«Βασούλα η τσαπερδόνα», γράφει η Μαριάννα Γληνού

Έσιαξε  η Βασούλα στα βιαστικά το καυτό της σορτσάκι  ισιώνοντάς το,  κοιτάζοντας πότε κατά τον έναν και πότε προς  τον άλλον άντρα μέσα στη βάρκα. Και τα δύο αρσενικά ήταν απασχολημένα με τα του ψαρέματος, ήταν του ψαρέματος άλλωστε, αμφιβολία δεν υπήρχε!  Ψαροντούφεκα, τρίαινες, ζώνη  με βαρίδια για να τους βοηθάει στη βουτιά να πηγαίνουν πιο γρήγορα κάτω, και ειδικές λαστιχένιες στολές που θα τους προφύλασσαν από το κρύο του βυθού. Της είχαν προτείνει να πάει μαζί τους κι εκείνη με χαρά είχε συναινέσει.  Όχι και να βουτήξει για υποβρύχιο ψάρεμα! Α, πα πα πα!  Δεν ήταν εκείνη του βυθού! Ζαργάνα, ναι! Αλλά σε αυτές δεν αρέσουν τόσο τα βάθη. Κοντά στην επιφάνεια της άρεσε να κολυμπάει της Βασούλας. Βασιλική ζαργάνα, ναι, μάλιστα. Λαμπερή-λαμπερή. Με μακρύ μαλλί μεζ, πολλά χρόνια μπροστά. Με το θαλασσινό αεράκι, το ψηλο-καμμένο τσουλούφι, ανέμιζε ίδια τζένοα σε ιστιοπλοϊκό.  Δεν ήταν, πια, σε ηλικία γάμου; Ήταν. Το σουλατσάρισμα έπρεπε πάση  θυσία να βρει την εξειδίκευσή του.  Καυτό σορτσάκι, λοιπόν, κολλητό μπλουζάκι, πέδιλα με διχάλα και το νυχάκι βαμμένο κοραλλί να μιμείται  εκείνα της θάλασσας.

-Και τώρα, Γιάννη μου εσύ, θα πέσεις με τον Φώντα μέσα στη θάλασσα και θα φορέσετε όλα αυτά;

-Ε, ναι ρε Βάσω! Δεν είπαμε θα πάμε για υποβρύχιο;

-Ρωτάω μωρέ Γιαννάκη μου, γιατί δεν έχω ξαναδεί πόση προετοιμασία χρειάζεται ένα υποβρύχιο ψάρεμα.

Εκείνη τη στιγμή, θαρρείς συνεννοημένοι, οι δυο ψαροντουφεκάδες έριχναν από μια φτυσιά  πάνω στο γυαλί της μάσκας για να το καθαρίσουν και να μη θολώνει. Η Βασούλα ενεός!  (Την τσίχλα, το κουλούρι και το χαλασμένο κεράσι ήξερε να φτύνουν. Όχι! Έφτυνε και τον εαυτό της στον καθρέφτη, της άρεσε το αντιφέγγισμα. Για τις μάσκες δεν είχε ακούσει πράμα.)

-Και πόση ώρα θα περιμένω να γυρίσετε;

-Κάτσε ρε Βάσω, ακόμα δεν φύγαμε και μας ρωτάς τι ώρα θα ‘ρθουμε; είπε ο Φώντας.

-Μωρέ, να σας πω την αλήθεια μου, από ψάρεμα δεν ξέρω και πολλά. Σας βλέπω και σκέφτομαι πως πρέπει πολύ να σας αρέσει, γιατί εμένα λίγο βάσανο μού κάνει. Άντε να μεταφέρεις το φουσκωτό, να το απλώνεις, να το φουσκώνεις, να το γεμίζεις, να βάζεις μπρος τη μηχανή, που θέλει κι αυτό τον κόπο του…

Σκάγοντας στα γέλια ο Φώντας τη διέκοψε:

-Όλα τον κόπο τους τον θέλουν, αλλά έχουν και την ευχαρίστησή τους.

Ο Φώντας, σαν παντρεμένος κάποια χρονάκια, τον κόπο τον ήξερε. Τον τρόπο είχε ξεχάσει. Αλλά μια ζαργάνα λαμπερή, να χτυπάει πάνω της το φως του ήλιου και να κάνει το λαμπύρισμά της εντονότερο, ποιος ψαράς δεν θα ήθελε να την ξεκοκκαλίσει;

Εκείνη πάλι ήταν κορίτσι με αρχές. Σε δοσμένα παλικάρια, λόγια  σταράτα λέμε μόνο. Δεν αφήνουμε να σέρνονται σιρόπια στην άκρη των λόγων. Ύστερα, ο Φώντας είχε τον Γιαννάκη κουνιάδο. Μη το πάρουμε φαλάγγι  το σόι. Κι οι δυο τους ήταν όμορφοι άντρες. Άντρες-άντρες. Όχι αστεία!

Φόρεσαν τη στολή, τα βατραχοπέδιλα, τελευταία τη μάσκα και τον αναπνευστήρα και μπλουμ στη βαθιά θάλασσα. Όταν γύρισαν πια, ο ήλιος είχε πάρει να κατεβαίνει. Σαν τη διάθεση της ομορφονιάς. Είχε λιαστεί στον ήλιο τόσο που άλλο δεν έπαιρνε. Στα όρια τής ηλίασης βρισκόταν. Πάντως το μαύρο αυτό που τελικά θα είχε σαν χρώμα, θα ταίριαζε τέλεια με το μεζ των μαλλιών. Θα θαύμαζαν περισσότερο την ουσιαστικά ανύπαρκτη ομορφιά της. Με δυο κουμπιά πιο ανοικτά στο ντεκολτέ, μέχρι και Γκρέις  Κέλλυ σε λένε! Της το ‘χε μάθει αυτό η μάνα της, την είχε σιγουρέψει κι η ζωή. Στα αγόρια αρέσει τα κορίτσια να δείχνουν ενδιαφέρον για τα χόμπυ τους. Υποβρύχιο ψάρεμα ο Γιαννάκης; Ερασιτεχνικά;  Ψάρεμα με δίχτυα και με βαθειά καθετή μάλιστα, η Βασούλα. Επαγγελματίας!

Είχε αποφασίσει να φορέσει νυφικό και να χορέψει τον Ησαΐα. Κι ο ελεύθερος κι άπιαστος, πλην ώριμος και  ειδήμων επί των ερωτικών, σίγουρος για την ικανότητά του του «βαράω με τη δελφινιέρα και γλείφω τα δαχτυλάκια μου και μετά πού τον είδατε τον Παναή», πιάστηκε στα δίχτυα! Εκείνος από το πολύ ψάρεμα, είχε φτάσει τα σαράντα. Κι η ζαργάνα δεν ήταν και παιδούλα! Καλά μαθημένη στα εντός, εκτός, τα επί τα αυτά και τα τριγύρω, το κατάφερε το όμορφο παλικάρι! Κι ο γάμος ετελέσθη  ανήμερα της εθνικής εορτής. Δεν έπεσαν κανονιοβολισμοί όμως! Μόνο στα  σπίτια των συγγενών του γαμπρού, όταν μετά την τελετή οι νεόνυμφοι δεξιώθηκαν μόνο τους γονείς της νύφης, τα κουμπάρια και τους εκλεκτούς φίλους τους.

-Πού είστε αλάνια, δύσκολα αγόρια, που δεν πιάνεστε στα δίχτυα όποιας της γυαλίσετε; Μη φάτε! Έχουμε μπουνιές στο ψυγείο! Σας το λέω εγώ η Βασούλα…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη