«Ανήκεστος βλάβη», γράφει η Λένα Μαυρουδή-Μούλιου

«Τι είναι τούτο;»

«Φαγητό μήπως; Δεν το βλέπεις; Μπαμπινιώτη χρειάζεσαι σε όλα τα άλλα, μα ΚΑΙ στο φαγητό; Μια ωραιότατη ομελέτα με μανιτάρια είναι. Άντε να σε βοηθήσω λίγο μπας και καταλάβεις».

«Ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια, μα εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω. Σε τίποτα δεν μοιάζει, που να θυμίζει έστω, την ομελέτα που έφτιαχνε η μάνα. Και εγώ, όπως πολύ καλά γνωρίζεις δεν συνηθίζω να βάζω στο στόμα μου φαγητά αγνώστου ταυτότητος, για τον φόβο αλλεργικής αντίδρασης. Άσε, μην νοιάζεσαι, θα ασχοληθώ ο ίδιος με το πρόγευμά μου».

«Που σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι συμβιβάζεσαι με αυτό που σε λίγο θα γίνει ένα ΑΤΙΑ και θα επιπέσει επί της κεφαλής σου, ε; Άντε γιατί δεν υποφέρεται πια η παραξενιά σου.

Τι κόλλημα και αυτό με τη μάνα σου βρε παιδάκι μου! Μα λίγο τακτ, λίγους καλούς τρόπους, δεν σου ‘μαθε η μακαρίτισσα; Πόσο τώρα θα την ευγνωμονούσα αν είχε κάνει κάτι τέτοιο! Αλλά και πάλι, μπορεί η δόλια και να το προσπάθησε και εσύ πολύ απλά δεν ήσουν καλός αποδέκτης. Μάλλον κάτι τέτοιο θα συνέβη, αν κρίνω από τις συμφραζόμενες συμπεριφορές σου. Χοντρή κεφάλα μέσα έξω. Ήθελα να ήξερα, τόσο στραβή ήμουνα πια; Τι να είχε συμβεί με την όρασή μου; Την είχα απολέσει και τώρα επανήλθε δριμύτερη; Και τι κάνω τώρα, μου λες;»

«Τι να σου πω κι εγώ; Εν λευκώ σε αφήνω σε ό,τι και αν αποφασίσεις. Μα θέλεις να τα μαζεύω και να την κάνω;

Δεκτόν.

Μα θέλεις να τρώγω στο μαγειρειό του κυρ Κωστή;

Δεκτόν μετ’ ευχαριστήσεως. Κάνει έναν πατσά και κάτι σαλιγκάρια τ’ ονείρου.

Μόνο μη μου ζητήσεις ν’ αλλάξω κρεβάτι. Είδα και έπαθα να συνηθίσω τούτο, ας μην κάνω άλλη αρχή. Επομένως σε ό,τι και αν αποφασίσεις θα με βρεις σύμφωνο, εκτός χμ… να φάω τούτο δω το πράγμα. Λυπήσου με το ορφανό…»

«Ειλικρινά σου το λέω, τον εαυτό μου λυπάμαι. Μεταξύ τόσων μνηστήρων που ανέμεναν στην ουρά για το “yes I do μου”, βρήκα να διαλέξω εσένα;»

«Μα καλή μου, ο γάμος δεν είναι μία επάρατος νόσος που σε βασανίζει, με ή χωρίς φάρμακα και ιατρική βοήθεια. Είναι στραβός ο γιαλός; Όχι. Εμείς στραβά αρμενίζουμε. Τι κάνουμε λοιπόν; Δύο τινά. Είτε προσπαθούμε να βελτιώσουμε τη ρότα είτε τα πλεούμενο το βάζουμε σε καρνάγιο για  επισκευή, αν επιδέχεται μιας τέτοιας. Αλλιώς το στέλνουμε για καυσόξυλα αφαιρώντας του τα πλαστικά πρόσθετα που θα βρωμίσουν τον τόπο   καίγοντας. Συνάμα παίρνουμε προσφορές για ένα άλλο σκαρί συνήθως δεύτερο χέρι».

«Σαν καλά να τα λες. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει τώρα. Μην αφήσουμε να περάσει καμιά εικοσαετία και το δέσιμο με το πλεούμενο, όσο να ‘ναι δύσκολα να σπάσει.

Μοντέρνοι  άνθρωποι είμαστε. Δεν μου κάνεις, δεν σου κάνω, το κουβαδάκι μας και σε άλλη παραλία.

Αλήθεια εμείς πόσο παραμείναμε στην παραλία;»

«Ε, δεν θα ‘ναι πέντε χρόνια πάνω κάτω; Μέρα, μέρα τις μετράω, και δεν υποφέρεται το μέτρημα».

«Τον ίδιο δικηγόρο θα ‘χουμε; Δεν είναι σωστό. Εγώ τη Δήμητρα τη φίλη μου. Σαν γυναίκα καλύτερα θα με καταλάβει. Και εσύ το φίλο σου το Σωτήρη, για παρόμοιους λόγους. Θα προσπαθήσει να με τσουρουφλίσει και θα το απολαμβάνει, ευκαιρία ζητούσε. Αγώνας για γερά νεύρα. Αν και νομίζω, οι δικαστικές αποφάσεις είναι θα τις έλεγα κονσερβοποιημένες. Κάνουν δήθεν οι δικαστές ότι μελετούν την κάθε υπόθεση, ενώ στην ουσία τις έχουν κατηγοριοποιήσει. Γιατί με την επιδημία διαζυγίων που έχει ενσκήψει αν ήταν να μελετήσουν μία-μία υπόθεση χωριστά, θα ήθελαν πέντε έξη ζωές και μελέτη non stop».

«Τι να κάνουμε αγάπη μου; Έτσι είναι αυτά, είτε μας αρέσει είτε όχι».

«Τι είπες μόλις τώρα; Είπες ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ; Άκουσα καλά; Στα πέντε χρόνια γάμου μας αυτήν τη προσφώνηση την άκουγα συχνά πυκνά βία το πρώτο δίμηνο. Από κει και ύστερα, όλο και αραίωνε, μέχρι που μας τέλειωσε εντελώς και μετά σιωπή, που λέει και το άσμα. Γιατί να συμβαίνει αυτό το φαινόμενο βρε παιδί μου; Δεν θα ‘πρεπε με τον καιρό τα λόγια τα ωραία και τρυφερά να φτουράνε; Γιατί εξαφανίζονται και δίνουν την θέση τους σε κάτι προσφωνήσεις του τύπου “πού ‘σαι γυναίκα, πιάσε ένα ποτήρι νερό…”»

«Γιατί βρε κουτό, όλα τα παραλειπόμενα εννοούνται. Γι’ αυτό».

«Να μου κάνεις τη χάρη. Εμένα με ρώτησες αν μου έλειψαν ή όχι; Προσωπικά θα γινόμουνα χαλί να με πατήσεις, αν με αποκαλούσες όπως εκείνο το  μαγικό δίμηνο (όχι πώς δεν με πατάς και τώρα βέβαια και απορώ από πούθε βγαίνει αυτή η ρήση)».

«Δεν το ‘ξερα Ρίτα Ριτάκι ότι σου έλειψαν τα σ’ αγαπώ μου. Και να δεις που θα έπαιρνα και όρκο ότι αν σου τα έλεγα θα με έπαιρνες στον μεζέ που λένε δεν θα γλύτωνα τις ειρωνείες σου. Γίνεται λες να επανορθώσω; Να γυρίζουμε το Χρόνο πίσω βδομάδα τη βδομάδα και μήνα το μήνα, μέχρι που να φτάσουμε το δίμηνο τ’ ονείρου; Αν η προσπάθειά μας είναι ειλικρινής, τότε να δεις που ο καιρός θα περάσει χωρίς να τον καταλάβουμε καν.

    Κάνοντας και μιαν αρχή, πού ‘σαι Ριτάκι, άφησε να δοκιμάσω και την  ομελέτα σου. Τι βλάκας που είμαι τελικά… Πώς να ξέρω ότι δεν μου αρέσει, αφού ούτε που τη δοκίμασα;»

«Αλήθεια το λες; Θα κάνεις αυτήν τη θυσία για μένα;»

«Εμ τι λέμε τόσην ώρα βρε κουτό;»

«Καφέ; Να σου φτιάξω έναν μερακλήδικο;»

«Αν είναι σαν εκείνον που έκανε η μάνα, φτιάξε. Αλλιώς άσε, τον φτιάχνω και  μόνος μου».

«Αγόρι μου η βλάβη είναι ανήκεστος. Δεν επιδέχεται γιατρειάς. Καμένη τελείως η μηχανή. Δεν φταίει μόνο το μοτέρ, να πεις θα το αλλάξουμε.

Πρόσω ολοταχώς για καινούργιο πλεούμενο. Ολοκαίνουργιο και νεότερης το δυνατόν τεχνολογίας!…»

Ίσως σας αρέσει και

Αφήστε το σχόλιο σας

*

Ας γνωριστούμε

Όσοι αγαπάτε τη γραφή και μ’ αυτήν εκφράζεστε, είστε ευπρόσδεκτοι στη σελίδα μας. Μέσω της γραφής δημιουργούμε, επικοινωνούμε και μεταδίδουμε πολιτισμό. Φροντίστε τα κείμενά σας να έχουν τη μορφή που θα θέλατε να δείτε σε αυτά σαν αναγνώστες. Τον Μάρτιο του 2016 ίδρυσα τη λογοτεχνική ιστοσελίδα «Λόγω Γραφής», με εφαλτήριο την αγάπη μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό αλλά και την ανάγκη ... περισσότερα

Αρχειοθήκη