«Αναζητώντας νόημα στη ζωή…», ένα διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Ο κύριος Πέτρος ξύπνησε το πρωί, όπως έκανε κάθε μέρα. Άνοιξε τα παράθυρα για να μπει λίγο φως στο δωμάτιο και παρατήρησε τους ανθρώπους να περνούν, τα αυτοκίνητα, τις φωνές από τα παιδιά στις κούνιες. Για εκείνον δεν είχε πια τίποτα σημασία, βρισκόταν ήδη αντιμέτωπος με την πιο σοβαρή απόφαση της ζωής του: να τερματίσει μόνος του την ύπαρξή του. Το είχε πάρει απόφαση, τίποτα πια δεν του έδινε νόημα και χαρά στην καθημερινότητά του. Πριν χρόνια είχε χάσει τη γυναίκα του και αυτό τον είχε καταβάλλει ψυχολογικά πάρα πολύ. Τότε αισθάνθηκε τι σημαίνει μοναξιά, τι σημαίνει να μην μπορείς να αγκαλιάσεις άλλη μία φορά το πρόσωπο που αγαπάς όσο τίποτα στον κόσμο.

Ο ίδιος ήταν καθηγητής σε σχολείο` πόσους μαθητές είχε διδάξει,άραγε, όλα αυτά τα χρόνια! Ακόμα και στη διδασκαλία, όμως, είχε χάσει πια τη θέρμη και το ενδιαφέρον του. Μπορεί να τον είχε κουράσει όλα αυτά τα χρόνια η συνεχής επανάληψη του μαθήματος, η ζωηράδα και οι φασαρίες των παιδιών, ποιος ξέρει; Είχε παραιτηθεί από τη ζωή, δεν τον ενδιέφερε πια τίποτα. Η απόφασή του ήταν οριστική και αμετάκλητη: θα τερμάτιζε τη ζωή του.

Όλες οι ημέρες πια για εκείνον ήταν ίδιες και βασανιστικές. Εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του άχρηστο και αχρείαστο για τον οποιονδήποτε. Και να έφευγε από τον μάταιο αυτό κόσμο, ποιος θα λυπόταν; Δεν μπορούσε πια να τον μεταπείσει κανείς. Ούτε η βαθιά του πίστη στο Θεό και η άποψη της Χριστιανικής πίστης για την αυτοχειρία. Θα θύμωνε ο Κύριος μαζί του, μπορεί. Αλλά μέσα στην άπειρη καλοσύνη του, ίσως να μπορούσε να τον συγχωρέσει και να δείξει έλεος λόγω του ατελείωτου πόνου και της μοναξιάς που βασάνιζε την ψυχή του.

Ξημέρωνε η Κυριακή, οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν δυνατά. Η θεία λειτουργία ξεκινούσε ξανά και ο κύριος Πέτρος ετοιμαζόταν να εισέλθει στον ιερό ναό. Κάθισε μόνος του σε ένα κάθισμα και κλείνοντας τα μάτια σιγοψιθύριζε κάποια λόγια. Σήκωσε το λαιμό του και κοίταξε ψηλά, τον τρούλο της Εκκλησίας. Είδε στο κέντρο τον Θεό και τότε ψιθύρισε σε Εκείνον:  «Συγχώρεσέ με που δεν κατάφερα να αντέξω».

Μετά το τέλος της λειτουργίας, δεν επέστρεψε αμέσως στο σπίτι. Αποφάσισε να περπατήσει για λίγο στο πάρκο της περιοχής. Κατευθύνθηκε στην παιδική χαρά και άρχισε να παρατηρεί τα παιδιά που έτρεχαν στις κούνιες και φώναζαν δυνατά. Θυμήθηκε τα δικά του παιδικά χρόνια, την δική του παιδικότητα, που χάθηκε μέσα στη λήθη και τη σάρωσε η ορμή της καθημερινότητας. Πώς θα ήθελε, έστω και για λίγο, να επέστρεφε στις εποχές που ήταν παιδί! Πόσο όμορφα, πόσο άδολα έβλεπε τον κόσμο! Τότε δε γνώριζε την πονηριά, την ασχήμια, το άδικο, τη μοναξιά…

Επέστρεψε στο σπίτι και ετοίμασε κάτι πρόχειρο για φαγητό. Ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που τον κρατούσε ακόμα ζωντανό. Αλλά δεν τον έπεισε να μην οδηγηθεί στην αφαίρεση της ζωής του. Θα το έπραττε, το είχε ήδη αποφασίσει. Απλά έπρεπε να βρει τη δύναμη, να τελειώσει τη ζωή του χωρίς πια κανένα ενδοιασμό. Η πεποίθηση ότι είναι αχρείαστος τον είχε πείσει για την ορθότητα της πράξης του.

Θα έπινε πολλά χάπια μαζί και θα έφευγε από αυτή την σκληρή πραγματικότητα. Θα βυθιζόταν σε έναν γλυκό ύπνο και δε θα πονούσε ποτέ ξανά. Για τίποτα.

Ξημέρωσε η Δευτέρα, ακόμα μία καινούργια εβδομάδα ξεκίνησε να ανατέλλει αργά από τον ουρανό. Ο κύριος Πέτρος ξύπνησε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ο ουρανός είχε ένα καθαρό μπλε χρώμα, μάλλον θα είχε καλό καιρό εκείνη την ημέρα. Ανακάτεψε βιαστικά πάρα πολλές ασπιρίνες και ήταν έτοιμος να πιει αυτό το ποτό που σε λίγα λεπτά θα τον οδηγούσε στο θάνατο. Ήταν έτοιμος να το πιει, έκλεισε τα μάτια και πήρε μία δυνατή ανάσα.

Δεν προλαβαίνει να πιει την πρώτη γουλιά, το κουδούνι χτυπάει ξαφνικά. Σταμάτησε, να έβλεπε ποιος ήταν και τι ζητούσε; Αλλά και πάλι, τι να τον ενδιέφερε ποιος είναι και τι θέλει, σε λίγο θα ήταν νεκρός.

Αποφάσισε να ανοίξει την πόρτα, ήταν περίεργος. Ήταν ο ταχυδρόμος που του είχε αφήσει έξω από την πόρτα την αλληλογραφία του. Ήταν αρκετά χαρτιά. Πριν πεθάνει, αποφάσισε να τα κοιτάξει, ως την τελευταία πράξη του βίου του.

Δεν ήταν τίποτα σημαντικό, λογαριασμοί, λογαριασμοί, λογαριασμοί. Το μάτι του ξέφυγε και παρατήρησε έναν φάκελο πεσμένο στο πάτωμα που δεν ήταν όμως λογαριασμός. Τον άνοιξε και είδε ότι ήταν ένα γράμμα. Αποφάσισε να διαβάσει την επιστολή:

«Αγαπητέ κύριε Πέτρο», έγραφε. «Είμαι η υπεύθυνη του ορφανοτροφείου στο οποίο πριν μήνες είχατε δωρίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Με τα χρήματα που μας στείλατε, μπορέσαμε και αγοράσαμε κουβέρτες και παιχνίδια για τα παιδιά, που τους έδωσαν μεγάλη χαρά! Μέσα σε αυτό το φάκελο, σας στέλνω μία ευχαριστήρια επιστολή και ζωγραφιές των παιδιών. Σας ευχαριστούμε, η βοήθειά σας ήταν σημαντική!»

Κοίταξε τις ζωγραφιές των παιδιών. Ένα σπίτι, ένας ήλιος, ένα δέντρο, πρόσωπα χαμογελαστά. Ένα χαμόγελο φώτισε και το δικό του πρόσωπο, η ψυχή του αισθάνθηκε μία αγαλλίαση και μία ζωντάνια. Ίσως αυτά χρειαζόταν η ψυχή του για να ξυπνήσει ξανά μέσα της η ελπίδα.

Δεν ήπιε, τελικά, το φάρμακο που είχε ετοιμάσει. Έδωσε στη ζωή του ακόμα μία ευκαιρία. Το φως υπήρχε, τελικά, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι. Τότε ένοιωσε πως πάντα έχεις έναν λόγο για να ζήσεις, για να αφήσεις την επόμενη μέρα να ξημερώσει.

Εκείνη την ημέρα αισθάνθηκε ξανά σημαντικός. Εκείνη την ημέρα που είχε χάσει το νόημα της ζωής του…

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη