“Αστερόπη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Όταν αρχίζει η μπόρα κι η βροχή ανελέητη, στάλες βαριές, η μια δίπλα στη άλλη σαν κουρτίνα μίσους να χτυπάει τα φύλλα κι ο αέρας αντάρτης να λυσσομανά, οι επιλογές είναι μικρός αριθμός.

Λουφάζεις, κουρνιάζεις, τυλιγμένος στα χέρια σου σα μια κουκίδα και περιμένεις πότε θα τελειώσει… Γιατί νόμος απαράβατος, ό,τι αρχίζει, κάποτε τελειώνει.

Άλλο αν αρχίζει πάλι! Αλλά ποιος το ξέρει αυτό αν δεν περάσει ο χρόνος, αν δεν βραχεί σε μπόρες; Αν δεν φοβηθείς, πώς θα ελπίσεις;

Αν η στέγη μπάζει νερό και το σπίτι ανοικτό αντίκρυ του η θάλασσα, οι αστραπές σκίζουν τον ουρανό και πέφτουν- θαρρείς- στη θάλασσα, κι ακούς το σβήσιμο της φωτιάς τους, κι ακούς την καρδιά σου να χτυπά τρελά, ξέρεις πως στις μπόρες δεν έχει νικητές, μόνο ηττημένους. Μόνο η γη γελά και κρύβει μέσα της τη δροσιά, να σαπίσει ο σπόρος, να γίνει λουλούδι και δέντρο.

Να κρυφτούν τα πουλιά μες τα πυκνά κλαδιά, κοντά στα μεγάλα φύλλα, να σώσει να περάσει το κακό. Κι ό,τι απόμεινε ορθό, να λάμψει περίτρανα την ήττα του ανθρώπου.

Αυτού που έκτισε τοίχους που έριξαν οι άνεμοι, αυτού που απέκτησε αγαθά και τα πήρε η βροχή.

Ρώτα, λοιπόν, εσύ τον καιρό την πρόθεσή του! Μετράνε οι προθέσεις;

«Δεν ήθελα να καταστρέψω», θα σου πει, «δεν ήταν πρόθεσή μου. Απλά, ξεχάστηκα! Μπλέχτηκα με τους φίλους μου, τις αστραπές , τους κεραυνούς και τα μποφόρια κι αφέθηκα. Είπα, ας πιω στην υγειά της ξεγνοιασιάς, ας κάνω μια μικρή επανάσταση, ας μη σκεφτώ τίποτα, για λίγο… Να τρομάξουν λιγάκι κι οι εποχές που λιάζονται τη σιγουριά του ονόματός τους. Να ταπεινωθεί  κι ο «καθ’ομοίωσιν», που νόμισε πως μπόρεσε ν’ ορίζει και τις μπόρες!»

Ποιος κρατά το μέτρο στις λέξεις; Ποιος δεν τις χρησιμοποίησε για να πονέσει;

Λέξεις κρυμμένες μπόρες ενώ μια ζωή ποθούσα ξαστεριές. Ματιές φωτιές, στόματα που κρύβουν θυμό και στάζουν πίκρα..

Κι έρχεσαι εσύ, τώρα να μου μιλήσεις για καταστροφές. Για το ποτάμι που φούσκωσε, τον δρόμο που σκίστηκε στα δυο, το γεφύρι που δεν άντεξε το πέρασμα τόσου νερού!

Η πόρτα πάλι κλειστή!

Πίσω της μια μπόρα που ψάχνει τον χρόνο της να ξεσπάσει. Γιατί έτσι το θέλει. Γιατί γυρεύει κι αυτή λίγη αγάπη και δεν της δίνει κανείς. Ποιος αγαπά τις αναίτιες μπόρες; Ποιος δεν στέκει ενεός, ένα μικρό φυλλαράκι αδύναμο μέσα στη δίνη τους;

Δεν έχουν πρόθεση οι μπόρες. Κι αν είχαν, δεν μετράνε οι προθέσεις, τα είπαμε αυτά.

Τα σπασμένα κατάρτια, τα κομμένα κλαδιά, τα ξεριζωμένα δέντρα, τα ξεβρασμένα φύκια κι ασπρόξυλα από τον πάτο της θάλασσας, τα σπασμένα φτερά

Ποιος τα μετράει;

Πίσω απ’ τις κλειστές  πόρτες, τα’ ανείπωτα αντίο, τις μικρές ή μεγάλες σιωπές, κρύβονται μπόρες. Κι ο καθένας έρμαιος τη μοναξιά του.

Οι αγάπες εκείνες τις ώρες δεν μιλούν. Υπομένουν.

Μπόρες είναι. Πόρτες κλειστές. Κάποτε δεν θ’ ανοίξουν;

«Αν δεν αστράψει, δεν βροντά,

Κι αν δεν βροντά, δεν βρέχει,

Κι αν δεν συνδέσει το νερό,

Ο ποταμός δεν τρέχει.»

Μετά τις μπόρες, δεν έχει ξαστεριές;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη