“Αντιγόνη”, γράφει η Μαριάννα Γληνού

Δεν θα απολογηθώ γι’ αυτό που νιώθω. Θα ήταν σαν να ζητούσα συγγνώμη που είμαι αληθινή. Που φώναζα με τα μάτια πριν φωνάξω με το στόμα. Τώρα που έχω πάψει να αφήνω τα μάτια να μιλούν τη θλίψη, λες να νομίζουν πως δυνάμωσα, πως έπαψαν να μετρούν οι λέξεις, τα μεσοδιαστήματα, τα κενά; Έπαψαν να πονούν τα ανείπωτα;

Τώρα που δεν ρωτώ αν θα μ’ αγαπούν και μετά, που δεν ακούγεται η φωνή να φωνάζει βοήθεια, που υπομονετικά περιμένω την ώρα που θα ‘ρθει, δεν θα ‘ρθει;  Να καταλάβουν οι ανίδεοι, να αναρωτηθούν οι σίγουροι, να ακούσουν οι αδιάφοροι, να μιλήσουν οι  ουδέτεροι, δεν μοιάζουν όλα πιο ήσυχα;

Ο κόσμος, μέσα από τα γυαλιά, γίνεται μπλε και τα μάτια δεν φαίνονται. Τα δέντρα πρασινίζουν πιο απαλά κι η σκιά ίσα που ακουμπάει τις πλάκες -τις φτιαγμένες από βότσαλο- από ποια θάλασσα άραγε; Το νερό  στ’ αντικρινό  σιντριβάνι πέφτει με δύναμη, αν αφήσεις το μυαλό να πλανηθεί, πιθανά να νομίσεις πως μοιάζει με κύματα, σαν αυτά που ξαφνικά έρχονται το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο σε μια θάλασσα λάδι, τ’ απόνερα από το πλοίο της γραμμής σίγουρα, καθώς κοιτάζεις πίσω σου κατά τον ορίζοντα, τ’ ακούς να κοχλάζει μέσα στο ψεύτικο γαλαζωπό του όριο, ένα νερό σε κύκλο όπως οι εποχές, όπως τα πατήματά μας των ανθρώπων στη ζήση…

Πιο μακριά, να μπερδεύονται σ’ ένα ενιαίο, μονομερώς αδιάκριτο, σύνολο, ο θόρυβος μιας μηχανής γκαζόν, μικρά διακεκομμένα γαβγίσματα σκύλων, τ’ ανοιγο-κλείσιμο του κάδου των σκουπιδιών και σκόρπιες λέξεις  σ’ έναν διάλογο που τείνει στο τέλος μονόλογος, «στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε, οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».

Πού βρίσκονται οι συνειδητές επιλογές απέναντι στις αυθαίρετες, ανήθικες, παράλογες, απάνθρωπες θελήσεις μιας επιτακτικής, αυταρχικής και εξουσιαστικής επιταγής για συνέχεια;

Πού κουρνιάζει, σε ποιο κύτταρό  μου, το σθένος να εναντιωθώ, ανεξάρτητα απ’ το προσωπικό κόστος, έχοντας την αυτογνωσία της κοινωνικής μου θέσης και του χρόνου που πέρασε, σε αυτήν την τυραννική εξουσία;

Οι πιο βαθιές φυλακές είναι ό,τι πιο πολύ ποθήσαμε μέσα στο χρόνο. Κι οι πιο μεγάλες καταδίκες, ό,τι πιο πολύ μισήσαμε.

Για τις αγάπες, την αγάπη, τι ακριβώς να σου πω; Έχουν μιλήσει τόσοι με τόσα λόγια, τόσες χαμένες λέξεις σπαρμένες σε τόπους και χρόνια κι όλες τριγύρω της. Καμιά στον  στόχο.  Τα πουλιά, καθώς πετούν γρήγορα, να προλάβουν μια θέση στη σκιά του δέντρου, να ψιλο-τσιμπήσουν το δροσερό χορτάρι κι ύστερα, το ίδιο ξαφνικά και γρήγορα, να πετάξουν ξανά. Τα πουλιά, λοιπόν, μπορούν να σου πουν για αγάπη. Δεν έχουν βαλίτσες τα πουλιά, γι’ αυτό μπορούν να πετάνε, έτσι λέει ένας τραγουδοποιός.  Δεν μιλάνε λέξεις τα πουλιά, γι’ αυτό μπορούν να τραγουδούν την αγάπη.

Οι ετυμηγορίες για τα σωστά και τα λάθη, σε ποιο ανθρώπινο δικαστήριο θ’ απαγγελθούν;

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη