“Αργυρή”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Ω, ναι! Το ίδιο έργο θα παιζόταν ξανά και ξανά, οι ίδιες πολυφορεμένες ατάκες θα λέγονταν με κάποιες ανούσιες μικρο-αλλαγές στον τονισμό των λέξεων, στο κατέβασμα της φωνής από υπερβάλλουσα σημασία στη στίξη ή στα κενά ανάμεσα στις λέξεις, από διαφορετικούς ηθοποιούς που ο ένας με κάποιο μαγικό τρόπο θα κουβαλά σα γονίδιο μέσα του την προβολή των προηγούμενων του, η πλατεία όμως,  θα μένει ίδια.

Στα χιλιοπατημένα της λερά πλακάκια, ο δήμος δεν βρίσκει άκρη, τα πιεστικά πλυστικά μηχανήματα δεν αφαιρούν τα πατήματα των ανθρώπων, θα περάσουν ξανά και ξανά, ξένοι ντυμένοι το καλοκαίρι που ακόμα αργεί, μια γερασμένη κυρία ντυμένη τη νιότη που αρνείται να εγκαταλείψει, λες κι αν αρνείσαι, όλα σε ρωτούν πριν να φύγουν, ζευγάρια πιασμένα απ’ το χέρι, ανέμελα σεργιανίζοντας τη ματιά, μια άλλη ισορροπία ετούτο το κράτημα,  παρακεί ένας πάγκος να πουλά εποχιακά φρούτα σε χαμηλές τιμές, δεν μπορεί, κάπου θα είναι το σφάλμα, ίσως η μηχανή θα κλέβει στο ζύγι, άτιμες μηχανές στα χέρια ευυπόληπτων βιοπαλαιστών, άλλοι βιαστικά να ανηφορίζουν σαν να κουβαλούν μέσα τους ένα αόρατο  GPS, η φωνή μέσα τους έχει ορίσει τον προορισμό και τα βήματα είναι αποφασισμένα, συναντήσεις μετά από μισάωρο περίμενε, σφιχταγκαλιάσματα, εκείνος ψηλός, το μπλουζάκι κοντό , ύστερα δεν χρειάζεται το  ίσιωμά του;

Και του λόγου μου, εκεί,  παράταιρα,  Αργυρή με λένε, καθισμένη να κοιτώ, προσπαθώντας να κάνω μια σούμα, ο καθένας τη μοναξιά του παλεύει…

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Νίκο, μα από μια αλλόκοτη παραξενιά, η Σμυρνιά νονά του τον φώναζε Λέλο, πέρα από το ότι του θύμιζε πάντα: «Άκου, γιε μου να θυμάσαι και να το κρεμάσεις σκουλαρίκι, τη γυναίκα τη σωστή την καταλαβαίνεις από τα άκρα της, νύχια, παπούτσια και μαλλί πάντα φροντισμένα. Μετά προχωράς στα αποδέλοιπα».

Ο μπαμπάς μου! Ένας άρχοντας! Τώρα πια μια φουχτίτσα  αστερόσκονη, η πιο πολλή από ετούτη στα κύτταρά μου! Με μάτια μεγάλα, τα μάτια του θαρρώ πως πήρα, το κρέμασε το σκουλαρίκι μέσα του. Και μετά σαν μεγάλωσα, συμπλήρωσε με τη σειρά του: «Μην αλλάζεις άρωμα, μάτια μου. Οι άντρες, αναγνωρίζουν τις γυναίκες απ’ τ’ άρωμά τους. Σκουλαρίκι σου να το κρεμάσεις…»

Σκουλαρίκι στο σκουλαρίκι,  κατέληξα με  ένα μικρό πανκιό αυτί και μια παρανόηση! Μετρώ τα σκουλαρίκια μου  καθένα και  μια θύμηση. Δεν έχουν άλλο χώρο τ’ αυτιά μου! Νισάφι πια! Πού να χωρέσω τις αγάπες μου, για να βλέπω να περπατώ στα σκοτάδια; Κι αν τους το ομολογώ με τα λόγια, δεν θα τις βαραίνω;  Δεν αντέχει ετούτος ο κόσμος τις Αργυρές… Κι ας κάθονται στην άκρη του. Ένα μικρό, περίσσεμα που σαν άρχιζε να κοιτάζει, αξιωνόταν την αγάπη. Και πήρε τσουβάλια φορτωμένα μοναξιά. Να συντηρεί ανείπωτες υποσχέσεις.

Φορτωμένη πατήματα  ανεξίτηλα σαν την πλατεία  η ψυχή μου, καθρέφτη! Πλατεία σού λέω!

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη