ανδρικό πληθυσμό; Πόδια που βρωμάνε, αθλητική εφημερίδα και νυχάκι στο τελευταίο δαχτυλάκι! Κατά γενική ομολογία και στατιστική μελέτη δεν χρειάζεται. (Έχει κι άλλα σωρό, με τη σειρά τους όλα θα πάνε.)  Δεν τα βλέπεις όμως τα άτιμα όταν γλείφεις το σιροπάκι! Μέσα στο καζάνι του έρωτα, της ροπής να ‘βρεις το ταίρι σου, ίσης με τη δύναμη της αυτοσυντήρησης, εσύ ίδια γκαβάδι…

Ύστερα σε παίρνει φαλάγγι η ζωή. Όχι η ζωή, ψέματα. Η καθημερινότητα. Λίγοι είναι αυτοί που συνεχίζουν, τυλίγοντάς την με το όνειρό τους. Που επιμένουν να ρωτούν, να μιλούν, να μοιράζονται. Ξύπνα, Κώστα! Θέλουν κι αέρισμα τα σκεπάσματα…

Εκείνη, καιρό τώρα, είχε κάνει  μια καινούρια ανακάλυψη. Δεν χρειαζόταν να βάζει και να βγάζει τα ρούχα. Γερμένη σε καναπέ, κουλουριασμένη ή τεντωμένη, ο ύπνος, ύπνος ήταν, κι είχε και κέρδος. Το πρωί ήταν γρήγορα έτοιμη. Ένα ίσιωμα την μπλούζα, φόρεμα τα παπούτσια και τσουπ!  Η πραγμάτωση του προσκοπικού προστάγματος, απομεινάρι απ’ τα μικράτα της, «Έσο έτοιμος». Η στολή βεβαίως και  ανανεωνόταν. Κάθε φορά που έκανε ντους. Μη φανταστείτε πως την καθημερινή προσωπική υγιεινή την άφηνε πίσω. Όχι. Την από φύσεως γυναικεία ροπή προς την κοκεταρία είχε απαρνηθεί. Ας την υπηρετούσαν άλλες, πιστές σε άλλα «μότο». Μη χανόμαστε και σε περιττές κινήσεις.  Τα νεγκλιζέ και τα ρομπικά για τις στερημένες και τις υποταγμένες, υστερικές  νοικοκυρούλες.

 Ο Κωστάκης, πάλι, είχε θυμηθεί τι σημαίνει «αντριλίκι». Το κακώς εννοούμενο. Αυτό που πάει χεράκι-χεράκι με τον αποκρυφισμό. Τις μυστικές και ανείπωτες διαδρομές του ανδρικού εγκεφάλου. Σίγουρες κινήσεις. Κοφτές προτάσεις με βροντερές τελείες, να σκιάζονται οι γραμμές και τα μελάνια να παγώνουν. Του τύπου, δεν γουστάρω το μπλα-μπλα. Μη μου μιλάτε, είμαι βαρύς κι ασήκωτος.  Αν κάπνιζε, θα ήταν πίπα. Νωχελικές, στοχευμένες  κινήσεις στην πραγμάτωση του σκοπού. Το άναμμα της πίπας από τη μια κι από την άλλη την τιθάσευση της γυναικός! «Δύο σε ένα, νοικοκυρεμένα!» Τι λες, μανίτσα μου; Για να το φας το αμύγδαλο, πρέπει πρώτα να το σπάσεις. Υποτασσόμαστε στην ανδρική αποφασιστικότητα σα χαϊβάνια εμείς οι γυναίκες, δε λέω, πώς μας φτιάχνει η σιγουριά κι η ασφάλεια, αλλά δεν παίζει ρόλο και το αντικείμενο; Γελάμε τώρα!

Ήξερε η Βασούλα πού συναντιόταν με τον Κωστάκη της. Ακούτε, αυτό το «της» έκανε όλη τη διαφορά. Όχι με αυτό που ήταν στην πραγματικότητα εκείνος. Συναντιόταν, λοιπόν, στον χρόνο που είχε περάσει, κι άλλον τόσο ακόμα δεν θα μπορούσε να έχει. Μαζί του, στο κεφάλι της μόνο συναντιόταν. Γιατί εκείνη ήταν το αντράκι. Η πεισματάρα. Η επίμονη. Ας λάθευε ο μαντρακάς φορές-φορές στο χτύπημα, κι ας μπλάβιαζε το δάκτυλο. Αν μες το μυαλό και στην καρδιά δεν αξιώνονται τα πάντα την καλύτερη στιγμή τους, τότε τι μένει να γίνεται στη ζωή; Όλοι μέσα σε κάτουρα και σκατά γεννημένοι, να μη σηκώσουμε ποτέ κεφάλι να δούμε αστέρια; Να μη κολυμπήσουμε ποτέ θάλασσες γιατί είναι κρύο το νερό, κι αν είναι να συναντήσουμε μια χελώνα, άκακο θεριό να μας ταξιδέψει, να πούμε: «Μη μου μιλάς, κοιμάμαι τώρα;»

Στον Κωστάκη είχαν χαριστεί η φωτιά κι η θάλασσα. Μέσα σε μια γυναίκα. Κι εκείνος, μάζευε τις στάχτες σε κουβά.

Η Βασώ πάλι, κερδίζει που λέτε ένα φάουλ, στήνει την μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή και τη στέλνει εκεί που γαμιούνται οι αράχνες. Τι να ‘χε για μπάλα;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη