“Βαρύσκιωτος”, ένα διήγημα της Κατερίνας Ευαγγέλου-Κίσσα

Το σπίτι της ήταν μόλις πέντε μέτρα απ’ το παλιό Δασαρχείο. Δίπλα μια πλατεϊτσα, που είχε φιλοξενήσει όλα της τα παιχνίδια μέχρι να τρανέψει και να βγάλει το εξατάξιο. Κι από κάτω ακριβώς το ποτάμι. Πλατύ, δεν είχε δέντρα για σκέπασμα, μονάχα άσπρες πέτρες. Απ’ εκείνες τις πέτρες είχανε φτιάξει το Μύλο του Διαμάντη. Το σπίτι της τώρα. Κληρονομιά από τη γιαγιά της τη Χριστίτσα, αλαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει.

Διώροφο, λιτό, στην κλασσική γραμμή των αρχοντικών της Θεσσαλίας, με στιβαρές γωνίες και μεγάλα παράθυρα. Με κατώι. Με δική του τουαλέτα όξω, στο τέλος της αυλής, πίσω. Τζάκι είχε μόνο το μεγάλο δώμα πάνω, αυτό που έβλεπε στο ποτάμι. Αλλά όλα τα δωμάτια είχαν κι από ‘να μπουχαρί.

Η αυλή κάτω σχετικά μικρή αλλά πνιγμένη στις συριγγιές και τα νυχτολούλουδα. Στ’ αριστερά είχε μια μεγάλη μουριά σερνική, που άπλωνε τον ίσκιο της στις ζέστες και φάνταζε σα σκιάχτρο στις χειμωνιές. Δίπλα μια γέρικη δαμασκηνιά. Κάτωθέ της η βρύση. Τριγύρω ανθίζανε άναρχα βασιλικούδια και κρινάκια. Στο βάθος αγνάντι για το Μοναστήρι της Παναγίας. Παράδεισος…

Έμελε η τύχη της να την κρατήσει μόνη, στα είκοσι τρία ανύπαντρη ακόμα, γεροντοκόρη. Γονείδες δε γνώρισε, η γιαγιά ήταν το χρυσό της πάπλωμα. Και τώρα που ΄χε φύγει καθόταν μοναχή της στο παράθυρο κι αγνάντευε απέναντι στο ποτάμι. Κι ο νους της γυρνούσε πέντε χρόνια πίσω, τότε που παραλίγο να γνωρίσει τον έρωτα. Αλλά τη φύλαξε ο Θεός και δεν την έχασε την παρθενιά της. Ποιος θα την έπαιρνε αν ήτουνε χαλασμένη; Σάματις ποιος την επήρε και τώρα, σκέφτηκε μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο καθώς αναπολούσε εκείνο το πρώτο της φιλί. Το πρώτο και το τελευταίο. Απέναντι στο παλιό Δασαρχείο, δίπλα στη μάντρα. Κάτω απ’ τη μεγάλη συκιά, που τάιζε με τα ώριμα βασιλικά της σύκα όλο το χωριό…

Χειμώνας, πέντε τ’ απόγευμα κι ήτανε νύχτα πυκνή κιόλας. Την καρτερούσε ο Τζιμάκος, ο γιός του Στρατή του οργανοπαίχτη. Εκείνη γυρνούσε απ’ τον εσπερινό, και σαν να το ‘ξερε πως θα ‘τανε εκεί. Τον είχε δει από μέρες που γυρόφερνε στη γειτονιά της και σταμάταγε πολλές φορές στη μάντρα κάτω απ’ τη συκιά για να κοιτάει απάν στο παραθύρι το δικό της. Και τι δουλειά είχε είκοσι πέντε χρονώ μαντράχαλος αυτού; Γι’ αυτήν ερχότανε και να ‘χε το νου της, της είχε πει η γιαγιά της τότε. «Και τι με θέλει εμένα γιαγιά; Τι να με κάνει;», ρωτούσε μ’ όλη της την αθωότητα, που άλλο απ’ το σπίτι, το σχολειό και την εκκλησία δεν ήξερε. Ακόμα. Γιατί εκείνο το βράδυ ήτανε γραφτό της να μάθει μια και καλή τι ήτανε να σκιρτάει η καρδιά της.

-Καιτούλα, είχε κόσμο στον εσπερινό; τη ρώτησε τάχαμου τυχαία καθώς περνούσε δίπλα του.

-Άμα σε νοιάζει να ‘ρχεσαι, του απάντησε εκείνη και κοντοστάθηκε.

-Άμα είναι να σε βλέπω θα ‘ρχομαι, της απάντησε εκείνος και τα μάτια του καίγανε.

-Τι γυρεύεις από μένα Τζιμάκο; Τ’ άφηκες τα καράβια; τον ρώτησε εκείνη. Το ‘ξερε πως είχε μπαρκάρει στα δεκάξι, δεν τα ‘παιρνε τα γράμματα, φτωχιά κι η οικογένεια… Από κει του ‘χε κολλήσει το Τζιμάκος. Δημήτρη τον ελέγανε. Κι ήτανε όμορφος πανάθεμά τονε. Μαύρος σαν το γυφτάκι μα όμορφος, όλοι είχαν να το λένε αυτό για το παιδί του Στρατή.

-Σίμωσε να σου πω, της απάντησε εκείνος.

Εκείνη έκανε βουβά ένα βήμα μπρος.

-Κι άλλο, μη σκιάζεσαι, η φωνή του την ύπνωνε.

Τον πλησίασε κοιτώντας τον στα μάτια. Στάθηκε μόνο όταν ένιωσε την άχνα απ’ την ανάσα του στο κρύο.

-Μεγάλωσες Καιτούλα, της είπε και την κοίταγε με τέτοια τρυφεράδα, που μόνο απ’ την γιαγιά της την είχε νιώσει. Ξέρεις πόσο καιρό σε καρτεράω να μεγαλώσεις; της ξανάπε και έβγαλε τα χέρια του απ΄ το βαρύ του παλτό. Ήθελα να σου πω να ‘τοιμάζεσαι, θα ‘ρθω να σε γυρέψω απ’ την κυρά Χριστίτσα στη γιορτή σου.

Εκείνης της κόπηκε η ανάσα.

-Και ποιος σου ‘πε πως σε θέλω μωρέ; του ξεστόμισε.

-Με θες μα δεν το ξέρεις ακόμα, της απάντησε ήρεμα εκείνος κι έπειτα εκεί, κάτω απ’ τη συκιά, την άδραξε και την έσφιξε πάνω του.

Φοβήθηκε η δόλια, μα πίσω δεν τραβήχτηκε, η μυρωδιά του της έφερε ένα σφίξιμο στα λαγόνια και μπορούσε να νιώσει την καρδιά της να χτυπάει στο λαιμό της. Έμεινε άκαμπτη μέχρι που εκείνος της έπιασε το σαγόνι με το ΄να χέρι και τη φίλησε. Στην αρχή άγρια, απαιτητικά, μα ύστερα θυμήθηκε πως ήτανε άγουρο το φιλί της, το πρώτο της, κι έκανε πίσω. Έσκυψε και την ξαναφίλησε, αυτή τη φορά εκείνη ήταν λυμένη στην αγκαλιά του κι έκλεισε τα μάτια. Το στόμα του μύριζε καπνό και μέντα.

Δυο μέρες μετά ο κυρ Στρατής απέθανε. Κι ο Τζιμάκος μπάρκαρε για το χατήρι της μάνας του, πώς θα τις παντρεύανε τις αδελφές του χωρίς προίκα;

Κι εκείνη έμεινε να τον καρτεράει. Και πάνε πέντε χρόνια. Μα θα ‘ρθει, ανήμερα της γιορτής της, της το ‘ταξε. Εκείνο το βράδυ κάτω απ’ τη συκιά, στο πρώτο της φιλί. Στο πρώτο και το τελευταίο.

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη